Ματθ. κστ’ 64

Παρασκευή 2  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Λέγει αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Λέγει εἰς αὐτόν ὁ Ἰησοῦς· Τό εἶπες σύ, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ἀπό τώρα θά ἴδητε τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τόν Θεάνθρωπον Μεσσίαν, νά κάθηται εἰς τά δεξιά τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καί νά ἔρχεται ἐπάνω εἰς τά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ ὡς ἔνδοξος Κριτής» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

 «Ἡ  θαρραλέα ὁμολογία.

     Ἡ στιγμὴ διὰ τὸν Κύριον εἶναι ἐκτάκτως σπουδαία. Τοῦ ἀπευθύνεται ἐρώτημα κρίσιμον, διότι ἀπό τὴν ἀπάντησιν εἰς αὐτὸ θὰ ἐξαρτηθῆ κατὰ πόσον δέχεται ὄχι ἁπλῶς τὴν Μεσσιανικὴν ἰδιότητα, ἀλλά καὶ τὸ ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.  Καί, μολονότι γνωρίζει, ὅτι ἡ ὁμολογία Του αὐτὴ θὰ καταγρα¬φῆ ἀμέσως καὶ θὰ χρησιμοποιηθῆ εὐθὺς διὰ νὰ στηριχθῆ ἐπ’ αὔτης ἡ κατηγορία καὶ ἡ καταδίκη Του, ἐν τούτοις καθό¬λου δὲν τὴν ἀποφεύγει τὴν ὁμολογεῖ δημοσὶᾳ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου.
    «Σὺ τὸ βεβαιώνεις αὐτό, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἤ «ὅπως τὸ διετύπωσες εἰς τὴν ἐρώτησίν σου, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι». Ἤ, ὅπως ὁ ἱερὸς Μᾶρκος περισσότερον σαφῶς τὸ διετήρησεν· «Ἐγώ εἰμι». Μάλιστα, εἶμαι αὐτὸς ποὺ εἶπες. Εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
    Ὑπέροχος ὁμολογία. Διακηρύττει ἀνά τούς αἰῶνας ὁ Σωτὴρ μὲ τὴν ἀπάντησίν Του αὐτήν, ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν τὴν θερμὴν εἰς τὴν θεότητά Του ἔζησαν καὶ παρέδωκαν τὴν ὑστάτην των πνοὴν ἑκατομμύρια πιστῶν κατὰ τὴν διαδρομὴν τῶν αἰώνων. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καὶ ὡμολόγησαν τὸν Κύριον ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ πλήθη πιστῶν ἐν μέσῳ ἀγρίων διωγμῶν καὶ φρικτῶν μαρτυρίων. Αὐτὴ ἡ πίστις, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοὺς ἐνεδυνάμωνε καὶ τοὺς ἐνίσχυεν, ὥστε νὰ παραβλέψουν τὰ πάντα, καὶ νὰ θυσιασθοῦν χάριν Ἐκείνου ποὺ ἐθυσιάσθη δι’ ἡμᾶς. Ἐκεῖνος ἔκαμε τὴν ὑπέροχον ὁμολογίαν ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου. Καὶ οἱ ἰδικοὶ Του συνεχίζουν τὴν περὶ αὐτοῦ ὁμολογίαν εἰς πᾶσαν ἐποχήν. Καὶ θὰ ἔλθη ἀσφαλῶς ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ στέφανον δόξης θὰ στεφανώση τοὺς ἡρωικοὺς ὁμολογητάς τῆς θεότητός Του.  Ἀλλά ἔκρινεν ὁ Λυτρωτής, ὅτι δὲν ἦτο ἀρκετὴ ἡ ὁμολογία αὐτὴ διὰ τὴν ὥραν ἐκείνην. Δι’ αὐτὸ προσθέτει:
    «Πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν Υἱόν τοῦ ἄνθρωπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον  ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ». Ποὶα εἶναι ἡ ἔννοια τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου; Εἶναι ὡσὰν νὰ λέγη εἰς τοὺς δικαστάς: Ἐκπλήττεσθε μὲ τὴν ὁμολογίαν μου αὐτήν; Καὶ μειδιᾶτε εἰρωνικῶς; Ἀλλά σᾶς βεβαιώνω, ὅτι θὰ ἔλθη πολὺ γρήγορα ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατάστασιν τῆς ταπεινώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι τώρα, θὰ μὲ ἰδῆτε νὰ κάθημαι ἐν δόξῃ μεγάλῃ εἰς τὰ δεξιά τοῦ Πατρός μου, ἐγγύτατα τοῦ θρόνου Του καὶ νὰ ἔρχομαι πάλιν μὲ ἐξαιρετικὴν δόξαν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ,  διὰ νὰ κρίνω τὸν  κόσμον.
    Ὤ! Ἄς μὴ βλέπωμεν τὴν πτωχείαν καὶ τὴν κένωσιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Ἂν «ἐκένωσεν ἑαυτόν», καὶ ἂν ἔγινεν «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ», ἂν παρίσταται τώρα κριτὸς ἐνώπιον δικαστῶν κριτῶν, εἶναι ὅμως ὁ παντοδύναμος Υἱός τοῦ Θεοῦ. Θὰ προσφέρη τὸν ἑαυτόν Του θεληματικῶς θυσίαν, ἀλλά καὶ θὰ ἀναστηθῆ αὐτεξουσίως, καὶ θὰ ἀναληφθῆ εἰς τούς οὐρανούς, ἀφοῦ «νεφέλη φωτεινή» θὰ Τὸν παραλάβη, θὰ καθήση ἔνδοξος νικητὴς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πατρός Του, θὰ ἱδρύση τὴν Ἐκκλησίαν Του, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἡ δόξα Του καὶ τὴν ὁποίαν θὰ παρακολουθῆ ἀπό τὸν οὐρανὸν θὰ ἔλθη τέλος ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐν δόξῃ πολλὴ θὰ ἔλθη, καθήμενος πάλιν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμον. Ναί, Αὐτὸς θὰ ἔλθη κρι¬τής, ἀφοῦ «ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ», ἀφοῦ θὰ κρίνη ὁ Θεός «τὴν οἰκουμένην ἐν δικαοσύνῃ ἐν ἀνδρί ὧ ὥρισε, πίστιν παρασχών πᾶσιν, ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Ἰωάν. ε’ 21, Πράξ. ιζ’ 31). Εἶδε τὴν δόξαν Του ὁ «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» Στέφανος εἰς μίαν  ὑπέροχον ὀπτασίαν, ὅταν ἀνεκρίνετο ἀπό τὸ Συνέδριον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνεφώνησεν ἐν μέσῳ αὐτοῦ: «Ἰδού, θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἑστῶτα» (Πράξ. ζ’ 55-56). Εἶδε καὶ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τὴν δόξαν Του εἰς τὸν οὐρανόν. Τὸν εἶδε καθήμενον ἐπί τοῦ θρόνου Του καὶ πέριξ αὐτοῦ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἐνῶ αἱ χιλιάδες τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Του καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου Του καὶ Τὸν προσεκύνησαν. Τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων καὶ τῶν δικαίων, ποὺ μὲ ζωὴν ἁγίαν ἀφιερώθησαν εἰς Αὐτόν, θὰ Τὸν ἴδουν ὅλοι οἱ πιστοὶ ἐρχόμενον μετὰ τοῦ σώματός Του ἐπί νεφέλης, ὅν τρόπον ἀνελήφθη, διὰ νὰ κάμη τὴν τελικὴν κρίσιν» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Γεωργίου Δημοπούλου «Τά Πάθη τά Σεπτά», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).