Λουκᾶ κδ’ 16

Κυριακή 4 Ἀπριλίου 2010 ( Ἅγιον Πάσχα)

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ  Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Καί συνέβη, ἐνῶ αὐτοί ὡμίλουν καί συνεζήτουν, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐπλησίασε καί ἐπήγαινε μαζί των» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

        «Εἶχε προηγηθῆ ἡ θύελλα. Καὶ ἦτο τόσον σφοδρά! Εἶχε σκοτεινιάσει ὁ οὐρανός, εἶχε κλονισθῆ ἡ γῆ, ὅταν ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ εἶδον νὰ κρέμαται αἱμόφυρτος ὁ Δημιουργὸς των. Ἀλλά καὶ τάς ψυχάς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν εὐσεβῶν Μυροφόρων συνεκλόνισε τὸ μοναδικὸν ἐκεῖνο εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου γεγονὸς καὶ συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ τάς καλύψη ἄλλο σκότος. Σκότος λύπης καὶ ἀπογοητεύσεως πίκρας. Εἶχον ἴδει μὲ τὰ μάτια των τὸ ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν Νικόδημον νὰ ἀποθέτουν εἰς τὸ «καινὸν μνημεῖον» τὸ ἄχραντον σῶμα τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ καθὼς οἱ δύο ἐκεῖνοι πανευλαβεῖς ἄνδρες ἀπέκλεισαν τὴν θύραν τοῦ τάφου μὲ τὸν μέγαν λίθον, ἐνόμισαν καὶ Μαθηταὶ καὶ Μυροφόροι ὅτι ἐκεῖ εἰς τὸν ψυχρὸν καὶ σκοτεινὸν τάφον ἔταφησαν αἱ ἐλπίδες των καὶ ἐσβέσθησαν αἱ προσδοκίαι των. Τὸ σκότος τῆς σταυρώσεως ἀντὶ αὐτοὺς νὰ τοὺς φωτίση μὲ τὸ φῶς τῆς πίστεως εἰς τὴν θεότητα τοῦ Ἐσταυρωμένου, βαρὺ καὶ ἐφιαλτικὸν ἐπεκάθησε καὶ εἰς τάς ἰδικάς των ψυχάς. Καὶ ὁ σεισμός, ποὺ συνεκλόνισε τὴν γῆν καὶ διέρρηξε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ καὶ ἤνοιξε τὰ μνημεῖα ἁγίων ἀνδρῶν, ἐφάνη πρὸς στιγμὴν ὅτι κατεκρήμνισε καὶ τὴν ἰδικήν των πίστιν καὶ διέλυσε τάς ἐλπίδας των διὰ τὸ μέλλον. Δὲν τοὺς ἀκούετε πῶς τὸ λέγουν οἱ δύο ἐκεῖνοι πού βαδίζουν πρὸς Ἐμμαούς; «Ἡμεῖς ἠλπίζομεν ὅτὶ αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ» (Λούκ. κδ’ 21). Καὶ αἱ Μυροφόροι, ἡ Μαγδαληνὴ ἰδιαιτέρως, δὲν τὴν βλέπετε πῶς «ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον» (Ἴωαν. κ’ 1), ἀλλά συγχρόνως καὶ «πολὺ σκότος ἔχουσα ταῖς φρεσί»;
     Ναί, εἶχε προηγηθῆ ἡ θύελλα τῆς σταυρώσεως. Ἀλλά τί ἀστραπαί εἶναι αὐταί αἱ ὁποῖαι φωτίζουν τώρα τὸν σκοτεινὸν οὐρανόν τῆς ἁγίας ἐκείνης καὶ ἐκλεκτῆς ὁμάδος τῶν Ἀποστόλων καὶ Μυροφόρων; Ὤ, αἱ ἀστραπαί αὐταί δὲν προμηνύουν ἄλλην δευτέραν καταιγίδα καὶ θύελλαν, ἀλλά τὴν ἀνεκλάλητον τῆς Ἀναστάσεως χαράν. Εἶναι νύκτα ἀκόμη, ὅταν αἱ σεμναὶ Μυροφόροι πρὸς μεγάλην ἔκπληξίν των «θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος» (Μάρκ. ις’ 4). «Ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας (τοῦ μνημείου) καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. Ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ (ἡ μορφή του) ὡς ἀστραπή» (Ματθ. κη’ 23). Δὲν προφθάνουν νὰ συνέλθουν καὶ ἰδοὺ «ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις» (Λουκ. κδ’ 4). Καὶ ἐνῶ ἡ ἀπορία των κορυφοῦται, ἀκούουν, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται καλὰ καλὰ τὴν σημασίαν των, τοὺς λόγους τῶν ἀγγέλων: «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη» (Λουκ. κδ’ 56).
      Μόνη τώρα ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία κλαίει παρὰ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου, ὅταν μία γνώριμος φωνή: «Μαρία!» τὴν κάμνει νὰ σκιρτήση καὶ νὰ ἀνακράξη: «Ραββουνί»! Ὤ ναί, ὁ Διδάσκαλος ἀνέστη. Ἡ Μαγδαληνὴ Τὸν βλέπει, Τὸν ἀκούει, Τὸν προσκυνεῖ.
     Πρέπει λοιπὸν νὰ χαροῦν καὶ οἱ θλιμμένοι μαθηταί. Σπεύδει «Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον» (Ἰωάν. η’ 18).
      Τρέχουν τώρα μὲ τὴν σειρὰν των καὶ ἐκεῖνοι. Ἰδοὺ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης πρῶτοι εἰς τὸ κενὸν μνημεῖον. Θαυμάζουν, ἀποροῦν καὶ ἐπιστρέφουν εἰς τὸ κατάλυμά των.
      Αἱ χαρμόσυνοι τῆς Ἀναστάσεως ἀστραπαί, ὅσον αἱ ὧραι τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων» προχωροῦν, γίνονται καὶ ὁλονέν περισσότεραι. «Χαίρετε», προσφωνεῖ τὸν ὅμιλον τῶν εὐλαβῶν Μυροφόρων ὁ ἀναστάς Κύριος, μεταδίδων εἰς αὐτάς τὴν ἀναστάσιμον εὐλογίαν Του. Καὶ μετ’ ὀλίγον οἱ κατάπληκτοι μαθηταὶ ἀκούουν ἀπὸ τάς εὐγνώμονας μαθητρίας τὴν πρὸς αὐτάς ἐμφάνισιν τοῦ Ἀναστάντος.
      Ἔχουν τώρα ἐπιστρέψει ἀπό τὴν Ἐμμαοὺς καὶ οἱ δύο ἄλλοι μαθηταὶ καὶ εὑρίσκονται εἰς τὸ ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλὴμ , ἐκεῖ ὅπου διαμένουν «διά τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» οἱ ἕνδεκα. Ἀλλά δὲν προλαμβάνουν νὰ εἰποῦν τίποτε ἀπό τὰ ἰδικὰ των ὑπερθαύμαστα γεγονότα, διότι ἀκούουν τούς «ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς λέγοντας, ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι» (Λουκ. κδ’ 33).
     Δὲν παρέρχεται πολλὴ ὥρα καὶ ἰδοὺ πέμπτη κατὰ σειρὰν ἐμφάνισις τοῦ Κυρίου κατά,τὴν ἀλησμόνητον ἐκείνην ἡμέραν ἐνώπιον τώρα πλέον ὅλων τῶν συνηθροισμένων εἰς τὸ ὑπερῶον.
«Εἰρήνη ὑμῖν». Ἄς φύγη, ὢ μαθηταί μου, ἀπό τὴν ψυχήν σας ὁ φόβος, ἡ ἀμφιβολία, ὁ δισταγμός. Ἐγώ εἶμαι ὁ Διδάσκαλός σας. Ἀνέστην ἐκ τοῦ τάφου θριαμβευτής, νικητὴς αἰώνιος του θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου. Τί ἀπιστεῖτε ἀκόμη καὶ ἀπορεῖτε; «Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;» Καὶ διὰ νὰ διαλύση τοὺς φόβους των καὶ τάς ὑποψίας των, συγκαταβαίνει καὶ τρώγει ὅ,τι τοῦ προσφέρουν, «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπό μελισσίου κηρίου» (Λουκ. κδ’ 42).
      Ἡ Ἀνάστασίς τοῦ Διδασκάλου των εἶναι τώρα πλέον διὰ τοὺς ἐνδόξους τοῦ Σωτῆρος μαθητάς, δι’ ὅλον τὸν χριστιανικὸν κόσμον γεγονὸς ἀναμφισβήτητον. Εἶναι τὸ μέγιστον καὶ θεμελιωδέστατον διὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν αἰωνιότητα τῶν ἀτόμων καὶ τοῦ κόσμου ὅλου γεγονός. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς νέας περιόδου, τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς «καινῆς κτίσεως», τὴν ὁποίαν ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐπραγματοποίησε μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατόν Του καὶ τὴν τριήμερον καὶ πανένδοξον ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του. Μὲ βαθεῖαν χαρὰν καὶ ἱεράν ἀγαλλίασιν ἄς ἐπαναλάβωμεν τούς λόγους τοῦ ἐμπνευσμένου ὑμνωδοῦ: «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ (ἡ Ἐκκλησία), ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου, Σιών. Σὺ δέ, ἁγνή, τέρπου, Θεοτόκε, ἐν τὴ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).