Ἰωάν. ιστ΄22

Τετάρτη 21  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί σεῖς λοιπόν τώρα μέν, πού ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θά σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὄχι μόνον ὅταν μετά τήν ἀνάστασίν μου θά  ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλά κυρίως ὅταν διά τῆς νέας ζωῆς καί κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θά μέ αἰσθάνεσθε ἑνωμένον μέ σᾶς. Καί τότε θά χαρῃ ἡ καρδία σας καί τήν χαράν σας πλέον δέν θά ἠμπορῇ κανείς νά σᾶς τήν πάρῃ, ἀλλά θά εἶναι παντοτινή καί διαρκής" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Παν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    "Τό χρονικὸν διάστημα τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἀπό τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεως μέχρι τῆς θριαμβευτικῆς εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἦτο ἰδιαιτέρας ὅλως καὶ ἐξαιρετικῆς σημασίας διὰ τοὺς μαθητάς καὶ Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἰουδαία καὶ ἡ Γαλιλαία καὶ ἡ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος καὶ τέλος ἡ τόσον γνωστὴ καὶ ἀγαπητὴ Βηθανία ἦσαν οἱ τόποι εἰς τοὺς ὁποίους ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς ἐνεφανίζετο εἰς τοὺς ἐκλεκτούς Του. Καὶ πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὅμιλος τῶν Ἀποστόλων ἔχων ἐν μέσῳ αὐτοῦ ὡς κέντρο ν ζωηφόρον καὶ φωτοβόλον τὸν πολυφίλητον Διδάσκαλον, τὸν στοργικὸν Ραββουνί, εἶχε κατ’ ἐπανάληψιν ἐπισκεφθῆ τὰ μέρη ἐκεῖνα.
    Ἐδῶ λοιπὸν καὶ τώρα μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, εἰς τὰ τόσον γνώριμα καὶ ἀγαπητὰ αὐτὰ μέρη δέχονται τάς τελευταίας ἐπισκέψεις τοῦ θείου Διδασκάλου. Εἰς τὸ ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου πρὸ τριῶν μόλις ἡμερῶν συνέφαγε διὰ τελευταίαν φοράν μαζὶ των, ἐκεῖνοι δὲ παρέλαβον τὸ μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἤκουσαν τὴν ἐντολήν «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19), ἐκεῖ ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῶν δέκα κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἐμφάνισις ἐπα¬ναλαμβάνεται καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ, παρόντος τώρα καὶ τοῦ Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν πρώτην ἐμφάνισιν ἀπουσίαζε. Οἱ δύο μαθηταὶ οἱ πορευόμενοι εἰς Ἐμμαούς, γεμᾶτοι ἀπό χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν διηγοῦνται τὴν ἰδὶαν ἐκείνην ἑσπέραν «τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ’ 35).
    Καὶ ἦτο λοιπὸν ἡ περίοδος ἐκείνη τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν διὰ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους περίοδος πολλῆς χαρᾶς, ἔπειτα ἀπό τὴν πικρίαν τῆς λύπης τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασαν, ὅταν εἶδαν τὸν Διδάσκαλόν των νὰ ὁδηγῆται εἰς τὸν σταυρόν. Τοὺς τὸ εἶχε προείπει Ἐκεῖνος: «Κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται, ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ις’ 20, 22). Ποὶα ἀξιοπρόσεκτος ἀντίθεσις! Ὅταν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου ἐπέτυχον νὰ Τὸν θανατώσουν, ἠλάλαζον ἀπό χαρὰν καὶ ἱκανοποίησιν, ἐνῶ οἱ μαθηταὶ Του ἔκλαιον καὶ ἐθρήνουν. Τώρα ὅμως ποὺ ἀνέστη πανένδοξος νικητὴς τοῦ θανάτου, τὰ πράγματα ἀντιστρέφονται. Φόβος καὶ σύγχυσις ἐπικρατεῖ εἰς τάς τάξεις τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ ἀγέρωχοι φρουροὶ τοῦ τάφου τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ὁ Ἄγγελος ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπό τὴν θύραν τοῦ μνημείου,«ἐσείσθησαν καί ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Ματθ. κη’ 4). Συνεκλονίσθησαν καὶ ἔγιναν ὡσὰν νεκροί. Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαϊοι, ἀμετανόητοι καὶ ἀθεόφοβοι, εὑρίσκονται εἰς ἀμηχανίαν. Δωροδοκοῦν τοὺς στρατιώτας. Συκοφαντοῦν τὴν Ἀνάστασιν. Ἐπινοοῦν ψεύδη, διὰ νὰ συγκαλύψουν τὸν τρόμον καὶ τὴν ἀγωνίαν ποὺ τοὺς ἔχει κυριεύσει. Ἀλλά οἱ μαθηταί;  
    Ὢ οἱ μαθηταί! Χαίρουν καὶ ἀγάλλονται αὐτοὶ καὶ δὲν σταματοῦν ἀπό τὸ νὰ διαλαλοῦν πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν τὸ μέγα γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς εἶχε προείπει ὁ Κύριος τώρα πραγματοποιεῖται: «Πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία». Θὰ σᾶς ἴδω καὶ πάλιν, ὅταν μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν μου θὰ ἐμφανισθῶ ἐνώπιόν σας. Καὶ τότε θὰ φύγη ἡ λύπη ἀπὸ τὴν ψυχήν σας καὶ θὰ τὴν διαδεχθῆ ἡ χαρά. Θὰ ἐκλείψη ὁ φόβος, διὰ νὰ τὸν ἀντικαταστήση τὸ θάρρος καὶ ἡ γενναιοψυχία.
    Καὶ πράγματι. «Χαίρετε» ἦτο ἡ πρώτη λέξις τὴν ὁποίαν ἠχοῦσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἀναστάντος αἱ σεμναὶ Μυροφόροι. Καὶ εἰς τὸ ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς εἰρήνης ποὺ ἐδέχθησαν οἱ μαθηταί, «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Καὶ ἡ χαρὰ των ἐκείνη ὡλοκληρώθη καὶ ἐκορυφώθη, ὅταν ἐδέχθησαν μετ’ ὀλίγας ἡμέρας τὴν χάριν τοῦ Παρακλήτου.
    Αὐτὸ τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ διὰ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡνωμένοι εἰς ἐν σῶμα πνευματικὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μὲ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, τὸν Κύριον Ἰησοῦν, δέχονται παρ’ αὐτοῦ καὶ ἀπολαμβάνουν μαζὶ μὲ ὅλας τάς ἀλλάς εὐλογίας καὶ χάριτας, καὶ τὴν δωρεὰν τῆς χαρᾶς. Οὔτε οἱ διωγμοί, οὔτε τὰ βασανιστήρια, οὔτε αἱ ἀδικίαι, οὔτε αἱ ἀσθένειαι, οὔτε οἱ πόνοι, οὔτε ὁ θάνατος,τίποτε ἀπολύτως δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκδιώξη τὴν χαρὰν ἀπὸ τὴν ψυχὴν τοῦ Χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡνωμένος ὡς κλῆμα πρὸς τὴν ἄμπελον μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν. «Ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες» (Β’ Κορινθ. ς’ 10) θὰ περνοῦν οἱ πιστοὶ τοῦ Κυρίου ὀπαδοὶ τάς ἐπιγείους ἡμέρας των, ἕως ὅτου παρέλθη ἡ σκηνὴ τοῦ παρόντος βίου καὶ ἀνατείλη ἡ ἀνέεσπερος καὶ ἀτελεύτητος ἡμέρα τῆς αἰωνίου ζωῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ χαίρουν «χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καί δεδοξασμένῃ» (Α’ Πέτρ. α’ 8).
 ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).