Ἰωάν. ιστ΄22

Τρίτη 27  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί σεῖς λοιπόν τώρα μέν, πού ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θά σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὄχι μόνον ὅταν μετά τήν ἀνάστασίν μου  θά ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλά κυρίως ὅταν διά τῆς νέας ζωῆς καί κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θά μέ αἰσθάνεσθε ἑνωμένον μέ σᾶς. Καί τότε θά χαρῇ ἡ καρδία σας καί τήν χαράν σας πλέον δέν θά ἠμπορῇ κανείς νά σᾶς τήν πάρῃ, ἀλλά θά εἶναι παντοτεινή καί διαρκής" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ".

ΣΧΟΛΙΟ

    "Ὁ  Κύριος τὸ εἶχε προείπει εἰς τοὺς μαθητάς Του: «Κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς». Καὶ αὐτὸ ἐπραγματοποιήθη, ὅταν Τὸν εἶδαν νὰ ἀποθνήσκη μὲ τόσον ὀδυνηρὸν θάνατον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά πολὺ σύντομα, μετὰ τρεῖς μόνον ἡμέρας, τὰ πράγματα ἤλλαξαν τελείως. Οἱ θρῆνοι των μετεβλήθησαν εἰς χαράν. Τὰ δάκρυά των εἰς ἀγαλλίασιν. Μήπως καὶ περὶ αὐτοῦ δὲν τοὺς εἶχε διαβεβαιώσει ὁ στοργικὸς των Διδάσκαλος; «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. ις’ 22).
    Καὶ πράγματι. Τὸν εἶδαν ἀναστάντα καὶ ἐχάρησαν (Ἰωάν. κ’ 20). Καὶ αἱ Μυροφόροι ἤκουσαν πρῶται καὶ ἐδέχθησαν τὴν ἀναστάσιμον εὐλογίαν Του «χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Καὶ ἦτο αὐτὸ ἡ ἀρχή. Ἡ δὲ συνέχεια ποία; Ἡνωμένοι οἱ Ἀπόστολοι, αἱ Μυροφόροι, οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, ἡνωμένοι μὲ τὸν Ἀναστάντα εἰς μίαν πνευματικὴν ἑνότητα καὶ τροφοδοτούμενοι ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς κλήματα ἀπὸ τὴν ρίζαν, ἀντλοῦν τοὺς πνευματικοὺς χυμοὺς τῆς θείας χάριτος καὶ ἀπολαμβάνουν μαζὶ μὲ τάς τόσας ἄλλας δωρεάς καὶ τὴν χαρὰν τὴν «ἀνεκλάλητον καὶ δεδοξασμένην» (Α΄ Πέτρ. α’ 8). «Χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία». Ἀλλά τί παράδοξον πρᾶγμα! Ἡ χαρὰ τὴν ὁποίαν χαρίζει ὁ ἀναστάς Κύριος εἰς τοὺς ὀπαδοὺς Του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν χαρὰν τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἡ χαρὰ τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶναι «ἐκ τῶν κάτω», ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ’ «ἐκ τῶν ἄνω», ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ συνδυάζεται μὲ ἀγῶνας καὶ μάχας. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ συντροφεύεται ἀπὸ ἀδυναμίαν καὶ ἀσθένειαν. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ τὴν ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοὶ ἐν μέσῳ τῆς ἀβεβαιότητος καὶ ἀσταθείας τῶν ἐγκόσμιων. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται ὡς συνέπεια καὶ καρπὸς τῶν πόνων καὶ τῶν δακρύων. Ἰδοὺ ὅτι μέσα ἀκριβῶς εἰς τὸν κῆπον ποὺ εἶχον χυθῆ πρὸ ὀλίγου ἄφθονα θερμὰ δάκρυα διὰ τὸν Ἰησοῦν, προσφέρεται ἀπό τὸν Ἀναστάντα ἡ πλέον γλυκεῖα χαρά, τὴν ὁποίαν ἡ ὄψις καὶ ἡ παρουσία καὶ ἡ εὐλογία Του χαρίζει.
    Ἄς μεταφερθῶμεν μὲ τὴν σκέψιν μας καὶ εἰς τοὺς ἀρχαίους χρόνους τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἰς τοὺς ταπεινοὺς καὶ περιφρονημένους καὶ καταδιωκομένους Χριστιανοὺς τῶν κατακομβῶν ἐπεφυλάσσετο νὰ ἐμφανίσουν μέσα εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν στειρότητα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου τὴν γνησίαν καὶ ἀκατάλυτον χαράν. Νὰ χαίρουν οἱ Χριστιανοὶ δοῦλοι καὶ νὰ πλήττουν ἀπελπιστικὰ οἱ ἄπιστοι κύριοι των! Νὰ ἀγαλλιοῦν τὰ θύματα καὶ νὰ σπαράσσουν ἀπό ἀγωνίαν οἱ διῶκται! Πῶς καὶ διατί; Διότι ἐκεῖνοι μὲν ὑπέμενον τὸ μαρτύριον φωτιζόμενοι καὶ ἐμπνεόμενοι ἀπό τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἐκράτουν τάς ψυχάς των εἰς τὸ σκότος τῆς ἀρνήσεως.
    Καὶ ἡ νέα αὐτὴ τάξις τῶν πραγμάτων συνεχίζεται. Μὲ ποὶαν «κοσμικήν» χαρὰν ἠμπορεῖ νὰ ἀνταλλάξη ἡ Χριστιανὴ μητέρα τοὺς πόνους της καὶ τάς ἀγρυπνίας της καὶ τὰ δάκρυά της διὰ τὰ παιδιά της, ὅταν λειώνη αὐτὴ ὡσὰν λαμπάδα διὰ νὰ τὰ περιποιηθῆ ἡ διὰ νὰ ἀναπέμπη θερμάς ἱκεσίας εἰς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν; Ἤ μήπως ἡ Ἀνθοῦσα καὶ ἡ Μόνικα, τὰ αἰώνια αὐτὰ παραδείγματα τῶν Χριστιανῶν μητέρων, ἦσαν «μωραί», ὅλη δὲ ἡ σοφία συνεκεντρώθη εἰς τάς μοντέρνας γυναίκας τοῦ 21ου αἰῶνος;
    «Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσι», εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τοὺς ἀληθινούς, τοὺς γνησίους, τοὺς εἰλικρινεῖς ὀπαδοὺς Του ὅλων τῶν αἰώνων. Καὶ ἡ χαρὰ ἑπομένως τῶν τοιούτων δὲν εἶναι τῆς τάξεως «τοῦ κόσμου τούτου». Εἶναι χαρὰ -«καρπὸς τοῦ Πνεύματος», τὴν ὁποίαν μόνον οἱ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἡνωμένοι αἰσθάνονται καὶ ἀπολαμβάνουν. Πηγαίνεις εἰς τὸν τάφον τοῦ προσφιλοῦς σου νὰ κλαύσης, καὶ ἀπολαμβάνεις ἐκεῖ τὴν οὐρανίαν παρηγορὶαν ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἀναστάντος: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου» (Ἰωάν. ια’ 23). Καὶ δοκιμάζεις τότε χαρὰν τοσαύτην, ὁποίαν κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σοῦ χαρίση.
    Κλαίεις καὶ θρηνεῖς διὰ τὰ παραπτώματά σου. Συντρίβεσαι καὶ ταπεινώνεσαι. Καὶ ἀνάμεσα ἀπό τούς στεναγμοὺς καὶ τοὺς θρήνους σου ἀκούεις τὴν φωνὴν τοῦ Ἀναστάντος νὰ σὲ ἐρωτᾶ: «Τί κλαίεις»; Ἡ συγγνώμη ἐκ τοῦ τάφου μου ἀνέτειλε. «Ἔκδυσαι τὴν στολὴν τοῦ πένθους καὶ τῆς κακώσεώς σου καὶ ἔνδυσαι τὴν εὐπρέπειαν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ δόξης εἰς τὸν αἰῶνα» (Βαροὺχ ε’ 1). Καὶ τότε ἀπό τὴν δημιουργικὴν συντριβὴν τῆς μετανοίας σου προέρχεται «καρπὸς εἰρηνικός», ἡ πληροφορία τῆς δικαιώσεως καὶ τῆς συμφιλιώσεως μετὰ τοῦ Θεοῦ.
    Βλέπεις καὶ αἰσθάνεσαι τὴν ἀδυναμίαν σου καὶ λυπεῖσαι. Ἡ δύναμις τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου γιγαντώνεται ἐνίοτε καὶ σὺ κλονίζεσαι καὶ καταφεύγεις — ποῦ ἀλλοῦ; — εἰς τὸν Δυνατόν. Ἀλλά τότε ἀκριβῶς σὲ ἐπισκέπτεται «δύναμις ὑψίστου», ἡ ὁποία σὲ ἀναδεικνύει δυνατώτερον ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς τοῦ κόσμου καὶ σὲ κάμνει νὰ νικᾶς καὶ νὰ χαίρης ὅσον κανεὶς εἰς τὸν κόσμον.
    Εἰς συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπον πάλην εὐρισκόμεθα ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἐνῶ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος μας ὑπάρχει ἄνεσις καὶ χαρὰ πραγματική, τὴν ὁποίαν μᾶς προμηθεύει ὄχι ἡ ὑποχώρησις εἰς ὅτι εὐχάριστον καὶ ἑλκυστικόν, ἀλλ’ ἡ ἀντίδρασις καὶ ὁ τίμιος ἀγών. Σταυρὸς εἶναι τὸ καθῆκον. Ἀλλά μόλις πάρης τὴν ἀπόφασιν νὰ τὸν σήκωσης τὸν τίμιον τοῦ καθήκοντος σταυρόν, μεταβάλλεται εἰς πηγὴν ἀνέσεως καὶ χαρᾶς.
    «Χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία».
    Τοῦ Θεοῦ τὸ στόμα εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἐδὲμ εἶχεν ὁρίσει τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυα ὡς κλῆρον τῶν ἀνθρώπων ἐπί της γῆς διὰ τὴν διαπραχθεῖσαν ἁμαρτίαν. Τοῦ Θεοῦ τὸ στόμα καὶ τώρα, τοῦ ἀναστάντος Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ ὁ λόγος, μετατρέπει τὴν λύπην εἰς χαρὰν καὶ δίδει τὸ αἰώνιον σύνθημα «χαίρετε».
    Ἰδοὺ ἡ ἐπίγειος ζωή μας ὁποία θὰ εἶναι: Ἀγών καὶ πάλη κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Πόνος καὶ δάκρυα, ποὺ θὰ μᾶς προκαλῆ ἡ προσπάθεια διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ καθήκοντος, διὰ τὴν πιστὴν μαθητείαν καὶ ἀκολουθίαν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλά συγχρόνως χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ ἀγαλλίασις ἐσωτερική, ἡ ὁποία θὰ ἔρχεται ὡς παντοτινὴ πραγματοποίηση εἰς κάθε χριστιανικὴν ψυχὴν τῶν λόγων τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητάς Του· «πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).