Ψαλμὸς ριζ’ 24

Σάββατο 10  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Αὐτή ἡ λαμπρά καί πανηγυρική ἡμέρα, καθ’ ἥν ἀνυψώθη ὁ Ἰσραήλ, πολύ δε περισσότερον ἡ ἡμέρα τῆς ἀνυψέσεως τοῦ Μεσσίου, εἶναι ἡμέρα τήν ὀποίαν ἐποίησεν ὁ Κύριος. Ἄς χαρῶμεν καί ἄς εὐφρανθῶμεν κατ’ αὐτήν" ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας, τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    «Καμμία ἡμέρα δὲν εἶναι τόσον μεγάλη καὶ ἀξιοσημείωτος, τόσον σπουδαία καὶ συντελεστικὴ εἰς τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν χαρὰν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ὅσον ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὅλαι αἱ ἄλλαι ἡμέραι, ὅσαι θεωροῦνται σταθμοὶ ἱστορικοί, ἀφοροῦν ὡρισμένην γενεὰν ἀνθρώπων ἤ ὡρισμένα ἔθνη καὶ ἀναφέρονται εἰς γεγονότα τῶν ὁποίων αἱ συνέπειαι δὲν εἶναι τοιαύτης σημασίας καὶ τόσης διαρκείας ὅσον εἶναι αἱ συνέπειαι τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ἀσφαλῶς δὲ καὶ δὲν θὰ ὑπάρξη ποτὲ ἡμέρα τόσον μεγάλη καὶ ἐπίσημος, μέχρι τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἀναστάς Κύριος θὰ ἔλθη καὶ πάλιν εἰς τὴν γῆν ὡς ἔνδοξος Κριτής, διὰ νὰ ἀνοίξη τάς πύλας τῆς αἰωνίου μακαριότητος εἰς ὅσους ἐλύτρωσε μὲ τὴν σταυρικήν Του θυσίαν. Ἀλλά καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἀντλεῖ τὴν δόξαν της καὶ τὴν λαμπρότητά της ἀπὸ τὴν ἡμέραν της Ἀναστάσεως. Οὕτω πως ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλας τάς ἄλλας καὶ εἶναι ἀρχὴ νέας ζωῆς, νέας δημιουργίας. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ προσκαλέση ὁ Προφήτης εἰς ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην τούς σεσωσμένους πιστοὺς διὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν;
    «Ἀγαλλιάσωμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Δὲν λέγει ἁπλῶς ἄς χαρῶμεν ἀλλά «ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν». Δυὸ λέξεις χρησιμοποιεῖ, ποὺ εἶναι ζωηραὶ καὶ παραστατικαὶ καὶ μᾶς παρουσιάζουν τὴν μεγάλην χαρὰν τὴν ὁποίαν ἔφερεν ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.
    Ἄς ἐνθυμηθῶμεν τούς μαθητάς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν. «Ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον», λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, περιγράφων τὸ τί συνέβη, ὅταν ὁ Κύριος ἐνεφανίσθη ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν Του κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐχάρησαν». Μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης ἦσαν φοβισμένοι καὶ εὑρίσκοντο εἰς κατάστασιν ἀγωνίας καὶ τρόμου. Κάθε ἐλπίς εἶχε σβεσθῆ εἰς τὴν ψυχὴν των καὶ ἦσαν βυθισμένοι εἰς πέλαγος ἀπογνώσεως. Αἱ ἐλπίδες ποὺ εἶχαν στηρίξει εἰς τὸν ἀγαπητὸν των Διδάσκαλον ἐφαίνοντο ὅτι εἶχαν διαλυθῆ καὶ ὅτι δὲν ἀπέμεινε πλέον τίποτε δι’ αὐτούς, παρὰ μόνον συνέχεια ζωῆς μὲ στερήσεις καὶ βάσα¬να, ζωὴ θλιμμένη καὶ ἐλεεινή. Ἀλλά τότε ἀκριβῶς ἐνεφανίσθη ὁ Ἰησοῦς ἐν μέσῳ αὐτῶν. Καὶ οἱμαθηταὶ «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον». Ἡ μεγάλη σκηνὴ ἡ ὁποία ἐξετυλίχθη εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως ἦτο εἰκών τοῦ ὅλου δράματος τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ δράματος τῶν δακρύων, τῶν φόβων, τῆς ἀπογνώσεως, τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ καὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐφροσύνης τὴν ὁποίαν ἐσκόρπισεν ἡ ἔνδοξος Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου.
    «Ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Ὅσοι εὑρίσκονται μακρὰν ἀπό τὸν Χριστόν, ὅσοι δὲν ἐγνώρισαν τὸν ἀναστάντα Κύριον καὶ δὲν ἀπήλαυσαν τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν λύτρωσιν ποὺ ἔφερεν ἐκεῖνος, ὅσοι ἠρνήθησαν τὸν Χριστὸν καὶ δὲν θέλουν νὰ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτόν, ὅλοι αὐτοὶ εὑρίσκονται εἰς πραγματικὴν «κοιλάδα κλαυθμῶνος». Τί καὶ ἂν προσπαθοῦν μὲ τὰ τεχνητὰ φῶτα τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως καὶ σοφίας νὰ φωτίσουν τὸ σκότος των; Τί καὶ ἂν μὲ τὰ ὑποκατάστατα τῆς ἀνθρωπίνης χαρᾶς προσπαθοῦν νὰ διασκεδάσουν τὴν θλῖψιν, μὲ τὴν ὁποίαν εἶναι γεμάτη ἡ ζωὴ των, καὶ νὰ διαλύσουν τοὺς φόβους τοὺς ὁποίους καὶ ἡ ἁπλῆ ἔστω ἀνάμνησις τοῦ θανάτου ἐμπνέει εἰς τὴν χωρὶς πίστιν ψυχὴν των; Χαρὰν ἀληθινὴν καὶ πραγματικὴν εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπολαύσουν διότι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἡ πραγματικὴ εἰρήνη εἶναι δῶρα ἐξαίρε¬τα καὶ μοναδικά, τὰ ὁποῖα χαρίζει μόνον ὁ ἀναστάς Κύριος εἰς τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του. Δὲν ἰσχυριζόμεθα ὅτι ἡ πορεία καὶ τοῦ πλέον ἐξαγιασμένου Χριστιανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς παύει νὰ εἶναι ἐπίπονος. Δὲν ὑποστηρίζει κανεὶς ὅτι δὲν πρόκειται νὰ χύση καὶ ὁ Χριστιανὸς δάκρυα, οὔτε ὅτι δὲν θὰ δοκιμάσωμεν ὅλοι τὸν σωματικὸν θάνατον, τὸν πρόσκαιρον δηλαδὴ χωρισμὸν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Φαινομενικῶς ἡ κατάστασις ἔμεινεν ἡ ἰδὶα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι, καλεῖται νὰ ποτίζη τὴν πορείαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς του μὲ δάκρυα. Ἡ διαφορά, ἡ βασικὴ καὶ οὐσιώδης, ὑπάρχει εἰς τὸ ἐσωτερικόν τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει εἰς τὰ φρονή-ματα καὶ τάς πεποιθήσεις περὶ τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ἡ διαφορὰ ὑπάρχει εἰς τὴν στάσιν τὴν ὁποίαν ὁ κάθε ἄνθρωπος θὰ τηρήση ἔναντι τοῦ ἀναστάντος Λυτρωτοῦ. Θὰ θλιβῆ καὶ ὁ πιστός. Θὰ ἀποθάνη καὶ ὁ πιστός. Ἀλλά δι’ αὐτὸν ἡ θλῖψις ἔχει ἄλλην σημασίαν καὶ ἄλλον σκοπόν. Ἡ ζωὴ διὰ τοὺς πιστοὺς ἐφωτίσθη. Ὁ θάνατος διὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι διὰ τοὺς εὑρισκομένους μακρὰν τοῦ Χριστοῦ. Πονεῖ ὁ κατάδικος ποὺ δέρεται, ὅπως πονεῖ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐγχειρίζεται. Ἀλλ’ ὁ μὲν κατάδικος πονεῖ, καθ’ ὅν χρόνον ἀναμένει μετ’ ὀλίγον νὰ ἐκτελεσθῆ. Ἐνῶ ὁ ἐγχειριζόμενος πονεῖ, ἔχων ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ἱκανότητα τοῦ ἰατροῦ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ ἀνακτήση τὴν ὑγείαν του.
    Αὐτὴ εἶναι ἡ μεταβολὴ τὴν ὁποίαν ἔφερεν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἐξηγίασε καὶ ἀφήρεσε τὴν ἀπελπισίαν ἀπό τὴν θλῖψιν ὁ Κύριος μὲ τὸ νὰ εἴπη·  «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε• ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον». Κατέστησε τὴν θλῖψιν μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνεβῆ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ φθάση εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εὕρη ἐκεῖ τὴν αἰωνίαν ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην. Θὰ ἀποθάνη βέβαια καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ξένος πρὸς τὸν Χριστόν, ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸν Χριστόν. Μὲ ἄλλα ὅμως αἰσθήματα ὁ ἕνας, μὲ ἄλλας προσδοκίας ὁ ἄλλος. Μὲ σκοτεινὴν ἀπελπισίαν ὁ ἄπιστος, μὲ φωτεινάς ἐλπίδας ὁ πιστός. Φεύγει ἀπό τὴν γῆν ὁ πιστός, διὰ νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐγκαταλείπει τὰ ἐπίγεια, διὰ νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ ἐπουράνια. Ἀφήνει τὰ φθαρτά, διὰ νὰ κληρονομήση τὰ ἄφθαρτα. Μὲ τοιαύτας φωτεινάς καὶ βεβαίας ἐλπίδας διὰ τὸ μέλλον ὁ πιστὸς ἀπο¬τινάσσει τὴν φυσικὴν ἀγωνίαν τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ὁ θάνατος, καὶ ἀτενίζει πρὸς τὸ πέραν τοῦ τάφου μέλλον, τὸ ὁποῖον εἶναι δι’ αὐτὸν γεμᾶτον φῶς. Καὶ μὲ τὴν πίστιν ὅτι μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἠνοίχθησαν πλέον καὶ δι’ αὐτὸν αἱ θύραι τῆς μακάριας αἰωνιότητος δοκιμάζει ἤδη ἀπό τὴν παροῦσαν ζωὴν τὴν ἀγαλλίασιν καὶ τὴν εὐφροσύνην, εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ τοὺς πιστοὺς ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός.
    «Ἀγαλλιάσωμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Ἡ Ἀνά¬στασις λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἄς περιλούση τάς ψυχάς μας μὲ τὸ ἀνέσπερον φῶς τοῦ Ἀναστάντος. Ὁ ἀδειανός Του τάφος ἄς γεμίση τάς ψυχάς μας μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αἱ ὑποσχέσεις πού μᾶς ἔδωσεν ὁ ἀναστάς Κύριος ἀσφαλῶς μίαν ἡμέραν θὰ ἐκπληρωθοῦν. Ἀναλογιζόμενοι τὸν Νικητὴν τοῦ θανάτου ἄς ἀντιμετωπίζωμεν τάς δοκιμασίας τοῦ βίου μὲ σταθερὰν ὑπομονήν, μὲ τὴν ἀσάλευτον βεβαιότητα ὅτι καὶ ἡμεῖς μίαν ἡμέραν πλησίον τοῦ ἀναστάντος Κυρίου θὰ ὁλο-κληρώσωμεν τὴν ἀγαλλίασιν καὶ τὴν εὐφροσύνην,τὴν ὁποίαν ἀπό τὴν παροῦσαν ζωὴν χαρίζει εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).