Λουκ. κδ΄29

Πέμπτη 15  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἀλλά αὐτοί τόν ἠνάγκασαν διά παρακλήσεων λέγοντες· Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει νά βραδυάσῃ καί ἔχει προχωρήσει ἡ ἡμέρα πολύ πρός τήν δύσιν τοῦ ἡλίου. Καί ἐμβῆκε εἰς τό σπίτι διά νά μείνῃ μαζί των" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Παν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    Ἀπηλπισμένοι καὶ σκυθρωποὶ βαδίζουν οἱ δύο μαθηταὶ τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἐμμαούς. Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον δώσει ὅλην τὴν ἀγάπην των καὶ εἶχαν στηρίξει τάς ἐλπίδας των δὲν εὑρίσκετο πλέον μεταξὺ των. Αἱ προσδοκίαι των νομίζουν ὅτι δὲν ἐπηλήθευσαν. Μὲ πόσην λύπην τὸ λέγουν «ἡμεῖς ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ» (Λουκ. κδ’ 21)! Τώρα λοιπὸν πού Ἐκεῖνος εὑρίσκεται εἰς τὸν τάφον τί ἔχουν νὰ περιμένουν; Μὲ τάς ἐλπίδας διεψευσμένας φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἡ ζωὴ των φαίνεται τώρα πλέον ἀδειανή. Ἀλλ’ ἐνῶ μελαγχολικοὶ καὶ περίλυποι περιπατοῦν εἰς τὸν σκονισμένον δρόμον, ἄγνωστος ὁδοιπόρος τοὺς καταφθάνει. Βαδίζει μαζὶ των, καθ’ ὅν χρόνον ἀκούουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγους, οἱ ὁποῖοι ὡς βάλσαμον παρηγορίας φθάνουν εἰς τάς ψυχάς των.
    «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;»… Τὴν ταραχὴν  διαδέχεται τώρα ἡ εἰρήνη, τὴν λύπην ἡ χαρά, τὴν μελαγχολίαν ἡ ἐλπίς. Καὶ ὅταν πλέον ἔχουν φθάσει «εἰς τὴν κώμην, οὗ ἐπορεύοντο», ἡ καρδία των εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ ὑπερκόσμιον φῶς. Ὁ ἄγνωστος συνοδοιπόρος θέλει νὰ προχωρήση. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν ἀφήσουν. Μὲ παρακλήσεις θερμάς τὸν ἱκετεύουν «μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Δὲν ἦσαν λόγοι ἁπλῆς φιλοφροσύνης αὐτοί. Ἦτο ὁ πόθος τῆς «καιομένης καρδίας των». Ἦτο ἡ θερμὴ δέησις τῶν πληγωμένων ψυχῶν πρὸς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μόνος ἦτο εἰς θέσιν νὰ διώξη τὴν λύπην καὶ νὰ τοὺς χαρίση τὴν χαράν.
    Καὶ ἔμεινε. Καὶ διήνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς των. Καὶ ἐκεῖνοι Τὸν ἀνεγνώρισαν. Ὅλα τότε διὰ μιᾶς μετεβλήθησαν. Ὅλα ἀκτινοβολοῦσαν ἀπὸ χαράν. Εἰς τὴν γῆν εὑρίσκονται ἤ μετεφέρθησαν αἴφνης εἰς τὸν οὐρανόν; «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», θὰ ἤθελαν νὰ Τοῦ εἰποῦν καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν» παντοτινά. Ἀλλ’ Ἐκεῖνος «ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν». Ἀλλά τί μὲ αὐτό; Καὶ ἂν δὲν Τὸν ἔβλεπαν, ὁ Κύριος ἦτο μαζὶ των. Ἡ οὐρανία εἰρήνη ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὸ ἐσωτερικόν της ψυχῆς των, ἡ ἀπερίγραπτος χαρὰ τὴν ὁποίαν δοκιμάζουν, εἶναι αἱ τραναὶ ἀποδείξεις τῆς παρουσίας Του.
     «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Ὁδοιπόροι καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, δοκιμάζοντες οὐχὶ σπανίως θλιβερὰ περιστατικὰ καὶ ἀντιμετωπίζοντες γεγονότα ποὺ χύνουν εἰς τὴν ψυχὴν τὴν λύπην καὶ τὴν μελαγχολίαν, θλιβόμεθα καὶ ὑποφέρομεν. Καὶ ἡ πονεμένη ψυχή ἐπαναλαμβάνει τότε τοὺς λόγους αὐτοὺς πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Μεῖνε μαζί μας, διὰ νὰ μᾶς ἐνισχύης εἰς τάς ὥρας τῆς θλίψεως, διὰ νὰ γλυκαίνης τοὺς πόνους μας, διὰ νὰ μεταστρέφης τὰ δάκρυά μας εἰς χαράν.
    «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Πρόσωπα ἀγαπητά, μὲ τὰ ὁποῖα ἐζήσαμεν ἐπὶ μακρὰ ἔτη, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ τὰ ἀποχωριζόμεθα. Φεύγουν ἐκεῖνα διὰ τὴν ἄλλην ζωὴν καὶ ἡμεῖς μένομεν ἐδῶ χωρὶς νὰ τὰ βλέπωμεν,χωρὶς νὰ τὰ ἀκούωμεν, χωρὶς νὰ ἀπολαμβάνωμεν τὴν χαρὰν τὴν ὁποίαν ἡ παρουσία των μᾶς ἔδιδε. Καὶ τότε πάλιν τὰ δακρυσμένα μάτια μας στρέφουν πρὸς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ ἐπαναλάβουν τοὺς λόγους αὐτούς. Ὢ Κύριε! Ἐάν ἐπῆρες κοντά Σου τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα, ἀλλὰ τουλάχιστον Σύ, Κύριε, «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν».
    «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Ἔρχεται καὶ ἡ ὥρα τῆς ἀσθενείας καὶ τῆς θλίψεως, ἡ ὥρα τῆς ἀδικίας καὶ τῆς συκοφαντίας ἡ ὥρα ποὺ θὰ μᾶς περιφρονήσουν καὶ θὰ μάς κάμουν ἴσως νὰ χύνωμεν δάκρυα πικρά. Ὤ! Μὲ πόσην συντριβὴν καὶ μὲ πόσην θερμότητα ἀναπηδοῦν τότε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας οἱ λόγοι τῆς προσευχῆς. «Μεῖνε μαζί μας», Κύριε, διὰ νὰ μᾶς συντροφεύης ὅταν πονοῦμεν, ὅταν εἴμεθα μόνοι, ὅταν γινώμεθα βάρος εἰς τοὺς περὶ ἡμᾶς!
    «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Ὢ ἀλήθεια, πόσον εὐτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος παντοῦ καὶ πάντοτε ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κύριον Τοῦ λέγει «μεῖνε μαζί μου»! «Μεῖνε μαζί μου» μὲ τὴν ἁγιαστικήν Σου χάριν, ἡ ὁποία θὰ μὲ προφυλάσση ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ μοῦ χαρίζη τὴν ἄφεσιν καὶ τὴν συγγνώμην εἰς τὰ πλημμελήματά μου. «Μεῖνε μαζί μου», διὰ νὰ μὲ φωτίζης μὲ τὸν θεῖον λόγον Σου, ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ δεικνύη τὴν ὁδόν ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. «Μεῖνε μαζί μου», προστατεύων με εἰς τάς ὥρας τῶν κινδύνων καὶ τῶν δυσκολιῶν. Κάτω ἀπό τὴν σκέπην τῶν πτερύγων Σου πόσον ἀσφαλὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος! «Μεῖνε μαζί μου» προστάτης καὶ βοηθὸς κραταιός, πατέρας στοργικός, φίλος εἰλικρινής.
    «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»• ὄχι μόνον ὅταν εἴμεθα παιδιὰ ἀθῶα καὶ ἄκακα, ἀλλά καὶ ὅταν ἡ ἡλικία προχωρῆ καὶ καμπτώμεθα ὑπό τὸ βάρος τῶν ἐτῶν. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», ὅταν ζῶμεν εἰς τὴν πατρικὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ξενιτείαν. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», ὅταν εὑρισκώμεθα εἰς τὴν ξηράν, ἀλλὰ καὶ ὅταν ταξιδεύωμεν εἰς τὴν θάλασσαν ἤ τὸν ἀέρα. Παντοῦ καὶ πάντοτε «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν».
    Καὶ ἡμεῖς, ἀγαθώτατε Κύριε, ἔχοντες ἀπόλυτον ἀνάγκην τῆς παρουσίας καὶ προστασίας Σου, θερμήν Σοῦ ἀπευθύνομεν τὴν παράκλησιν τῶν δύο μαθητῶν «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν». Μεῖνε μαζί μας εἰς τάς ὥρας τοῦ πόνου καὶ τῆς λύπης, ἀλλά καὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας. Μεῖνε μαζί μας, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς περιφρονοῦν καὶ μᾶς παραγνωρίζουν. Μεῖνε μαζί μας, ὅταν ἡμεῖς νομίζωμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς γύρω μας ποὺ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ καί νὰ ἐνδιαφέρεται δὶ ἡμᾶς. Μεῖνε μαζί μας, καὶ ὅταν ἀκόμη χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν λυποῦμεν μὲ τάς ἁμαρτίας μας τὴν ἀγαθότητά Σου.
    Ὢ Κύριε! «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν», δεικνύων πρὸς ἡμᾶς τὴν ἄπειρον ἀγἀπην Σου καί το ἔλεός Σου. «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν» καὶ εἰς τὴν παροῦσαν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, Σὺ ποὺ ὑπεσχέθης ὅτι θὰ εἶσαι μαζί μας «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Ἀμήν. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).