Ἰωάν. ιβ΄32

Παρασκευή 30  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Τοὐναντίον δέ ἐγώ, ἐάν ὑψωθῶ διά τοῦ σταυροῦ ἀπό τήν γῆν καί ἀναληφθῶ εἰς τούς οὐρανούς, θά ἀποσπάσω ἀπό τήν δουλείαν τοῦ Διαβόλου καί θά ἑλκύσω πρός τόν ἑαυτόν μου ὅλους, ὄχι μόνο τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς Ἕλληνας, ὅσοι θά πιστεύσουν εἰς ἐμέ" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    "Ἀνάστασις ἴσον νίκη ὁλοκληρωτική. Ἀνάστασις ἴσον θρίαμβος αἰώνιος. Ἀλλά κάθε νίκη προῢποθέτει ἀγῶνας, πόλεμον. Ποιοὶ λοιπὸν ἐπολέμησαν; Ποῖος ἐνικήθη καὶ ποῖος ἐθριάμβευσε; Ποίου τὸ βασίλειον διελύθη καὶ ποίου τὸ κράτος ἀνεδείχθη πανίσχυρον καὶ ἀκατάλυτον; Οἱ Χριστιανοὶ τὸ διαλαλοῦν: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοὶς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
    Ἡ πρωτάκουστος καὶ μοναδικὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου μάχη εἶχεν ἀρχίσει μερικὰ χρόνια ἐνωρίτερα, κυρίως ἀπὸ τότε ποὺ εἰς τὴν ἔρημον ὁ διάβολος ἐπετέθη κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς τρεῖς μεγάλους πειρασμούς. Ἐκεῖ ἔγινεν ἡ πρώτη σύγκρουσις. Ἐνίκησεν ὁ Χριστός. Ἐνικήθη ὁ διάβολος. Ἀλλά δὲν ἡσύχασεν. «Ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ» (Λουκ. δ’ 13). Ἀπεμακρύνθη ἐπὶ ἕνα διάστημα καὶ ἐκαραδόκει νὰ εὕρη εὐκαιρίαν νὰ ἐπιτεθῆ καὶ πάλιν.
    Τρία περίπου ἔτη ἐπέρασαν ἀπό τότε. Καὶ μὲ τὸ σατανικὸν μῖσος ἐπηυξημένον, μὲ τὴν διαβολικὴν πανουργίαν εἰς ὅλην αὐτῆς τὴν ἔντασιν παρασκευάζει τὴν τελικήν, τὴν κρίσιμον, τὴν ἀποτελεσματικὴν ἔφοδον. Εὑρίσκει τὸν προδότην. Ἐμπνέει τοὺς ἄρχοντας. Ἐξάπτει τὸν λαόν. Ἀλλ’ Ἐκεῖνος κατὰ τοῦ ὁποίου αἱ σατανικαὶ μεθοδεῖαι στρέφονται, ἀγρυπνεῖ. Τὰ γνωρίζει ὅλα καὶ τὰ προλέγει. «Νῦν κρίσὶς ἐστι τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν. ιβ’ 31). Τώρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ μὲ καταδικάσουν εἰς θάνατον σταυρικόν, θὰ κριθῆ ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ θὰ χωρισθοῦν οἱ πιστοὶ ἀπό τους ἀπίστους.
    Καὶ ἡ μάχη ἐδόθη. Ὅλοι ἐναντίον ἑνός. Δαίμονες καὶ ἄνθρωποι ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ. «Ὁ κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» ἐπέτυχεν εἰς τὸν καταχθόνιον σκοπόν του. Ἐθανάτωσε τὸν Ἰησοῦν. Καὶ μέχρι τῆς ὥρας ποὺ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ «τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰωάν. ιθ’ 30), ἐπανηγύριζεν ὁ Ἅδης, καὶ ὁ «κοσμοκράτωρ» ηὐφραίνετο, καὶ ὁ λαὸς καὶ οἱ ἄρχοντες συνέχαιρον καὶ ἐχειροκρότουν. Ὁ τάφος ἐφιλοξένησε τὸ πανακήρατον σῶμα. Ὁ λίθος ἀπέκλεισε τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Σφραγῖδες καὶ φύλακες ἐγγυῶνται, κατὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐνικήθη.
    Ὁ Ἰησοῦς ἐνικήθη; Μὴ γένοιτο! Ὁ Ἰησοῦς ἐνίκησεν! Ὁ Χριστὸς ἐθριάμβευσε καὶ ἔστησεν αἰώνιον τρόπαιον κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἄς ἡσυχάζη ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς ὅσον χρόνον ὁ τάφος φιλοξενεῖ τὸ ζωοπάροχον σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. «Ἅδης κάτω στενάζει». Διατί; Διότι αὐτὸ ποὺ ὁ «κοσμοκράτωρ» ἐθεώρησεν ὡς νίκην καὶ ὡς θρίαμβόν του ὑπῆρξεν ἡ ἀπροσδόκητος δι’ αὐτὸν συντριπτικὴ ἥττα καὶ καταισχύνη. «Ἔλαβε σῶμα καὶ Θεῷ περιέτυχε. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε». Τὸ «τετέλεσται» ἐκεῖνο δὲν ἦτο ἡ τελευταία λέξις. Ἦτο ἡ ἀναγγελία τῆς νίκης καὶ ἡ διασάλπισις τοῦ θριάμβου. Ἦτο ἡ ἀρχὴ τῆς νέας ζωῆς.
    Τὸ ὅτι ἀπέθανεν ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ δὲν σημαίνει ὅτι ἐνικήθη εἰς τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἠγωνίσθη. Ἦτο ἀνάγκη νὰ ἀποθάνη διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου. «Τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων… οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ». Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πάρη τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ θανατώση  παρὰ τὴν θέλησίν μου. «Ἐγώ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ‘ ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν» (Ἰωάν. ι’ 15-18). Ἐπλήρωσε μὲ τὸν ἑκούσιον θάνατόν Του τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, ἐνῶ Αὐτὸς προσωπικῶς ἦτο ἀναμάρτητος, ἦτο ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων. Ὁ Ἴδιος τὸ εἶχεν εἴπει: «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ’ 30). Δὲν θὰ εὕρη τίποτε τὸ ἰδικόν του, τὸ ὁποῖον νὰ τοῦ δίδη κάποιαν ἐξουσίαν ἤ κάποιον δικαίωμα ἐπ’ ἔμοῦ. Θὰ μὲ θανατώση χωρὶς αἰτίαν,χωρὶς λόγον, ἐντελῶς ἀδίκως. Πῶς λοιπὸν ἦτο δυνατὸν νὰ λάβη κυριαρχίαν ἐπὶ τῆς ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου;
    Καὶ ἀπό της στιγμῆς ἐκείνης ποὺ ἀπέθανεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ Κύριος, ἤρχισεν ἡ πραγματοποίησις τῶν λόγων Του. Ἤρχισεν ἡ ἀξιοποίησις τῆς τεραστίας νίκης. «Ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς,πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιβ’ 32). Αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε μόνος καὶ ἐγκαταλελειμμένος γίνεται τώρα ὁ πανίσχυρος μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει τοὺς καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους καὶ πραγματοποιεῖ θρίαμβον, ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν θὰ ἴδη ἄλλον ὁ κόσμος. Τὰ ἀγγελικὰ τάγματα μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος ἐστερεώθησαν πλέον ἀκλονήτως  εἰς τὴν πρὸς Αὐτὸν ἀφοσίωσιν. «Τὰ ἐν φυλακῇ πνεύματα» (Α΄ Πέτρ. γ’ 19), τάς ψυχάς ποὺ ἦσαν περιωρισμέναι εἰς τὸν Ἅδην, ὅσαι ἐπίστευσαν εἰς τὸν μέχρις Ἅδου καταβάντα Θεάνθρωπον Λυτρωτήν,τάς ἀπηλευθέρωσε «συναναστήσας ἑαυτῷ  ἐνδόξως ὡς Θεός». Καὶ πρὸς κάθε ἐπιδεκτικὴν ψυχὴν πάσης ἐποχῆς, κάθε γενεᾶς ψιθυρίζει μυστικῶς μὲ τοὺς τρόπους ποὺ γνωρίζει Αὐτὸς ἐν τὴ πανσοφίᾳ Του· «ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διὰ τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτίρημα» (Ἱερεμ. λη’ 3). Σὲ εἵλκυσα κοντά μου, διότι σὲ ἀγαπῶ προαιωνίως. Σὲ εἵλκυσα, διὰ νὰ σοῦ μεταδώσω τὴν χάριν, τὴν λύτρωσιν, τὴν δόξαν καὶ τὴν χαρὰν τῆς Ἀναστάσεως, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς σωτηρίας.
    Καὶ κατακτᾶ λοιπὸν εἰρηνικῶς ψυχάς καὶ τάς ἁπαλλάσσει ἀπό τὴν ἐπάρατον καὶ τυραννικὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τάς προσδένει εἰς τὸ ἅρμα τῆς ἀγάπης Του καὶ τάς προσθέτει εἰς τάς μυριάδας τῶν σεσωσμένων, ποὺ ὑμνοῦν καὶ μεγαλύνουν τὸν σταυρωθέντα ὑπὲρ αὐτῶν καὶ ἀναστάντα τρισένδοξον ἀθάνατον καὶ αἰώνιον Λυτρωτήν.
    Χριστιανοὶ ἀδελφοί, τί περιμένετε; Δοξάσατε τὸν Ἀναστάντα, χαρῆτε τὴν μεγάλην νίκην Του. Πανηγυρίσατε τὸν ἀθάνατον θρίαμβόν Του. «Χριστὸς ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. ς’ 9). Μὲ τὴν ἐνδοξον Ἀνάστασίν Του συνήνωσε τὰ πάντα, «τὰ ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἐφεσ. α’ 10). Ἀπό τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ζωὴ αἰώνιος βασιλεύει καὶ κυριαρχεῖ, τῆς ὁποίας ἀρχηγὸς καὶ χορηγὸς καὶ κέντρον καὶ πηγὴ εἶναι ὁ τριήμερος ἐκ νεκρῶν ἀναστάς Σωτὴρ καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων, ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Χριστὸς  ἀνέστη.
 ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).