Παρασκευή 9 Ἀπριλίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Εἰς τό μέρος σέ, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς, ἦτο κάποιος κῆπος, καί μέσα εἰς τόν κῆπον ἦτο μνημεῖον καινούργιον, εἰς τό ὁποῖον δέν εἶχε ἀκόμη ταφῆ κανείς" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Παν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
Τρεῖς κῆποι, τρεῖς σταθμοὶ τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος. Μέσα εἰς κῆπον θεοφύτευτον ἤρχισεν ἡ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητος, εἰς τὸν ὡραιότατον κῆπον τῆς Ἐδέμ,τὸν νοσταλγικὸν Παράδεισον. Καὶ μέσα εἰς ἕνα ἄλλον κῆπον, τὸν κῆπον τῆς Ἀναστάσεως, ἤρχισεν ἡ νέα πνευματικὴ ζωή. Ἀλλά μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν κήπων ἐμε-σολάβησε καὶ κάποιος ἄλλος. Ὁ κῆπος τῆς Γεθσημανῆ. Εἰς τούς τρεῖς αὐτοὺς κήπους ἄς κάμωμεν ἕνα περίπατον τώρα εἰς περίοδον πασχαλινὴν καὶ εἰς ἐποχήν ἀνοίξεως, διὰ νὰ εἰσπνεύσωμεν ἀπὸ τὸν καθένα τὸ ἰδικόν του ἄρωμα, διὰ νὰ ἀποκομίσωμεν τονωτικὰ διὰ τὴν ψυχήν μας διδάγματα.
Καὶ πρῶτον ἄς μεταφερθῶμεν νοερῶς εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. Ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἐπρονόησεν ὥστε νὰ ὑπάρχη εἰς αὐτὸν ὅ,τι ὡραῖον καὶ ἐκλεκτόν, διὰ νὰ εὐχαριστῆ καὶ τὴν ὅρασιν, νὰ εὐφραίνη καὶ τὴν γεῦσιν, νὰ ἱκανοποιῆ δὲ πλήρως τάς ἀνάγκας τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου. Καὶ ὅμως μέσα εἰς τὸ «ὡραιότατον κάλλος» τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου συνετελέσθη ἡ πρώτη ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτία, ἡ παρακοὴ τῶν πρωτοπλά¬στων. Μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς Ἐδὲμ ἐξεφωνήθη ἡ δικαία τοῦ Θεοῦ ἀπόφασις πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν: «Πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου». «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γενέσ. γ’ 16-19). Καὶ ὁ πρῶτος ἐκεῖνος κῆπος ἐχάθη πλέον ἀνεπιστρεπτὶ διὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος. «Ἐξαπέστειλε Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τροφῆς… καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατώκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου» (Γενέσ. γ’ 23-24).
Ὤ, ὁ κῆπος ἐκεῖνος! Ἠμποροῦσε νὰ εἶναι μόνιμος καὶ ἀναφαίρετος, πανευφρόσυνος δὲ καὶ πανευτυχὴς κατοικία τοῦ ἀνθρώπου, ἂν δὲν ἐμεσολάβει ἡ ἁμαρτία. Ἀλλ’ ἀφοῦ ὁ Ἀδὰμ ἡμάρτησεν; Πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπειθῇ εἰς τὸν Θεὸν καὶ συγχρόνως νὰ ἀπολαμβάνη τὴν ἰδιαιτέραν εὐτυχίαν καὶ χαρὰν τοῦ Παραδείσου; Πῶς νὰ συμβιβασθοῦν τὰ ἀσυμβίβαστα; Πῶς νὰ συνυπάρξη ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν εἰρήνην τῆς ψυχῆς, αἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως μὲ τὴν χαρὰν καὶ τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν; Ὁ Παράδεισος ἐκεῖνος ἐχάθη πλέον διὰ παντός. Ἡ δευτέρα δὲ φάσις τοῦ δράματος τῆς ἀνθρωπότητος ἐξεδηλώθη ἔπειτα ἀπὸ χιλιάδας ἐτῶν εἰς τὸν δεύτερον κῆπον. Τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ.
Δεσπόζει καὶ κυριαρχεῖ εἰς τὸν κῆπον αὐτὸν ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ μοναδικὸς καὶ ἐξαίρετος ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Διότι μέσα εἰς τὸν δεύτερον αὐτὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ δοκιμάζεται ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὅπως εἰς τὸν πρῶτον κῆπον ἐδοκιμάσθη ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἀλλά ποὶα σωτήριος ἀντίθεσις! Ἀρνεῖται ὁ πρῶτος Ἀδὰμ νὰ ὑπακούση εἰς τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀκούει τὴν δικαίαν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν παρ’ Αὐτοῦ. Ὑποτάσσεται ὁ νέος Ἀδὰμ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἀπαρνεῖται τὸ ἰδικόν του θέλημα. «Οὐ τί ἐγώ θέλω», λέγει πρὸς τὸν οὐράνιόν Του Πατέρα, «ἀλλ’ εἰ τί σύ… γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. κς’ 42, Μάρκ. ιδ’ 36). Καὶ ἀρχίζει λοιπὸν νὰ ὑφίσταται ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὅλας τάς συνεπείας τῆς παρακοῆς τοῦ πρώτου Ἀδάμ. «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου», εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀδάμ, θὰ περάσης τὴν ζωήν σου. Καὶ ὁ Κύριος βρέχει τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ μὲ τὸν ἱδρῶτα ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος «ὡσεί θρόμβοι αἵματος» (Λουκ. κβ’ 44) ἔσταζεν εἰς τὴν γῆν. Μὲ δάκρυα καὶ λύπας ἤκουσε τότε ὁ Ἀδὰμ ὅτι θὰ ἐπέρνα τὴν ζωήν του. Καὶ ἰδοὺ ὁ Κύριος «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων» (Ἑβρ. ε’ 7) προσεύχεται ἐν ὄψει τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, τὸν ὁποῖον κατέστησεν ἀναγκαῖον ἡ παράβασις τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ὡρίσθησαν ἀπό τὸν Θεὸν ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας διὰ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ, τὰ χύνει ἤδη ὁ Θεάν¬θρωπος δι’ ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος μέσα εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ.
Ὤ, πόσον ἀπατηλή, πόσον πικρά, πόσον ὀλεθρία εἶναι ἡ ἁμαρτία! Προτοῦ τὴν διαπράξης, Σοῦ παρουσιάζεται ὡς παράδεισος ἑλκυστικός, τὸν ὁποῖον ὅμως τὸν χάνεις εὐθὺς ἀμέσως μόλις παρασυρθῆς καὶ τὴν διαπράξης. Καὶ εὑρίσκεσαι τότε, ἀντὶ εἰς παράδεισον τρυφῆς καὶ ἀγαλλιάσεως, ἐν μέσω τριβόλων καὶ ἀκανθῶν, καὶ θρηνεῖς καὶ κλαίεις καὶ πονεῖς καὶ στενάζεις καὶ ὀδύρεσαι. Δὲν βλέπετε τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸν Θεάνθρωπον Κύριον, μέσα εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ πόσον πονεῖ καὶ θλίβεται διὰ τάς ἁμαρτίας μας; Ἂν τὸ ἐσκεπτόμεθα αὐτό, ὅτι δηλαδὴ χάριν ἡμῶν ἐπόνεσεν ὁ Κύριος, ὁ ἅγιος καὶ ἀναμάρτητος, πόσον θὰ ἐμισούσαμεν τὴν ἁμαρτίαν! Πόσον θὰ ἀπεφεύγαμεν κάθε τί ποὺ λυπεῖ τὸν Θεόν! Ἀφοῦ ἄλλως τε ὄχι διὰ τὴν λύπην, ἀλλὰ διὰ τὴν χαράν μᾶς προορίζει. Δὲν τὸ ἀκούετε πῶς τὸ διαλαλεῖ ὁ ἀναστάς Κύριος εἰς τὸν τρίτον κῆπον,τὸν ὁλοφώτεινον καὶ ζωοπάροχον κῆπον τῆς Ἀναστάσεως;
Ὁ κῆπος τῆς Ἀναστάσεως! (Ἰωάν. ιθ’ 41). Ἐκεῖ αἱ Μυρο¬φόροι, εἰς τὸ καινὸν μνημεῖον τοῦ Ἰωσήφ, βλέπουν τοὺς ἀπαστράπτοντας Ἀγγέλους καὶ ἀκούουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ κοσμοχαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως. «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μάρκ. ις’ 6). Ἐκεῖ ἡ Μαγδαληνὴ δέχεται τὴν ἐρώτησιν πρῶτον μὲν τῶν ἀγγέλων, ἔπειτα δὲ αὐτοῦ τοῦ Ἀναστάντος: «Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς;» (Ἰωάν. κ’ 15). Ἐκεῖ εἰς τὸν μυρίπνοον κῆπον ἀκούει ἀπὸ τὸν πολυφίλητον Ραββουνὶ τὸ ὄνομά της: «Μαρία». Ἐκεῖ ὁ ἅγιος χορὸς τῶν ἀφωσιωμένων μαθητριῶν ἀπολαμβάνουν τὴν ὑψίστην καὶ ἀνεκλάλητον χαρὰν νὰ ἀντικρύσουν ὅλαι μαζὶ τὸν ἀναστάντα Κύριον καὶ νὰ δεχθοῦν πρῶται αὐταί ἀπὸ τὸ στόμα Του τὸν ἀναστάσιμον χαιρετισμὸν «χαίρετε» (Ματθ. κη’ 9). Εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἀναστάσεως ἀνέτειλεν ὁλόλαμπρος ἐκ τοῦ τάφου ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Ἐκεῖ ἤρχισεν ἡ νέα πνευματικὴ ζωή.
Καὶ ποῖαι ἀξιόλογοι καὶ θαυμασταὶ ἀναλογίαι ὑπάρχουν! Εἰς τὸν πρῶτον κῆπον τῆς Ἐδὲμ «δειλινόν» ἦτο, ὅταν ἐξεφωνήθη ἡ δικαία ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξεβλήθη τοῦ ἐπιγείου Παραδείσου τὸ ἀνθρώπινον γένος. Καὶ ἐσήμαινε τὸ «δειλινόν» ἐκεῖνο τὴν δύσιν τῆς ἐπιγείου εὐτυχίας διὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ εἰς τὸν δεύτερον κῆπον ἦτο νύξ, ὅταν εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς. Ἦτο ἡ νὺξ τῶν παθημάτων, τοῦ θανάτου, τοῦ τάφου. Ἀλλ’ εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἀναστάσεως εἶναι πρωΐ. Διότι ἡ Ἀνάστασίς τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς νέας ἡμέρας, τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς νέας καταστάσεως. Θριαμβευτικὰ ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός. Μὲ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον».
Δός μας τὴν χάριν Σου, τρισένδοξε νικητὰ τοῦ θανάτου, ἀναστημένε Κύριε, δός μας τὴν χάριν Σου, νὰ περάσωμεν τὴν ἐπίγειον ζωήν μας ὡσὰν μέσα εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἀναστάσεώς Σου, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἰδικῆς Σου παρουσίας, ἐμπνεόμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς λόγους Σου, ἀνακαινιζόμενοι καὶ ἀναγεννώμενοι ὁλονέν καί περισσότερον, ὥστε «καινὴ κτίσις» καὶ νέοι, πνευματικοὶ ἄνθρωποι καθιστάμενοι, νὰ εἴμεθα ἤδη ἀπό τὴν παροῦσαν ζωὴν «υἱοί τῆς ἀναστάσεως», διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς ἐνδόξου καὶ μακαρίας ἀναστάσεως κατὰ τὴν δευτέραν Σου παρουσίαν, ὁπότε νὰ μᾶς παραλάβης εἰς τὴν βασιλείαν Σου, ὑμνητάς τοῦ θείου μεγαλείου Σου καὶ λάτρεις εὐγνώμονας τῆς θεότητός Σου. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).