Ἆσμα Ἀσμάτων δ ‘ 6

Κυριακή 11  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί, πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης καὶ πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Προτοῦ πνεύσῃ ἡ ἑσπερινή αὔρα τῆς ἡμέρας καί φύγουν αἱ σκιαί, θά ὑπάγω μόνος εἰς τό ὄρος τῆς σμύρνης καί εἰς τό βουνό τοῦ Λιβάνου" ( Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ.13ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ"
ΣΧΟΛΙΟ

     «Χίλια περίπου ἔτη πρὸ Χριστοῦ ὁ θεόπνευστος καὶ θεοδόξαστος καὶ ἀντάξιος υἱὸς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ὁ Σολομῶν, εἰς τὸ περίφημον «Ἆσμα» του ἐμφανίζει τὸν οὐράνιον Νυμφίον,τὸν Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν, νὰ συνδιαλέγεται μὲ τὴν νύμφην Ἐκκλησίαν. Ὁ πόθος Του νὰ ἴδη τοὺς ἀπογόνους τῆς προμήτορος Εὔας, «τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας», νὰ γίνωνται «τέκνα ὑπακοῆς» (Α’ Πέτρ. α’ 14) τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄσβεστος. Ἡ ἐπιθυμία Του νὰ μεταβάλη τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἠθικοῦ σκότους εἰς «τέκνα φωτός» (Ἐφεσ. ε’ 8) πνευματικοῦ Τὸν συνέχει. Καὶ προλέγει λοιπὸν εἰς τὴν θείαν Νύμφην τὸ ὀδυνηρὸν πάθημα τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, ἀλλά συγχρόνως προαναγγέλλει καὶ τὴν δόξαν καὶ τὸν θρίαμβον τῆς Ἀναστάσεώς Του, μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ὁποίας θὰ γίνωνται αἱ ἠθικαί αὐταί μεταμορφώσεις. «Πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης καί πρός τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου».
    Βαθιὰ πνευματικὰ νοήματα, ἀδελφέ μου, περικλείονται εἰς τοὺς προφητικοὺς αὐτοὺς λόγους. Ἔλα νά’προσπαθῆσωμεν νὰ τὰ ἄνευρωμεν καὶ διδαχθῶμεν ἐξ αὐτῶν.
    «Πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου». Ὅπως παρατηρεῖ μὲ θεῖον φωτισμὸν καὶ μὲ βαθύτητα σκέψεως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, «ἐπαγαγών τὸ κατὰ τὸ πάθος μυστήριον διὰ τοῦ κατὰ τὴν σμύρναν αἰνίγματος, εἶτα τοῦ λιβάνου μνησθείς δι’ οὗ τὸ θεῖον ἐνδείκνυται… τὴν δόξαν τῆς θεότητος» ἐφανέρωσε. Θὰ ἀποσυρθῶ μόνος μου, λέγει, καὶ θὰ μεταβῶ εἰς τὸ ὄρος τῆς  σμύρνης  καὶ τοῦ  θανάτου  μου.   Θὰ  ἀποθάνω   ὡς ἄνθρωπος  διὰ τὴν  σωτηρίαν τοῦ  ἀνθρωπίνου  γένους, ἀλλὰ δὲν θὰ μείνω εἰς τὸν Ἅδην. Θὰ ἀναστηθῶ καὶ θὰ ἀναβῶ εἰς τὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπου θὰ μὲ ἴδουν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν πολλοὶ ὀπαδοί μου, καὶ κατόπιν εἰς τὸν βουνὸν τῆς ἐνδόξου Ἀναλήψεώς μου. «Πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου». Ἄς μὴ ξεχάνωμεν, ἀδελφέ μου, ὅτι ἕνα ἀπό τὰ πολύτιμα δῶρα τῶν μάγων πρὸς τὸν νεογέννητον τότε «βασιλέα τῶν Ἰουδαίων», τὸν Υἱόν τῆς Παρθένου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἦτο μαζὶ μὲ τὸν χρυσὸν καὶ τὴν σμύρναν καὶ ὁ λίβανος. Ὅπως δὲ μὲ ποιητικὴν χάριν ψάλλουν οἱ ἱεροί της Ἐκκλησίας μας ὑμνωδοί, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἑρμηνείαν τῶν Πατέρων, τὸν μὲν χρυσὸν τὸν προσέφεραν «ὡς βασιλεῖ τῶν αἰώνων», τὴν σμύρναν «ὡς τριημέρῳ νεκρῷ»,τὸν δὲ λίβανον «ὡς Θεῷ τῶν ὅλων». Ἡ προσφορὰ τοῦ λιβανωτοῦ εἶναι ἐκδήλωσις λατρείας, ἡ ὁποία ἁρμόζει μόνον εἰς τὸν παντοδύναμον καὶ προάναρχον Θεὸν τοῦ παντός. Μὲ τὴν προσφορὰν ἐκείνην τῶν δώρων οἱ  Μάγοι  προεκήρυξαν  ὅτι τὸ  βρέφος τῆς Παρθένου Μαρίας ἦτο συγχρόνως καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεὸς παντοδύναμος. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ σώση τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπό τὴν ἁμαρτίαν, ἔπρεπε νὰ ἀποθάνη. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι συγχρόνως καὶ Θεὸς παντοδύναμος, ἐξουσιάζων καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον, θὰ ἀνίστατο ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ θὰ κατέλυε ὁριστικῶς τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Καὶ ἰδοὺ λοιπὸν μετὰ «τὸ ὅρος τῆς σμύρνης» ἐπορεύθη  «πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου». Μετὰ τὸν θάνατον ἡ Ἀνάστασις. Μετὰ τὸ σταυρικὸν πάθος ἡ δόξα τῆς θεότητος. Ὄρη καὶ βουνοὶ συνεκλονίσθησαν καὶ «σεισμὸς ἐγένετο μέγας», ὅταν «ἄγγελος Κυρίου καταβάς ἐξ οὐρανοῦ προσελθών ἀπεκύλησε τὸν λίθον ἀπό τῆς θύρας» τοῦ μνημείου «καί ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ» (Ματθ. κη’ 2).
    Ἰδέτε τώρα τοὺς ἁγίους μαθητάς εὐθὺς μετὰ τὴν Ἀνάστασιν «εἰς τὸ ὄρος οὗ ἔταξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς» (Ματθ. κη’ 16-17) νὰ ἀνακηρύττουν τὴν θεότητά Του, νὰ Τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουν τὸν λιβανωτὸν τῆς λατρείας καὶ τῆς ἀφοσιώσεώς των. Ἀπό Ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον   καὶ   ὡς   ἄνθρωπον   «ἐδόθη  πᾶσα  ἐξουσία  ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», λαμβάνουν τὴν ἐντολήν νὰ πορευθοῦν εἰς τὸν κόσμον ὅλον καὶ νὰ κηρύξουν τὴν πίστιν εἰς τὴν θεότητά Του. Ὕψος μεγαλύτερον ἀπό ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον ἀνέβη μετὰ τὴν ἔνδοξον Ἀνάστασίν Του καὶ τὴν θριαμβευτικὴν εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἀνάληψίν Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν ὑπάρχει. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα», κάθε λογικὴ ὕπαρξις, θὰ Τὸν μεγαλύνη καὶ θὰ Τὸν δοξολογῆ (Φιλιπ. β’ 8-11). Ποῖον βουνὸν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῆ εἰς ὕψος μὲ τὸ ὕψος ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς ἀνῆλθε κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναλήψεώς Του, ὅταν ἀπεχωρίσθη ἤρεμα ἀπό τούς ἁγίους μαθητάς Του «καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν»; Καὶ διὰ ποῖον ἄλλον ἐλέχθη ὅτι θὰ ἐπανέλθη καὶ πάλιν διὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμον καὶ ἀποδώση εἰς ἕκαστον σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του;
     «Πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου». Λάτρεις ταπεινοὶ καὶ ἡμεῖς, Κύριε, τῆς θεότητός Σου, ἀναπέμπομεν μὲ εὐγνωμοσύνην εἰς τὴν Μεγαλωσύνην Σου τὸν λιβανωτὸν τῆς λατρείας μας καὶ τὴν δουλικὴν προσκύνησίν μας. Σύ μᾶς ἐξηγόρασες ἀπὸ τὴν καταδίκην τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν θυσίαν τῆς ζωῆς Σου καὶ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν συνανέστησας καὶ ἡμᾶς ἀπό τὸν θάνατον καὶ τὸν Ἅδην καί μᾶς ἀνύψωσας εἰς τὴν δόξαν τῆς οὐρανίου βασιλείας Σου καὶ μάς ἀνέδειξας τέκνα κατὰ χάριν τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ ἀδελφοὺς ἰδικούς Σου. Ἤμεθα πτωχοὶ καί Σύ μᾶς ἐδώρησες τὸν πλοῦτον τῆς βασιλείας Σου. Ἀντὶ τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας μᾶς ἐχάρισες «τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. ἡ 21). Ἀντὶ τοῦ θανάτου μᾶς εἰσήγαγες εἰς τὴν ζωήν.Ἀπό τῆς νεκρώσεως μᾶς ὡδήγησες εἰς τὴν ἀνάστασιν. Κράτησέ μας ἕως τέλους, Κύριε, πιστοὺς εἰς τὴν ὁδόν τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπακοῆς εἰς Σὲ καὶ τελικῶς ὁδήγησέ μας εἰς τὴν ἀνέσπερον ἡμέραν τῆς οὐρανίου βασιλείας Σου, «υἱοὺς φωτὸς καὶ υἱοὺς ἡμέρας» ἀναδείξας, ὑμνοῦντας καὶ εὐλογοῦντας ἀσιγήτως τὸ πανάγιον καὶ προσκυνητὸν Ὄνομά Σου. Ἀμήν. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).