Τετάρτη 5 Μαῒου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
" Καί πράγματι κατά τήν ὁμολογίαν ὅλων τῶν πιστῶν μέγα εἶναι τό μυστήριον τῆς ἀληθοῦς θρησκείας, πού ἀπεκαλύφθη καί ὠς θησαυρός αἰώνιος παρεδόθη ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δηλαδή, Θεός ἐφανερώθη σαρκωμένος, ἀπεδείχθη ἀληθής Μεσσίας διά τοῦ Πνεύματος, πού ἐνήργει σημεῖα δι’ αὐτοῦ, ἔγινεν ὀρατός εἰς τούς ἀγγέλους, ἐκηρύχθη μεταξύ τῶν ἐθνικῶν, ἐπιστεύθη εἰς τόν κόσμον ὡς Θεάνθρωπος, ἀνελήφθη μέ δόξαν"( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
"Ὅσον ἄδοξος καὶ ἀφανὴς κατὰ κόσμον ὑπῆρξεν ἡ εἴσοδος τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον κατὰ τὴν γέννησίν Του εἰς τὴν Βηθλεέμ, τόσον ἔνδοζος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἦτο ἡ ἔξοδος Αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου καὶ ἡ Ἀνάληψις τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐάν, ὅταν ἐγεννήθη ὡς ἀδύνατον καὶ κλαυθμυρίζον νήπιον εἰς τὸ σπήλαιον, ἀνεκλίθη εἰς τὴν φάτνην τῶν ἀλόγων ζώων, τώρα ἀναλαμβάνεται εἰς τὸν οὐρανόν φερόμενος ἐπάνω εἰς ἔνδοξον νεφέλην. Τοὺς ποιμένας, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι Τὸν εἶδαν καὶ Τὸν προσεκύνησαν ὡς Σωτῆρα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀντικαθιστοῦν εἰς τάς τελευταίας αὐτάς στιγμάς τῆς αἰσθητῆς εἰς τὴν γῆν παρουσίας Του οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι ἔκπληκτοι Τὸν βλέπουν νὰ ἀναλαμβάνεται ἔνδοξος εἰς τὸν οὐρανόν, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολήν νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον «πάσῃ τῇ κτίσει».
Οἱ δὲ Ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι ὡς λειτουργικὰ πνεύματα τόσον προθύμως ὑπηρέτησαν εἰς τὸ μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, δὲν παραλείπουν καὶ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν νὰ διακονήσουν. «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητεε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης», ἀνακράζουν πρὸς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων (Ψαλμ. κγ’ 7). Καὶ ἐνῶ λοιπὸν αἱ οὐράνιαι δυνάμεις σπεύδουν νὰ ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ ὑμνήσουν τὸν ἀναλαμβανόμενον Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, οἱ μαθηταὶ «προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης» (Λουκ. κδ’ 52). Ὡλοκληρώθη μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ἀφοῦ ἐπραγματοποίησε τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας μας, «ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» ( Α΄ Τιμοθ. γ’ 16).
Καὶ εἶναι ἡ Ἀνάληψίς του Κυρίου γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀποδίδει δικαιοσύνην, ἱκανοποίησιν καὶ δόξαν εἰς τὸν ἀδίκως σταυρωθέντα καὶ ἀποθανόντα Κύριον, εἰς Αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἐτήρησε κατὰ πάντα τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὕστερα ἀπό τὴν παραγνώρισίν Του ὑπό τῶν ἀνθρώπων, ἔπειτα ἀπό τὴν ἀγωνίαν τῆς Γεθσημανῆ καὶ τοὺς ἀφορήτους πόνους τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, μετὰ ἀπό τὸν Γολγοθᾶν καὶ τὸν Ἅδην καὶ ἔπειτα ἀπό τὴν χαρμόσυνον καὶ ζωηφόρον Ἀνάστασιν, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου ἀναλαμβάνεται ἐν δόξῃ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθηται εἰς τὰ δεξιά του οὐρανίου Πατρός. Εἰσέρχεται τοιουτοτρόπως διὰ τῆς Ἀναλήψεως εἰς τὸ βασίλειον τῆς δόξης, ὡς Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς «οὐρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων», ὑμνούμενος καὶ δοξαζόμενος καὶ εὐλογούμενος ἀπό τάς στρατιάς τῶν Ἀγγέλων καὶ ἀπό τὰ πνεύματα τῶν δικαίων, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ αἵματος τῆς θυσίας Του ἐπέτυχαν τὴν εἴσοδον εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων.
Πραγματοποιεῖται μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὸ αἴτημα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὴν τελευταίαν νύκτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, προσευχόμενος εἰς τὸν οὐράνιόν Του Πατέρα Τοῦ ἔλεγε: «Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ἧ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοι» (Ἰωάν. ιζ’ 4,5). Ἐάν εἶναι ἀπαίτησις τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης νὰ ἀμείβεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πιστῶς ἐκτελεῖ τὸ καθῆκον του, ἀπείρως περισσότερον ὁ δίκαιος Θεὸς τιμᾶ καὶ δοξάζει καὶ βραβεύει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μένει πιστὸς μέχρι θανάτου εἰς τὸ θέλημά Του. Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος «ἐγένετο ὑπήκοος» εἰς τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς «μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’ 8), ἦτο ἀδύνατον ἡ θεία δικαιοσύνη νὰ μὴ βραβεύση καὶ δοξάση. Ἔρχεται λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου διὰ νὰ ἀποδώση τὴν δικαίαν ἱκανοποίησιν καὶ ἀμοιβήν εἰς τὴν παθοῦσαν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Κυρίου,ἡ ὁποία ἀχωρίστως ἡνωμένη μὲ τὴν θεότητα ἀναλαμβάνεται τώρα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς, τιμωμένη καὶ δοξαζομένη μὲ θείας τιμάς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκπλήσσεται ἀπό τὸ μέγεθος τῆς δόξης τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου καὶ διαβεβαιώνει ὅτι «ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πάν ὄνομα» (Φιλιπ. β’ 9), τὸ ὄνομα «Κύριος». Τοιουτοτρόπως ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, εἰς τὸν ὁποῖον ἔγινεν ἡ μεγίστη ἀδικία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, τώρα μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως ἀπολαμβάνει τὸ πλῆρες δίκαιον καὶ πραγματοποιεῖται ἡ αἴτησις τῆς ἀρχιερατικῆς Του προσευχῆς. Ὁ οὐράνιος Πατὴρ Τὸν δοξάζει καὶ ὡς ἄνθρωπον μὲ τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν προαιωνίως ὡς Θεὸς εἶχεν, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ νὰ κάμπτη πάν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων.
Ἀλλὰ εἰς τὴν ἀρχιερατικήν Του προσευχὴν ὁ Κύριος δὲν ἐζήτησεν ἀπό τὸν οὐράνιον Πατέρα νὰ δοξάση μόνον αὐτὸν προσωπικῶς. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἄπειρον ἀγάπην πρὸς τοὺς ἀνθρώπους κινούμενος ἔγινε καὶ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καὶ καταδέχεται νὰ μᾶς ὀνομάζη καὶ νὰ μᾶς θεωρῆ ἀδελφούς του, δὲν θέλει νὰ ἀπολαμβάνη τὴν αἰωνίαν δόξαν τοῦ Πατρὸς μόνος αὐτός. «Θέλω, ἔλεγε, ἵνα ὅπου εἰμι ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιζ’ 24). Ὤ, πλοῦτος ἀγάπης! Θέλει οἱ πιστοὶ ὀπαδοὶ Του ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἶναι αἰωνίως μαζί Του, διὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν δόξαν καὶ νὰ εἶναι συμμέτοχοι τῆς χαρᾶς καὶ τῆς μακαριότητος εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν Του. Ἐκεῖ ὅπου διὰ τῆς Ἀναλήψεως εἰσῆλθεν Αὐτός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ εἰσέλθουν καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκεται τώρα εἰς τὴν κατάστασιν τῆς αἰωνίου δόξης, δι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζεται διὰ τὴν μέλλουσαν δόξαν πού ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του ὡσὰν νὰ εἶναι ἀπὸ τώρα γεγονὸς τετελεσμένον; «Συνεκάθισεν ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. β’ 6), μᾶς ἐκάθισε μαζί Του εἰς τὰ ἐπουράνια.
Ἀπὸ ἡμᾶς λοιπὸν ἐξαρτᾶται νὰ γίνωμεν συμμέτοχοι τῆς αἰωνίου αὐτῆς τιμῆς καὶ δόξης καὶ τῆς ἀνεκφράστου μακαριότητος, τὴν ὁποίαν ὑπόσχεται καὶ ἐπιφυλάσσει ὁ Κύριος εἰς κάθε ἀγωνιστὴν κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Λαμπρὸν στάδιον δόξης διανοίγεται ἐνώπιόν μας, εἰς τὸ ὁποῖον καλούμεθα καὶ δυνάμεθα ὅλοι νὰ παλαίσωμεν καὶ νὰ ἀναδειχθῶμεν νικηταί. Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας ὑπόσχεται νὰ συμπολεμῆ μαζί μας καὶ νὰ ἐνισχύη τὴν ἀδύνατον θέλησίν μας. Ἀλλὰ ἀκόμη μᾶς ὑπόσχεται δόξας καὶ τιμάς αἰωνίους: «Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μὲτ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγώ ἐνίκησα καὶ ἐκάθισα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ» (Ἀποκ. γ’ 21)." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").