Ἰωάν. ιζ΄1-13

Κυριακή 16 Μαῒου  2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας  Ἰησοῦν Χριστόν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά προάγωνται συνεχῶς διά τῆς ζώσης ἐπικοινωνίας μετά σοῦ καί τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπείρων τελειοτήτων σου εἰς τήν γνῶσιν Σοῦ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖον ἀπέστειλας εἰς τόν κόσμον»
( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    "Στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγινώσκεται ἕνα τμῆμα τῆς «ἀρχιερατικῆς προσευχῆς» τοῦ Κυρίου μας· προσευχῆς τοῦ μεγάλου Ἀρχιερέως τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα του κατὰ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. Τότε λοιπὸν ὁ Κύριος, ἐνῶ ἔβλεπε τοὺς μαθητάς του, κάποια στιγμὴ ὑψώνει τὰ μάτια του στοὺς οὐρανούς. Ὑψώνει τὰ μάτια του πρὸς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς γιὰ νὰ προσευχηθῇ. Καὶ μὲ τὴν θέασι αὐτὴ πρὸς τὸν οὐρανὸ μᾶς δίνει τὸ ὑπόδειγμα τῆς δικῆς μας στάσεως κατὰ τὶς προσευχές μας. Μᾶς διδάσκει νὰ ὑψώνουμε κι ἐμεῖς τὸ βλέμμα μας πρὸς τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ ἀφοσιωνώμαστε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Νὰ ἀτενίζουμε πρὸς τὰ ἄνω ὄχι μόνον μὲ τὰ σωματικά μας μάτια ἀλλὰ κυρίως μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἐπιπλέον ἡ ὕψωσι τῶν ματιῶν μας στὸν οὐρανὸ ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τὴν φυσικὴ προσπάθεια νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν γῆ, ὅπου εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι σὲ διάφορες μέριμνες καὶ πάθη· νὰ μένουμε ἀπερίσπαστοι ἀπὸ κάθε γήινο καὶ πρόσκαιρο στὶς προσευχές μαςκαὶ νὰ ἀφοσιωνώμαστε στὸν Θεό. Ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε τὰ μόνα ἐπίγεια ὄνταποὺ μᾶς ἔπλασε ὁ Θεὸς ἔτσι, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ὑψώνουμε τὰ μάτια μαςπρὸς τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ λεγόμαστε ἄνθρωποι, διότι «ἄνω θρῴσκομεν», μποροῦμε νὰ κοιτάζουμε ψηλά. Κι αὐτὴ ἡ φυσική μας διάπλασι ὡς πρὸς τὴν θέσι τῶν ματιῶν μας μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἐξάρτησί μας, τὸν προορισμό μας, τὸ χρέος μας. Στὸν οὐρανὸ νὰ στρέφεται ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχή μας, ἐκεῖ νὰ κατευθύνουμε τοὺς πόθους μας, ἀπὸ ἐκεῖ νὰ περιμένουμε τὴν ἀπάντησι τοῦ Θεοῦ.
    Μέσα στὴν προσευχή του ὁ Κύριος, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λόγους του, ἀναφέρεται στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Μᾶς ἀποκαλύπτει τί πραγματικὰ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή· ὅτι δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ζωὴ χωρὶς τέλος ἀλλὰ κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Αἰώνιος ζωή, λέγει ὁ Κύριος, εἶναι τὸ νὰ γνωρίζουμε οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὄχι βέβαια μὲ μία θεωρητικὴ προσέγγισι, ὅπως ἀποκτοῦμε γνώσεις γιὰ κάποιο πρόσωπο διαβάζοντας ἕνα βιβλίο. Ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ζωντανὴ καὶ συνειδητὴ ἐπικοινωνία μαζί Του, προσωπικὴ γνωριμία καὶ σχέσι μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ Πατέρα μας.
    Καὶ γιατί λοιπὸν αὐτὴ ἡ προσωπικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή; Διότι ὅσο περισσότερο ποθοῦμε καθημερινὰ καὶ ἀναζητοῦμε νὰ συναντοῦμε τὸν Θεό, τόσο περισσότερο Τὸν γνωρίζουμε, τόσο περισσότερο Τὸν ἀγαποῦμε. Καὶ ὅσο περισσότερο Τὸν ἀγαποῦμε, τόσο περισσότερο ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν ψυχή μας καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται· κι ἐμεῖς ἀνακαλύπτουμε τὶς θεῖες του ὡραιότητες καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του σὲ μᾶς. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ζῇ στὴν καρδιά μας ὡς μόνιμος ἔνοικος, γεμίζει τὴ ζωή μας μὲ αἰώνιο ζωή. Ζοῦμε λοιπὸν ἀπὸ ἐδῶ τὴν αἰώνιο ζωή, ὅταν ζοῦμε τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ ἡ οὐσιαστικὴ ἀπόλαυσι τοῦ Παραδείσου θὰ εἶναι ἡ μέθεξι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα τοῦ προσώπου του, ἡ μετοχή μας στὸ φῶς του. 
     Βέβαια τὸ νὰ ζοῦμε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν αἰώνιο ζωὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσι μόνο τῆς δικῆς μας ἐπιθυμίας καὶ ἀσκήσεως ἀλλὰ κυρίως τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς φωτίζει νὰ γνωρίζουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Κατέρχεται μυστικῶς στὴν ψυχή μας κατὰ τὶς ἱερὲς ὧρες τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης τοῦ θείου λόγου, τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ Μυστηρίων καὶ μᾶς μεταδίδει τὴν Χάρι του, μᾶς μεταγγίζει πληρότητα, αἰωνιότητα. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ τὴν ποθοῦμε, νὰ τὴν λαχταροῦμε, νὰ τὴν περιμένουμε.
    Ὁ Κύριος προσεύχεται στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους του ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Γνωρίζει ὁ Κύριος τοὺς κινδύνους στοὺς ὁποίους θὰ εἶναι ἐκτεθειμένοι, τὶς ἀμέτρητες ἀντιξοότητες ποὺ θὰ ἀντιμετωπίσουν ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου. Ὅμως δὲν ζητεῖ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ ἀπομακρύνῃ τοὺς μαθητάς του τοπικῶς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσῃ τὴν δύναμι νὰ νικήσουν τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Δὲν εὔχεται νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν πολεμικὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη· νὰ μείνουν σταθεροὶ στὸ ἱερὸ ἔργο τους. Γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλεῖ τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ τοὺς δώσῃ δύο ἀκατανίκητα ὅπλα, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης μεταξύ τους.
    Ἔτσι θὰ εἶναι ἀήττητοι καὶ κανένας δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τοὺς νικήσῃ. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης πολέμησαν οἱ δαιμονοκίνητοι αἱρετικοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, προκειμένου νὰ διαλύσουν τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ἀπέναντι σ’ αὐτοὺς στάθηκαν ἀτρόμητοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε σήμερα. Καὶ κατενίκησαν τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τὰ δύο αὐτὰ ὅπλα, τὴν ἑνότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴν τὴν ἑνότητα νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Εἶναι ἡ ἀκατανίκητη δύναμί μας." ( Ἀπό τό περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", τόμος 2007)