Σάββατο 8 Μαῒου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Τίς οὗτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδώμ, ἐρύθημα ἱματίων ἐκ Βοσόρ, οὕτως ὡραῖος ἐν στολῇ βίᾳ μετὰ ἰσχύος; ἐγὼ διαλέγομαι δικαιοσύνην καὶ κρίσιν σωτηρίου"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Ποῖος εἶναι, αὐτός, ὁ ὁποῖος ἦλθεν ἀπό τήν ἐκπροσωποῦσαν τούς ἐχθρούς τῆς νέας Ἱερουσαλήμ Ἰδουμαίαν, ἐκ τῆς πόλεως Βοσόρ μέ κόκκινα ἱμάτια; Ποῖος εἶναι ὁ τόσον πολύ ὡραῖος μέ στολήν πολεμικήν, βαδίζων ἐσπευσμένως καί μέ δύναμιν; Ἐγώ εἶμαι ὁ κηρύττων δικαιοσύνην καί δύναμαι νά ἀποδίδω αὐτήν εἰς τούς ἀδικουμένους καί νά σώζω αὐτούς"( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
"Ὁ εὐαγγελιστὴς Προφήτης, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ ὁλοκλήρους αἰῶνας περιέγραψε μὲ τόσην σαφήνειαν τὸ σταυρικὸν πάθος τοῦ Κυρίου, προεῖδε καὶ προεφήτευσε καὶ τὸν θρίαμβον, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς σταυρικῆς Του θυσίας ἐπρόκειτο νὰ συντελεσθῆ. Βλέπει λοιπὸν ὁ Ἡσαῒας — διότι περὶ αὐτοῦ τοῦ Προφήτου πρόκειται — βλέπει εἰς μίαν προφητικήν του ἔκστασιν νὰ παρουσιάζεται ἕνα μυστηριῶδες πρόσωπον. Τόσον ἡ ἐμφάνισις ὅσον καὶ ἡ ἐνδυμασία του προεκάλεσαν ἀμέριστον τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Προφήτου. Ἔκπληκτος καὶ συγκινημένος ἀναφωνεῖ: «Τὶς οὗτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδώμ; Ἐρύθημα ἱματίων ἐκ Βοσόρ, οὕτως ὡραῖος ἐν στολῇ, βίᾳ μετὰ ἰσχύος;» (Ἡσ. ξγ’ 1). Ποιὸς εἶναι ὁ νικητὴς αὐτὸς πού δὲν ἐγνώρισεν ἧτταν, πού κατενίκησε τοὺς ἐχθρούς του; Ποιὸς εἶναι ὁ ἀκατάβλητος αὐτὸς πολεμιστὴς μὲ τὸ ἐπιβλητικὸν βλέμμα, ὁ ἀκμαῖος, ὁ ἀήττητος, τοῦ ὁποίου τὰ ἐνδύματα εἶναι ἐρυθρά; Ἀλλ’ ἰδού. Ὁ ἔνδοξος καὶ ἐπιφανὴς νικητὴς προθυμοποιεῖται νὰ ἀπάντηση ὁ ἴδιος εἰς τὴν ἀπορίαν τοῦ Προφήτου.
Ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «διαλέγομαι δικαιοσὺνην καὶ κρίσιν σωτηρίου». Εἶμαι ὁ ἀγαπῶν καὶ διδάσκων τὴν δικαιοσύνην, ὁ παρέχων τὸ ἔλεος καὶ τὴν σωτηρίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Μόνος μου ἐπετέλεσα τὸ ἔργον τὸ ὁποῖον ἀνέλαβον. «Ληνόν ἐπάτησα μονώτατος». Δι’ αὐτὸ τὰ ἱμάτιά μου εἶναι ἐρυθρά. Καὶ ἐνίκησα καὶ ἐθριάμβευσα.
«Τὶς οὖτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδώμ;» Ὢ ἀδελφέ μου, δὲν βλέπεις λοιπὸν ἐδῶ εἰς τὸ μυστηριῶδες αὐτὸ πρόσωπον τῆς προφητικῆς ὀπτασίας, εἰς τὸν ἡρωϊκόν αὐτὸν ἀγωνιστήν, δὲν βλέπεις τὸν θεῖον καὶ οὐράνιον Σωτῆρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους; Ἀπό τότε ποὺ ὑπεδουλώθη ἡ ἀνθρωπότης εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἐστέναζε κάτω ἀπό τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου, ἐπόθει λυτρωτήν. Ἐλαχταροῦσε νὰ ἴδη τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας θὰ ἐθραύοντο καὶ ἐλευθέρα ἡ κτίσις θὰ ἀνυμνοῦσε τὸν ἐλευθερωτήν της.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, αὐτὸς ὡς ἀντιπρόσωπος καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐπλήρωσε διὰ τὸ χρέος τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτιῶν. Ἐρωτᾶ ὁ Προφήτης διατὶ εἶναι ἐρυθρὰ τὰ ἱμάτια τοῦ ἐνδόξου τούτου νικητοῦ. Ἀλλά ἡμεῖς σήμερον δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἐρωτήσωμεν. Ἠξεύρομεν ὅτι τὰ ἐνδύματα τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ μας, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἐκοκκίνισαν ἀπό τὸ πανάγιον αἷμα Του, τὸ ὁποῖον ἐχύθη κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τὸ σκληρὸν φραγγέλωμα, εἰς τὸ ὁποῖον Τὸν ὑπέβαλαν οἱ ἀνάλγητοι στρατιῶται τῆς Ρώμης, καὶ ἀπό τὰ τρυπήματα τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου καὶ ἀπό τάς πληγάς τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν Του ἔρρευσεν ἄφθονον τὸ πανάγιον αἷμα καὶ διεπότισεν ὄχι ἁπλῶς τὰ ἐνδύματά Του, ἀλλά καὶ τὴν γῆν.
Ἀλλά τί μὲ αὐτό; Τὴν τρίτην ἀπό της σταυρώσεώς Του ἡμέραν ἔνδοξος νικητὴς τοῦ θανάτου ἐξῆλθεν ἀπό τοῦ τάφου καὶ ἐνεφανίσθη ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Του. Θὰ ἠμποροῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τότε, φοβισμένοι καθὼς ἦσαν, νὰ ἐρωτήσουν ὅπως ὁ Προφήτης: «Τὶς οὗτος ὁ παραγενόμενος;», διὰ νὰ ἀκούσουν ἀπό τὸ στόμα τοῦ Ἀναστάντος: Εἶμαι ὁ Διδάσκαλός σας. Εἶμαι ὁ «Κύριος τῶν δυνάμεων, ὁ κραταιὸς καὶ δυνατός» (Ψαλμ. κγ’ 8), ποὺ ἐξεπόρθησα τὰ σκοτεινὰ τοῦ Ἅδου βασίλεια καὶ τώρα θριαμβευτὴς «ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Ἰωάν. κ’ 17).
Βλέπεις, ἀδελφέ μου, ποῖος πανένδοξος νικητὴς εἶναι ὁ Ἀρχηγός μας; Δὲν ὑπάρχει ἐχθρὸς τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος νὰ μὴ κατενίκησε. Θάνατος, Ἅδης, δαίμονες τρέμουν καὶ ὁλολύζουν ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀκατανίκητον ἐξουσίαν, εἰς τὴν θείαν δύναμιν, εἰς τὴν θείαν προσταγὴν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ ἐὰν οἱ ἐχθροί μας αὐτοὶ ἐκμηδενίζωνται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας, πόσῳ μᾶλλον οἱ ἄλλοι ἐχθροί, εἴτε ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ εἴτε ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας,ἡ ὁποία μᾶς ὠθεῖ πρός τό κακόν; Χριστιανοί, μὴ φοβεῖσθε, ἀνακράζει ὁ θεῖος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Εἰς οἱανδήποτε ἡλικίαν καὶ ἂν εὑρίσκεσθε, πατέρες ἐὰν εἶσθε, παιδιὰ ἐὰν εἶσθε, νεανίσκοι, γέροντες, «ἰσχυροί εστε… καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν» (Α΄ Ἰωάν. β’ 14). Ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ἰδιαιτέρως, ὑπὸ οἱασδήποτε συνθήκας καὶ ἂν εὑρίσκεσθε, ἠμπορεῖτε νὰ ἐπαναλαμβάνετε μὲ πλήρη καὶ ἀπόλυτον τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν πεποίθησιν τῆς τελικῆς νίκης «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντὶ με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13). Ὅπως ὁ Ἀρχηγός μας μόνος του κατετρόπωσε καὶ κατενίκησεν ὅλας τάς σκοτεινάς δυνάμεις, ἔτσι καὶ ἡμεῖς μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν Ἐκείνου θὰ ἀναδεικνυώμεθα νικηταὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ θριαμβευταὶ κατὰ τοῦ κακοῦ.
Πανάγαθε καὶ παντοδύναμε Κύριε, πόσον ἐνισχυόμεθα, ὅταν ἀναλογιζώμεθα ὅτι ἀρχηγόν μας ἔχομεν Σέ, τὸν αἰώνιον Νικητὴν τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πόνου, τοῦ θανάτου! Μή μᾶς ἀφήνης ποτὲ μόνους, ἀλλά ἡ χάρις Σου καὶ ἡ δύναμίς Σου ἅς μᾶς συνοδεύουν καί ἄς μᾶς περιβάλλουν πάντοτε εἰς τοὺς ἀγῶνας καί τάς προσπαθείας μας ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Ναί, Κύριε, μή μᾶς ἀφήνης μόνους, οὔτε κατὰ τὴν ὥραν τοῦ πειρασμοῦ οὔτε κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἠρεμίας, ὅταν ὑπάρχη κίνδυνος νὰ ἐμπιστεῶθωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας. Σύ, ὁ ἔνδοξος νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, νὰ μᾶς παραστέκης πάντοτε, ἀόρατος προστάτης καὶ φρουρός, ἐνισχύων τὴν θέλησίν μας, ὥστε νὰ παραμένη ἄκαμπτος, βοηθῶν ἡμᾶς καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς μας διὰ νὰ ἀνθιστάμεθα κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ νὰ ὑποτασσώμεθα εἰς τὸ ἅγιον θέλημά Σου. Ὅταν δὲ καὶ πάλιν θὰ ἔλθης «περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι» (Ἀποκ. ιθ’ 13), ἐν τῷ τιμίῳ αἱματί Σου, εὐδόκησον νὰ συγκαταριθμήσης καὶ ἡμᾶς μεταξὺ τῶν λυτρωμένων, εἰς τοὺς ὁποίους θὰ χαρίσης κληρονομίαν ἔνδοξον καὶ αἰώνιον, τὴν οὐράνιόν Σου βασιλείαν.Ἀμήν. (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").