Ἐφεσ. δ΄10

Παρασκευή 14 Μαῒου  2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος κατέβη, αὐτός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος καί ἀνέβη ἐπάνω ἀπό ὅλους τούς οὐρανούς, διά νά γεμίσῃ μέ τήν παρουσίαν του καί τάς δωρεάς του τά πάντα"( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

"Ποῖος ἀνέβη; Ποῖος ἄλλος; Ὁ Ἰησοῦς! Καὶ εἰς ποῖον ὕψος ἀνέβη; Εἰς ὕφος τοιοῦτον, ὑψηλότερον τοῦ ὁποίου ἄλλο δὲν ὑπάρχει. Αὐτὸς εἶναι «ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα» (Ἐφεσ. δ’ 10). Ὁ ἀναληφθείς Θεάνθρωπος Κύριος ἀνέβη ἐπάνω ἀπό ὅλους τούς οὐρανούς, διὰ νὰ γεμίση καὶ ὡς Θεάνθρωπος μὲ τὴν παρουσίαν Του καὶ τάς δωρεάς Του τὰ πάντα.
Τί μυστήριον! Ὅταν Ἐκεῖνος ἔκρινεν ὅτι ἐπέστη ὁ καιρὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καί κατέβη» εἰς τὴν γῆν (Ψαλμ. ιζ’ 10). «Ἐαυτὸν ἐκένωσε», λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. β’ 7). Ἐμίκρυνε πρὸς καιρὸν μόνος Του τὴν ἄπειρον δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θεότητός Του καὶ ἔλαβε μορφὴν δούλου, ἔγινεν ὅμοιος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς ταπεινώσεως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξεν ἄφθαστος. Διότι ὄχι μόνον κατῆλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὴν γῆν καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὄχι μόνον ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καὶ «κατῆλθε μέχρις ἅδου ταμείων». Κατέβη καὶ εἰς αὐτὸν τὸν σκοτεινὸν Ἅδην, ὅπου ἐκρατοῦντο φυλακισμέναι καὶ αἰχμαλωτισμέναι αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτὴς ἐξήντλησε τὴν πρὸς τὰ κάτω πορείαν, ἀνέστη ἔνδοξος καὶ λαμπρός, νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου. Καὶ τώρα, τὴν τεσσαρακοστὴν ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεώς Του ἡμέραν, ἀφήνει τὰ ἐπίγεια σκηνώματα καὶ ἀναβαίνει καὶ πάλιν θριαμβευτὴς εἰς τὸν οὐρανόν!
Τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀνακόψη τὴν θριαμβευτικὴν πρὸς τὰ ἄνω πορείαν τοῦ Ἀναληφθέντος. Μὲ ὅσην εὐκολίαν συνέτριψε τάς πύλας τοῦ Ἅδου καὶ κατέλυσε τὸ σκοτεινόν του βασίλειον, μετὰ τῆς αὐτῆς εὐκολίας ἐγκατέλειψε καὶ τὴν γῆν καὶ «ἀνέβη εἰς ὕψος» τρισμέγιστον καὶ «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς» (Ἑβρ. α’ 3). Οἱ οὐρανοὶ πανηγυρίζουν. Οἱ Ἄγγελοι ἀγαλλιοῦν. «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξῃς» (Ψαλμ. κγ’ 7). Τί ὕψος! Τί δόξα! Ποῖον ἀπερίγραπτον μεγαλεῖον τοῦ ἀναληφθέντος Θεανθρώπου! Δὲν εἶναι ὕψος τοπικόν. Διότι τόπος καὶ χῶρος καὶ χρόνος διὰ τὸν Θεὸν δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ἀνύψωσις, εἶναι θέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐν τῷ πρόσώπῳ τοῦ ἀναληφθέντος Θεανθρώπου.
Καὶ πρὸς τὴν τοιαύτην ἀνύψωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσε¬ως εἰς τὰ ἀπρόσιτα κατ’ ἄλλον τρόπον καὶ ἀπροσπέλαστα ἐκεῖνα ὕψη, κάθε ἀνύψωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἰδικά του μονομερῶς ἀνθρώπινα μέσα εἰς τὰ ὅρια τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος εἶναι χωρὶς καμμίαν ἀπολύτως οὐσιαστικὴν σημασίαν.
Καὶ διατὶ ὄχι; Ὅ,τι συγκλονίζει τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψις τῶν τεχνικῶν μέσῳν, ἀλλ’ ὁ σκληρὸς καὶ ἀμείλικτος διχασμὸς τὸν ὁποῖον αἰσθάνεται μέσα του καὶ μὲ τὸ δρᾶμα τοῦ ὁποίου ζῆ ὁ ἀλύτρωτος ἀπό τὴν ἁμαρτίαν ἄνθρωπος. Ἐκεῖνο ποὺ τοῦ προκαλεῖ τὸν πικρότερον πόνον καὶ τὸν κάμνει νὰ κλαίη καὶ νὰ θρηνῆ φανερὰ ἤ κρυφὰ εἶναι ἡ ἀσίγαστος φωνὴ τῆς ἐνόχου συνειδήσεως. Λύτρωσιν ζητεῖ ὁ ἁμαρτωλός. Συγχώρησιν ἱκετεύει ὁ ἔνοχος. Ἀπαλλαγὴν ἀπό τάς τύψεις παρακαλεῖ νὰ εὕρη ὁ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Ζωὴν αἰώνιον λαχταρᾶ νὰ ἀπολαύση ὁ κάθε ἄνθρωπος. Καὶ τὴν λύτρωσιν αὐτὴν ἀπό τὴν ἐνοχήν, τὴν ἐλευθερίαν ἀπό τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας εἰς τὴν ἁμαρτίαν δὲν θὰ τὴν δώση εἰς τὸν ἄνθρωπον οὔτε ἡ ἐπιστήμη μὲ τάς ἀνακαλύψεις καὶ τὰ διαστημόπλοιά της, οὔτε ἡ φιλοσοφία μὲ τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ συστήματά της. Τὴν λύτρωσιν αὐτὴν θὰ μᾶς τὴν δώση μόνος ὁ ἀναληφθείς Ἰησοῦς. Δὲν ἀκούετε τὸν θεῖον Παῦλον πῶς ἐξαγγέλλει τὴν μεγάλην ἀλήθειαν; «Καὶ ὑμᾶς, λέγει, ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις… συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ… καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφεσ. β’ 1, 5-6). Ἕνεκα τῶν παρεκτροπῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν νεκροὶ πνευματικῶς. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος. Ἐνῶ εὐρισκόμεθα εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἠθικῆς αὐτῆς νεκρώσεως, μᾶς ἠγάπησεν ἀγάπην ἄπειρον. Καὶ ἐνῶ λοιπὸν ἤμεθα νεκροὶ πνευματικῶς, μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν ἀναστάντα Σωτῆρα καὶ Λυτρωτήν, μάς ἔδωσε νέαν ζωὴν πνευματικήν. Ὄχι δὲ μόνον αὐτό, ἀλλά καὶ μᾶς ἀνύψωσεν εἰς ὕψος μέγα, τρισμέγιστον. Μᾶς ἔβαλε νὰ καθήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἰς τὰ οὐράνια. Ἔνδοξος ὁ Χριστός, ἔνδοξοι καὶ ἡμεῖς ποὺ πιστεύομεν εἰς Αὐτὸν καὶ ἀναγεννώμεθα μὲ τὴν χάριν τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Του. Αἰώνιος καὶ ἀθάνατος ὁ Χριστός, αἰώνιοι καὶ ἀθάνατοι καὶ ἡμεῖς.
Αὐτὸ σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ἡνωμένος διὰ τῆς πίστεως καὶ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστόν. Ἔκεῖ ποὺ ἀνέβη κατὰ τὴν ἔνδοξον Ἀνάληψίν Του ὁ Θεάνθρωπος, ἐκεῖ θὰ ἀναβῶμεν καὶ ἡμεῖς μίαν ἡμέραν, ὅταν θὰ μᾶς καλέση εἰς τὴν κληρονομίαν τῆς οὐρανίου βασιλείας Του, ἐκεῖ ὅπου «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).
Χριστιανοί, τί περιμένομεν; Ἄς ἀκούσωμεν τὸν θεῖον Παῦλον τί μᾶς λέγει καὶ ἂς τὰ θέσωμεν εἰς ἐφαρμογὴν. «Τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολασ. γ’ 1-2). Πρὸς τὰ ἄνω ἄς στρέψωμεν τὰ ἐνδιαφέροντά μας. Πρὸς τὰ ὕψη ἐκεῖνα τὰ οὐράνια, πρὸς τὰ ὁποῖα θὰ ἀνυψωθῶμεν ἡνωμένοι μὲ τὸν Χριστόν. Ἐάν σκεπτώμεθα τὸ ὕψος αὐτό, δὲν θὰ μᾶς δελεάζουν τὰ γήινα. Δὲν θὰ μᾶς καταβάλλουν τὰ θλιβερά. Δὲν θὰ μᾶς ἐξαπατᾶ ἡ ἁμαρτία. Μὲ τὸν Χριστὸν ὁδηγόν καὶ ἀρχηγόν θὰ ἀναβαίνωμεν συνεχῶς τάς βαθμίδας τῆς ἠθικῆς τελειότητος, ἕως ὅτου ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίση τὰ οὐράνια ἐκεῖνα ὕψη τῆς δόξῃς καὶ τῆς μακαριότητος, εἰς τὰ ὁποῖα διὰ τῆς ἐνδόξου Ἀναλήψεώς Του «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν» (Ἑβρ. στ’ 20) ἀναληφθείς ὁ Χριστός." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").