Α΄ Τιμ.γ’ 16

Πέμπτη 13 Μαῒου  2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί πράγματι κατά τήν ὀμολογίαν ὅλων τῶν πιστῶν μέγα εἶναι τό μυστήριον τῆς ἀληθοῦς θρησκείας, πού ἀπεκαλύφθη καί ὡς θησαυρός αἰώνιος παρεδόθη ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Δηλαδή, Θεός ἐφανερώθη σαρκωμένος, ἀπεδείχθη ἀληθής Μεσσίας διά τοῦ Πνεύματος, πού ἐνήργει σημεῖα δι’ αὐτοῦ, ἔγινεν ὁρατός εἰς τούς ἀγγέλους, ἐκηρύχθη μεταξύ τῶν ἐθνικῶν, ἐπιστεύθη εἰς τόν κόσμον ὡς Θεάνθρωπος, ἀνελήφθη μέ δόξαν" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    "Εἶναι αἱ τελευταῖαι ὧραι κατὰ τάς ὁποίας ὁ θεῖος Λυτρωτὴς εὑρίσκεται μετὰ σαρκὸς ἐπὶ τῆς γῆς συναναστρεφόμενος μὲ τοὺς μαθητάς Του καὶ «λέγων αὐτοῖς τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3). Ἐνῶ δὲ τοὺς δίδει τάς τελευταίας πλέον συμβουλάς, ὑψώνει τάς χεῖρας Του καὶ τοὺς εὐλογεῖ. Τὸ πρόσωπόν Του ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ θεϊκὴν μεγαλοπρέπειαν, καθὼς προσβλέπει τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι ἀρχίζει νὰ ἀνυψοῦται ἀπό τὴν γῆν. Ἔκπληκτοι οἱ μαθηταὶ παρακολουθοῦν. Ἰδοὺ τώρα νεφέλη φωτεινὴ ἐμφανίζεται, ἐπὶ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος, ὡς ἐπὶ οὐρανίου ὀχήματος καθήμενος, ἀναλαμβάνεται εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ μὲ τάς χεῖρας ἐκτεταμένας εἰς θείαν εὐλογίαν, ἡ νεφέλη Τὸν ἔκρυψε πλέον ἀπό τὰ μάτια τῶν μαθητῶν. Ὁ Κύριος «ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησεν εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός Του.
    Οὔτε αἱ διαστάσεις τοῦ χώρου ἰσχύουν διὰ τὸν Ἀναληφθέντα, οὔτε τὰ χρονικὰ μέτρα καὶ ὅρια. Εἰς τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν μετὰ τὸ σταυρικὸν πάθος καὶ τὴν ἐνδοζον Ἀνάστασιν «ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18). Ἐνώπιον τοῦ ἀναληφθέντος Ἰησοῦ «πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθόνιων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται» (Φιλιπ. β’ 10-11). Ὁρατά καὶ ἀόρατα δημιουργήματα, ἄγγελοι ἐπουράνιοι καὶ ἄνθρωποι ἐπίγειοι καὶ δαίμονες καταχθόνιοι, εἶναι τὰ πάντα ὑποτεταγμένα εἰς τὴν ἀπόλυτον κυριαρχίαν καὶ ἐξουσίαν Του. Οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυρωθέντος Λυτρωτοῦ σωθέντες ἄνθρωποι Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ Τὸν λατρεύουν καὶ Τὸν προσκυνοῦν ὡς Θεὸν των καὶ Κύριόν των. Ἀλλά καὶ οἱ ἀμετανόητοι καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ πονηροὶ δαίμονες δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ ξεφύγουν ἀπό τὸ ἀκατάλυτον καὶ αἰώνιον κράτος τῆς θείας παντοδυναμίας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Ἀναληφθέντος. Εἰς ὁλόκληρον τὸ σύμπαν μονάρχης αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος ἕνας καὶ μόνος ὑπάρχει, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ἐκ δεξιῶν τοῦ οὐρανίου Πατρὸς Του καθήμενος ὡς αἰώνιος μεσίτης καὶ πρεσβευτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δοξάζεται καὶ μεγαλύνεται, ἑλκύων πρὸς ἑαυτὸν διὰ τῆς πίστεως καὶ ἀναγεννῶν διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τάς μυριάδας τῶν ἐκλεκτῶν, ὅσοι ἔζησαν καὶ θὰ ζήσουν ἐπὶ γῆς μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
    Πρόσεξε ὅμως, ἀδελφέ μου, εἰς τὸ ἑξῆς: Ὁ ἐν δόξῃ ἀναληφθείς ἀφ’ ἡμῶν εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅταν «ἔκλινεν οὐρανοὺς καί κατέβη» (Ψαλμ. ιζ’ 10) εἰς τὴν γῆν, δὲν κατέβη ἐν δόξῃ, ἀλλά μὲ πλήρη ἀσημότητα καὶ πτωχείαν. Δὲν Τὸν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κατέρχεται καθήμενος ἐπί νεφέλης φωτεινῆς. Ηὐδόκησεν ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς νὰ ἔλθη ἐκ τῶν οὐρανῶν εἰς τὴν γῆν ὡς ὁ πτωχότερος καὶ ἀσημότερος τῶν ἀνθρώπων. Δὲν τὸ ἐνθυμεῖσθε; Μέσα εἰς ἕνα παγερὸν σπήλαιον ἐγεννήθη καὶ εἰς φάτνην ἀλόγων ζώων ἀνεκλίθη ὁ  ἐπί θρόνου δόξῃς τῶν Χερουβεὶμ ἐπαναπαυόμενος». Τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν ἀχαριστίαν συνήντησεν ἀπό τὸ σύνολον σχεδὸν τοῦ λαοῦ, ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔζησε τὰ τριάντα τρία χρόνια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Του ὁ Θεάνθρωπος. Ὕβρεις καὶ βλασφημίας ἤκουσε. Παγεράν ἀδιαφορίαν καὶ ψυχρότητα ἀντιμετώπισεν ἀπό ἄρχοντας καὶ λαόν, ὅταν προσέφερε προνομιακῶς εἰς αὐτοὺς πρώτους τὴν σωτηρίαν. Αἱ τελευταῖαι δὲ ὧραι Του, προτοῦ παραθέση τὸ πνεῦμα Του εἰς χεῖρας τοῦ Πατρός Του, ὑπῆρξαν ὧραι ἀφάτου ὀδύνης καὶ ἀμετρήτου πόνου, ἕως ὅτου εἴπη τὴν θριαμβευτικὴν λέξιν «τετέλεσται». Καὶ τέλος ἕνας τάφος ὑπεδέχθη καὶ περιέκλεισε διὰ τρεῖς ἡμέρας τὸ πανακήρατον σῶμα τοῦ Λυτρωτοῦ. Ὤ, ναί, «ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλά δὲν κατῆλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐν δόξῃ, οὔτε ἔζησεν «ἐν δόξῃ», οὔτε ἀπέθανεν «ἐν δόξῃ», ἀλλ’ ἐν ἀδοξίᾳ καὶ θλίψει πολλῇ.
    Ὢ ἀδελφέ μου, μὴ ἀπορῆς. Τότε κατετίθεντο τὰ θεμέλια ἑνὸς θείου οἰκοδομήματος, τῆς κιβωτοῦ τῆς σωτηρίας μας. Τότε ἐθεμελιοῦτο ἡ ἀνθρωποσώτειρα Ἐκκλησία. Καὶ τὰ θεμέλια ἀπαιτοῦν κόπον καὶ ἱδρῶτα καὶ προσπάθειαν πολλήν. Μὲ τὴν ἔνδοξον ὅμως Ἀνάληψιν στεγάζεται τὸ θεῖον αὐτὸ οἰκοδόμημα, διότι ὄντως ἡ θεία Ἀνάληψις εἶναι τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ὅλου ἔργου τῆς ἐνσάρκου  οἰκονομίας τοῦ Κυρίου. Καὶ εἰς τὸ ἀπαρτισθέν αὐτὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας θὰ ἔλθη νὰ κατοίκηση ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ μεταδίδη εἰς τοὺς πιστοὺς διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τὰ νάματα τῆς θείας χάριτος, νὰ ἀναγεννᾶ διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τρέφη μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου τοὺς πιστούς, νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίας, νὰ ἀναδεικνύη ποιμένας καὶ διδασκάλους τοῦ περιουσίου λαοῦ, νὰ προχέη ἀφθόνως τάς θείας καὶ οὐράνιας δωρεάς τοῦ ἀναληφθέντος ἐν δόξῃ Ἰησοῦ.
    Ἀντιλαμβάνεσαι λοιπὸν τώρα καὶ σύ, ἀδελφέ μου, τὸ σπουδαῖον δίδαγμα πού μᾶς παρέχει ὁ Κύριος μὲ τὴν ἔνδοξον Ἀνάληψίν Του; Ἰδοὺ ποῖον εἶναι τὸ δίδαγμα αὐτό. Τώρα ποὺ καταθέτεις καὶ σὺ καὶ ἐγώ τὰ θεμέλια τῆς αἰωνίου μακαριότητος διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, μὴ περιμένης ἄνεσιν, δόξαν ἐπίγειον, ἐπευφημίας καὶ ἐπαίνους ἀπὸ τοὺς μακράν τοῦ Χριστοῦ ζωντας ἀνθρώπους. Τώρα ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου μας: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» εἰς τὴν οὐράνιον δόξαν καὶ μακαριότητα,τώρα ποὺ εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς γῆς «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Μάρκ. η’ 34). Τώρα εἶναι ἐποχὴ σπορᾶς, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ κόπους. Ἀργότερα θὰ ἔλθη ἡ χαρμόσυνος ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς. Θὰ βαδίσωμεν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν Γολγοθᾶν του ὁ καθείς, διὰ νὰ ἀνυψωθῶμεν καὶ ἡμεῖς «ἐν δόξῃ» εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν .
    Αἰώνιε Λυτρωτὰ καὶ εὐεργέτα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀπό τὸ ὕψος τοῦ θεϊκοῦ Σου θρόνου, ὅπου ἀνυψώθης ἐν δόξῃ μετὰ τὸ ὀδυνηρὸν πάθος τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς θριαμβευτικῆς Ἀναλήψεώς Σου, μὴ παύης, Σὲ ἱκετεύομεν, νὰ ἐκτείνης εἰς εὐλογίαν μας τάς ἀχραάντους Σου χεῖρας. Ὅπως τότε εὐλογῶν τούς ἁγίους μαθητάς Σου ἀνελήφθης εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι καὶ ἡμᾶς προστάτευέ μας καὶ ἀσφάλιζέ μας κατὰ τῶν ποικίλων πειρασμῶν μὲ τὴν πανσθενῆ καὶ ἀκαταγώνιστον προστασίαν καὶ εὐλογίαν Σου. Καὶ ἀφοῦ διαπλεύσωμεν τὸ πέλαγος τῆς ἐπιγείου ζωῆς ἐν ὑποταγῇ εἰς τὸ ἅγιον θέλημά Σου, ἀξίωσέ μας νὰ μᾶς παραλάβης ἐν δόξῃ εἰς τοὺς οὐρανούς, «ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθες» (Ἑβρ. ζ’ 20) καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ οὐρανίου Πατρός Σου καὶ ὡς αἰώνιος Ἀρχιερεύς μεσιτεύων ὑπὲρ ἡμῶν.Ἀμήν." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").