Τρίτη 11 Μαῒου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Ἐκεῖ, εἰς τόν οὐρανόν πρόδρομος χάριν ἠμῶν, διά νά μᾶς ἀνοίξῃ τόν δρόμον καί μᾶς ἑτοιμάσῃ τόπον, ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη Ἀρχιερεύς ὄχι προσωρινός, ἀλλ’ αἰώνιος κατά τήν τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ"( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ
"Ἡμέρα ἐκπληκτικῶν γεγονότων! Ἡμέρα δόξης καὶ θριάμβου! Ὁ Κύριος εὑρίσκεται διὰ τελευταίαν φοράν ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν Του. Τοὺς δίδει τάς τελευταίας συμβουλάς καὶ ὁδηγίας καὶ τοὺς παραγγέλλει νὰ μένουν ὅλοι μαζὶ ἡνωμένοι, διὰ νὰ δεχθοῦν τὸν «ἄλλον Παράκλητον» (Ἰωάν. ιδ’ 16), τὸν ὁποῖον θὰ τοὺς ἀπέστελλε μετ’ ὀλίγας ἡμέρας. Καὶ καθ’ ὅν χρόνον σηκώνει τάς χεῖρας Του καὶ τοὺς εὐλογεῖ, χωρίζεται ἀπό αὐτοὺς καὶ ὑψώνεται πρὸς τοὺς οὐρανούς. Οἱ μαθηταὶ ἔκπληκτοι Τὸν παρατηροῦν. Καὶ ὅσον Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναβαίνη πρὸς τὸν οὐρανόν, τόσον ἡ ἀπορία τῶν καὶ ὁ θαυμασμὸς των αὐξάνουν, ἕως ὅτου «νεφέλη φωτεινή» Τὸν ἀπέκρυψεν ἀπό τους ὀφθαλμοὺς των καὶ μετέφερε τὸν ἀναληφθέντα Θεάνθρωπον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός.
Ὅταν ἐσαρκώθη ὁ ἄσαρκος καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεός, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καί κατέβη» (Ψαλμ. ιζ’ 18). Ἀλλά τώρα ποὺ «ἀνελήφθη ἐν δόξῃ», συμβαίνει τὸ ἀντίθετον. Τώρα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἀνυψώνεται μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀναληφθέντος Θεανθρώπου «συνεδρίᾳ Πατρὸς τετίμηται φύσις ἡμῶν ἡ ἔκπτωτος». Ὁ ἐξορισθείς ἀπό τὸν Παράδεισον ἄνθρωπος, ὁ ἔκπτωτος βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, ἐπανακτᾶ τὰ βασιλικά του δικαιώματα καὶ ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἀρχικήν καὶ εἰς ἀκόμη περισσοτέραν δόξαν καὶ μακαριότητα.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρει δύο περιστατικὰ ἀναλήψεως ἤ μᾶλλον μεταθέσεως εἰς τὸν οὐρανόν ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ γνωρίσουν θάνατον τοῦ Ἐνώχ (Γεν. ε’ 24) καὶ τοῦ προφήτου Ἠλία (Δ’ Βασιλ. β’ 11). Ἡ ἀνάληψις ὅμως αὐτῶν δὲν ἠμπορεῖ κατ’ οὐδένα λόγον νὰ συγκριθῆ πρὸς τὴν ἔνδοξον Ἀνάλψιν τοῦ Κυρίου. Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἄνοδος τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔρχεται ὡς τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ὅλου ἔργου τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας. Εἶναι δηλαδὴ τὸ τέρμα τὸ ἔνδοξον, τὸ θριαμβευτικόν, τὸ μοναδικόν,τὸ ὁποῖον ἔρχεται νὰ στεφανώση μίαν ζωὴν αὐταπαρνήσεως καὶ θυσίας καὶ ταπεινώσεως.
Ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ Κύριος βεβαίως οὐδέποτε ἐχωρίσθη τῶν πατρικῶν κόλπων, οὐδὲ ἔπαυσεν ὡς παντοδύναμος καὶ παντοκράτωρ νὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμον καὶ νὰ δοξάζεται παρὰ τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Τὸ ὅτι ὅμως προσέλαβε καὶ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἔζησεν ἐπί της γῆς ὑπό τάς ταπεινοτέρας συνθήκας καὶ προσέφερε τὴν φρικτὴν ἀλλά σωτήριον θυσίαν, τοῦτο ὑπῆρξε διὰ τὸν Θεάνθρωπον συγκατάβασις καὶ ταπείνωσις ἀπροσμέτρητος καὶ ἀνυπέρβλητος καὶ ἀκατάληπτος ἀπό τὸ ἀνθρώπινον λογικόν. «Ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών… καὶ ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’ 7,8). Ἦτο αὐτὸ ἐκδήλωσις τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πεσόντα ἄνθρωπον,τὸν ὁποῖον ἦλθε νὰ ἀνασύρη ἀπό τὴν ἄβυσσον εἰς τὴν ὁποίαν εἰχεν ὀλισθήσει, καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήση εἰς τὸ ὕψος διὰ τὸ ὁποῖον προωρίσθη ἀπό τὸν Θεὸν καὶ ἀπό τὸ ὁποῖον δυστυχῶς ἐξέπεσε.
Ἡ ἀνθρωπίνη ὅμως φύσις τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία μὲ τόσην αὐταπάρνησιν καὶ προθυμίαν ὑπετάγη εἰς τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ τιμηθῆ καὶ δοξασθῆ. Καὶ ἰδοὺ λοιπόν, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐνδόξου Ἀναλήψεώς Του ὁ Θεάνθρωπος ἀναβαίνει καὶ πάλιν πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις Του τώρα δοξάζεται μὲ δόξαν τοιαύτην, ὁποίαν οὔτε ὁ Ἐνώχ οὔτε ὁ Ἠλίας ἀναληφθέντες εἶχον ἀπολαύσει. Μὲ τὴν μετάθεσιν ἐκείνην εἰς τὸν οὐρανόν, χωρὶς νὰ δοκιμάσουν θάνατον, ἐδίδασκεν ὁ Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος, εἰς τὸν ὁποῖον εἰσέρχονται οἱ ἀποθνήσκοντες καὶ εἰς τὸν ὁποῖον μετεφέρθησαν καὶ οἱ δύο ἀναληφθέντες. Παρεῖχεν ὁ πάνσοφος Δημιουργὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἁπτάς ἀποδείξεις ὅτι τὸ ὑλικόνν σῶμα ἠμπορεῖ νὰ συνυπάρχη μετὰ τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ὑποστῆ τὴν μεταβολὴν ἐκείνην ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητος διὰ νὰ ζῆ τοῦτο ὑπό τάς νέας συνθήκας τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἀκόμη δὲ ἡ ἀνάληψις ἐκείνη τῶν δύο ἐξαιρετικῶν προσωπικοτήτων, τοῦ Ἐνώχ καὶ τοῦ Ἠλία, ἦτο διδασκαλία ὅτι οἱ δίκαιοι δὲν πρόκειται ἁπλῶς νὰ ζοῦν καὶ πέραν τοῦ τάφου, ἀλλ’ ὅτι ἔχουν νὰ ἀπολαύσουν πλουσίαν καὶ γενναιόδωρον ἀνταμοιβήν τῆς πίστεώς των καὶ τῆς ὑπακοῆς των εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὰ γεγονότα ὅμως ἐκεῖνα ἦσαν καθαρῶς προσωπικά, χωρὶς καμμίαν συνέπειαν ἐπί τοῦ συνόλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ Ἀνάληψις ὅμως τοῦ Κυρίου εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Διότι μὲ αὐτήν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς δεικνύει ὁ Θεὸς πόσον ὑψηλὰ ἀναβιβάζεται ὁ πιστὸς ἄνθρωπος, ἡνωμένος μὲ τὸν Κύριον. Ἀπό τὴν ἠθικήν νέκρωσιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρισκόμεθα ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ οὐράνιος Πατήρ μας ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, μάς ἐπανέφερεν εἰς τὴν πνευματικὴν ζωὴν καὶ μάς ἔβαλε νὰ καθήσωμεν μαζί Του εἰς τὰ ἐπουράνια. «Ὄντας ὑμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ… καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφεσ. β’ 5, 6). Μᾶς ὑποδεικνύει λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου τὸ ποῦ πρόκειται καὶ ἡμεῖς νὰ εὑρεθῶμεν μίαν ἡμέραν δηλαδὴ εἰς τὴν δόξαν τοῦ οὐρανοῦ τὴν ἀπερίγραπτον, εἰς τὴν ὁποίαν «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς» (Ἑβρ. στ’ 20) καὶ ὅπου μεσιτεύει ὡς αἰώνιος ἀρχιερεύς ὑπὲρ ἡμῶν. Μὲ τὴν ἐνδοζον Ἀνάληψίν Του ὁ Κύριος, ἀρχηγὸς καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαθιστᾶ τοὺς παραβάτας τοῦ θείου θελήματος εἰς τὴν ἀρχαίαν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη περισσότερον μᾶς ἀναδεικνύει «κληρονόμους Θεοῦ, συγκληρονόμους δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ. η’ 17). Κληρονόμους τῆς δόξης καὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς μακαριότατος τὴν ὁποίαν κατέχει ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ Θεὸς τῆς δόξης, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης καὶ ὅλων τῶν ἀνεκτιμήτων καὶ ἀνέκφραστων θείων δωρεῶν.
Ἀλλ’ ἄς προσέξωμεν. Διὰ νὰ ἀπολαύση ὁ καθένας μας τὴν δόξαν αὐτὴν καὶ τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν μακαριότητα, πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸν Κύριον καὶ νὰ ζῆ συμφώνως μὲ τάς ἐντολάς καὶ τὸ παράδειγμα Ἐκείνου καὶ νὰ ἁγιάζεται μὲ τὴν χάριν Του. Ἐάν αὐτὸ γίνεται τώρα, χωρὶς ἄλλο θὰ ἐπακολουθήση καὶ ἡ αἰωνία δόξα καὶ μακαριότης τοῦ οὐρανοῦ. Αἰωνίως θὰ εἶναι δοξασμένοι μὲ τὸν Χριστὸν ὅσοι καὶ τώρα εἶναι ἡνωμένοι μὲ αὐτὸν καὶ ἀγωνίζονται. Ποὶος θρίαμβος! Ποὶα δόξα!" (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").