Λουκ. κδ’ 51

Δευτέρα 10 Μαῒου  2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί συνέβη ἐνῶ αὐτός τούς ηὐλόγει, ἐχωρίσθη καί ἀπεμακρύνθη ἀπό αὐτούς καί ἐφέρετο πρός τά ἐπάνω, πρός τόν οὐρανόν" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

      "Ἦτο ἡ τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὸ διάστημα τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν οἱ μαθηταὶ Τὸν ἔβλεπον, ὁσάκις Ἐκεῖνος ἐνεφανίζετο εἰς αὐτούς. Ἀλλ’ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀνέλθη εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἡ γῆ δὲν ἦτο πλέον τὸ ἐνδεδειγμένον κατοικητήριον δι’ Αὐτόν. Ὡς συνάναρχος Υἱός καὶ Λόγος τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς βεβαίως οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ὑπάρχη ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός Του. Τώρα ὅμως ἀναβαίνει ἐκεῖ ὡς Θεάνθρωπος, φέρων ἡνωμένην ἀχωρίστως εἰς τὸ διηνεκὲς μετὰ τῆς θεότητός Του καὶ τὴν θεωθεῖσαν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς ἐνσαρκώσεώς  Του προσέλαβε. Τῆς ἐνδόξου δὲ καὶ θεοπρεποῦς Ἀναλήψεώς Του μάρτυρες ἀξιόπιστοι καὶ κήρυκες διαπρύσιοι ὑπῆρξαν οἱ μαθηταί.
 «Ἀνελήφθη ἐν δόξῃ».
       Ἕως τὴν ὥραν ἐκείνην συνωμίλουν, ἤ μᾶλλον Ἐκεῖνος ἔδιδε τάς τελευταίας συμβουλάς καὶ ὑποθήκας εἰς ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἄφηνε συνεχιστάς τοῦ σωτηρίου ἔργου Του. Ἀλλ’  αἴφνης, «βλεπόντων  αὐτῶν  ἐπήρθη,  καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Πράξ. α΄ 9), γράφει εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ ἱερὸς Λουκᾶς. Εἰς δὲ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιόν του πληροφορεῖ ὅτι «ἐπάρας (ὑψώσας) τάς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν» (Λουκ. κδ’ 50-51).
      Ἡ σκηνὴ ἦτο ἐκπληκτική! Ἐνῶ Τὸν ἔβλεπαν, Ἐκεῖνος ἤρχισε νὰ ὑψώνεται ἀπό τὸ ἔδαφος, νὰ ἀποχωρίζεται ἀπό αὐτοὺς καὶ νὰ ἀναβαίνη εἰς τὸν οὐρανόν. Αἱ πανάγιαι χεῖρες τοῦ Θεανθρώπου, αἱ ὁποῖαι εἶχον καρφωθῆ ἐπὶ τοῦ τιμίου σταυροῦ καὶ ἔφερον τὰ σημεῖα τῶν πληγῶν, τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχον ὑψωθῆ εἰς εὐλογίαν. Ηὐλόγει τούς Ἀποστόλους, ηὔλογει τὸν πρῶτον ὅμιλον τῶν πιστῶν καὶ ἀφωσιωμένων ὀπαδῶν Του, ηὐλόγει τὴν Ἐκκλησίαν Του ὁλόκληρον, ηὐλόγει ὅλους ἐκείνους διὰ τοὺς ὁποίους ἀνέπεμψε τὴν ἀρχιερατικὴν προσευχὴν κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ δι’ ἡμᾶς, διὰ τοὺς ὁποίους εἶπε τότε πρὸς τὸν οὐράνιον Πατέρα Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ (παρακαλῶ) μόνον (περὶ τῶν δώδεκα δηλαδὴ Ἀποστόλων), ἀλλά καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Καὶ μὲ τάς πανάχραντους χεῖρας ἐκτεταμένας εἰς συνεχῆ εὐλογίαν ἡ θεία νεφέλη Τὸν ἀπέκρυψε πλέον ἀπό τούς ὀφθαλμοὺς των. Μοναδικὸν καὶ ἀνεπανάληπτον τὸ γεγονός.
        «Ἀνελήφθη ἐν δόξῃ». Ἡ δόξα ὅμως τῆς θριαμβευτικῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεως δὲν ἔγκειται μόνον εἰς τὰ περιστατικὰ ὑπὸ τὰ ὁποῖα συνετελέσθη. Ἐκεῖνο τὸ «καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός» τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεώς μας ὑποδεικνύει εἰς ἡμᾶς δύο πλευράς τῆς ἐνδόξου Ἀναλήψεως μὲ μεγίστας καὶ σπουδαιοτάτας συνεπείας δι’ ἡμᾶς. Ἀφ’ ἐνὸς μέν μᾶς ὑποδεικνύει τὸ ὕψος τῆς δόξης, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνύψωσε τὴν ὑπό της ἁμαρτίας καταφθαρεῖσαν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ἐκ δεξιῶν τοῦ θρόνου τῆς θείας Μεγαλωσύνης βεβαίως ἐκάθησε μόνον ὁ Θεάνθρωπος. Ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐβεβαίωσεν ὅτι ἐκεῖ πλησίον Του θὰ εἶναι καὶ οἱ πιστοὶ ὀπαδοί Του. Προσφέρω, εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς Του, τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν τοῦ σταυροῦ, ἀποθνήσκω χάριν ὑμῶν, «ἵνα ὅπου εἰμι ἐγώ, καί ὑμεῖς ἦτε» (Ἰωάν. ιδ’ 3). Κατὰ τρόπον δὲ ἐξόχως τιμητικὸν καὶ λίαν ἐνθαρρυντικὸν δι’ ἡμᾶς, παρεκάλεσε κατὰ τὴν ἀρχιερατικὴν προσευ¬χὴν τὸν οὐράνιον Πατέρα Του διὰ τῶν ἑξῆς λόγων: «Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμι ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μὲτ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν ἣν δέδωκάς μοι» (Ἰωάν. ιζ’24).
      Ὢ ὕψος δόξης δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς! Ὢ τιμὴ ὑπερβαίνουσα τάς δόξας καὶ τάς τιμάς τῆς γῆς! ‘Εκεῖ ὅπου εὑρίσκεται ὁ τρισένδοξος νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ ἀναστημένος καὶ ἀναληφθείς Ἰησοῦς, ἐκεῖ κοντά Του θὰ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς συμμεριζόμενοι τὴν δόξαν τοῦ πρωτοτόκου ἀδελφοῦ μας, ἀπολαύοντες τοὺς καρποὺς τῆς σταυρικῆς Του θυσίας, ἀποδέκται θείων καὶ οὐρανίων καὶ αἰωνίων καὶ ἀναφαιρέτων δωρεῶν.
      Ἀλλά τὸ «καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός» ἔχει καὶ ἄλλην πολύτιμον συνέπειαν δι’ ἡμᾶς, ἐφ’ ὅσον εὐρισκόμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἡμεῖς δὲν ἀνεκηρύχθημεν ἀκόμη νικηταί. Ἀγωνισταί εἴμεθα κατὰ τῆς πολυκεφάλου ἁμαρτίας καὶ τοῦ παντοειδοῦς κακοῦ. Τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ πολὺ συχνά μᾶς πληγώνουν καὶ ἔχομεν ἀνάγκην θεραπείας. Αἰσθανόμεθα πολλάκις τάς δυνάμεις μας, σωματικάς καὶ πνευματικάς, νὰ μᾶς ἐγκαταλείπουν, καὶ ἀναζητοῦμεν βοήθειαν. Αἱ ἕφοδοι τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μας, ἡ συρροὴ ποικίλων θλιβερῶν περιστατικῶν, αἱ παντοειδεῖς θλίψεις, ὁ φόβος τοῦ θανάτου γεμίζουν τὴν ψυχήν μας ἀπό δειλίαν, ἀπὸ ὀλιγοπιστίαν, ἀπὸ ἀπογοήτευσιν. Ὡσὰν ἄλλοι Πέτροι κινδυνεύομεν νὰ καταποντισθῶμεν εἰς τὸ πέλαγος τῆς ἀπογνώσεως. Ποῖος θὰ μᾶς σώση εἰς τάς κρίσιμους αὐτάς στιγμάς; Ποῖος θὰ ἐκτείνη τὸ παντοδύναμον χέρι του νὰ μᾶς συγκρατήση; Ποῖος θὰ μᾶς ἐμψυχώση εἰς τάς ὥρας τῆς λύπης καὶ τῆς ἀθυμίας; Ποιὸς ἄλλος ἀπό τὸν ἀναληφθέντα ἐν δόξῃ καὶ ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς θείας Μεγαλοσύνης καθήμενον Ἰησοῦν; Ἔκεῖ ποὺ κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός Του δὲν ἀδρανεῖ. Μὲ βλέμμα ἄγρυπνον καὶ στοργικόν μᾶς παρακολουθεῖ καὶ συνεχίζει τὸ σωτήριον ὑπὲρ ἡμῶν ἔργον Του ὡς αἰώνιος ἡμῶν Ἀρχιερεύς «πάντοτε ζῶν εἰς τό ἐντυγχάνειν ὑπὲρ ἡμῶν» (Ἑβρ. ζ’ 25). Ἐάν τὸ ἔργον Του, ὅταν εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς γῆς, ἦτο ἔργον θαυμαστῶν ἐπεμβάσεων καὶ παροχῆς χαρίτων, τὸ ἔργον τῆς αἰωνίου μεσιτείας, τὸ ὁποῖον τώρα ἐπιτελεῖ ἀδιακόπως ὑπὲρ ἡμῶν, εἶναι ἐξίσου δραστικὸν καὶ ἀποτελεσματικόν. Μὲ πόσην ἱκανοποίησιν τὸ γράφει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον καὶ αὐτὸς ἵλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν»(Α΄ Ἰωάν. β’ 1-2).
    Τοῦτο μόνον ἄς προσέχωμεν ἡμεῖς: Μὴ τυχὸν καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ κόσμου μας κάμη νὰ ἀποσύρωμεν τὰ βλέμματά μας ἀπό τὸν εἰς οὐρανόν ἀναληφθέντα Ἰησοῦν. Ἐκεῖνος μόνος εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἐκεῖνος ἡ αἰωνία ζωή μας. Λοιπόν, «ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». «Τὰ ἄνω φρονεῖτε», παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος, «μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολασ. γ’1-2)." (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").