Ἰωάν. ιστ΄7

Τετάρτη 12 Μαῒου  2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ἀλλ’ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἀλλ’ ὁσονδήποτε καί ἄν λυπῆσθε, βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγώ σᾶς λέγω τήν ἀλήθεια· Σᾶς συμφέρει ἐγώ νά φύγω. Δι΄’ότι, ἐάν δέν ἀποθάνω ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί δέν φύγω, ὀ Παράκλητος δέν θά ἔλθῃ εἰς σᾶς. Ἐάν ὅμως προσφέρω ἐπί τοῦ σταυροῦ τήν ἐξιλαστήριον θυσίαν μου καί φύγω ἀπό τόν κόσμον αὐτόν διά νά ὐπάγω πρός τόν Πατέρα μου, θά σᾶς τόν στείλω"( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα" , ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

ΠΗΓΗ ΔΩΡΕΩΝ

    "Ὅσον καὶ ἂν ἡ αἰσθητὴ ἀπουσία τοῦ Κυρίου ἐκ μέσου τῶν μαθητῶν θὰ ἦτο δι’ αὐτοὺς γεγονὸς δυσάρεστον καὶ θλιβερόν, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως ὁ χωρισμὸς αὐτὸς ἔμελλε νὰ γίνη πηγὴ ὑψίστων δωρεῶν καὶ εὐλογιῶν.
    Ἤδη ὁ Κύριος προπαρασκευάζων τοὺς μαθητάς ὑπεδείκνυε συγχρόνως εἰς αὐτοὺς τὴν ὠφέλειαν ἡ ὁποία εἰς τὸν φαινομενικὸν χωρισμὸν ὑπῆρχε.
    «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω», ἔλεγεν ὀλίγας ὥρας προτοῦ συλληφθῆ, ἐννοῶν τὸν σωματικὸν χωρισμόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπήρχετο προσωρινῶς μὲν διὰ τοῦ θανάτου, ὁριστικῶς δὲ διὰ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του. Ἄμεσος δὲ συνέπεια ζωτικωτάτης σημασίας, διὰ τῆς ὁποίας συνέφερε τοὺς μαθητάς νὰ ἀναληφθῆ ὁ Κύριος, ἦτο ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἐάν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ις’ 7). Δὲν ἦσαν βέβαια τότε ἀκόμη εἰς θέσιν οἱ μαθηταὶ νὰ ἐννοήσουν τὴν ἔννοιαν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Κυρίου. Οὔτε ἦσαν εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσουν ποὶαν σημασίαν θὰ εἶχε διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸ μέλλον ἐν γένει τῆς ἀνθρωπότητος ἡ ἔλευσις τοῦ Παρακλήτου. Συνέβαινε δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κάτι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει καὶ μὲ ἡμᾶς. Συνηθι¬σμένοι εἰς ἕνα τρόπον ζωῆς ὡρισμένον, λυπούμεθα καὶ ἀδημονοῦμεν, ὅταν αἱ συνθῆκαι τῆς ζωῆς μας μεταβληθοῦν. Καὶ πρέπει νὰ παρέλθη πολὺς ἤ ὀλίγος χρόνος, ἀναλόγως τῆς ψυχικῆς μας καταστάσεως καὶ διαθέσεως, διὰ νὰ ἀντιληφθῶμεν τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ συμβῆ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ὠφέλειαν ἡ ὁποία ἐκρύπτετο εἰς αὐτά. Οὕτω καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον λάβει ἀκόμη τὴν φωτιστικὴν χάριν τοῦ Παρακλήτου, δὲν ἦσαν εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσουν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω». Διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀποσταλέν ὑπό τοῦ ἀναληφθέντος Κυρίου καὶ παραμένον μονίμως καὶ αἰωνίως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ διήνοιγε τὸν νοῦν των εἰς τὸ νὰ κατανοήσουν τάς ἀληθείας τάς ὁποίας ὁ Κύριος τούς εἶχε διδάξει καὶ τάς ὁποίας αὐτοὶ δὲν ἦσαν τότε ἀκόμη εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσουν. Πόσες φορὲς ὁ Κύριος δὲν παρετήρησεν αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ὠνόμασεν ἀσυνέτους, διότι δὲν ἐννοοῦσαν ὅσα τοὺς ἔλεγεν! «Ἀκμήν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστε;… οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμὲνην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε;» (Ματθ. ιε’ 16, Μάρκ. η’ 17- 18). Τώρα ὅμως, ὁπότε θὰ ἔστελλεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον, θὰ διηνοίγοντο οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς των, καὶ αἱ μυστηριώδεις διδασκαλίαι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τάς ὁποίας τοὺς ἐδίδαξε θὰ ἀπεκαλύπτοντο ἐνώπιόν των, ὥστε νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ πάνσοφοι καὶ ἀλάθητοι διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου.
    Δι’ αὐτὸ τοὺς βλέπομεν ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατῆλθε κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ συνδυάζουν τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν καὶ νὰ πείθουν τὰ πλήθη ὅτι ὄντως αἱ προφητεῖαι ἐξεπληρώθησαν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ νὰ καλοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν πίστιν πρὸς τὸν Σωτῆρα.
    Καὶ δὲν εἶναι μόνον τὸ προφορικὸν κήρυγμα, τὸ ὁποῖον εἰς τάς ἡμέρας ἐκείνας οἱ Ἀπόστολοι ἔκαμαν. Εἶναι καὶ τὰ θεόπνευστα συγγράμματά των, τὰ Εὐαγγέλια καὶ αἱ Ἐπιστολαί, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ τῶν πρώην ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας, εἰς τὰ ὁποῖα ἐγκύπτουν μὲ σεβασμὸν ἀπέραντον δισεκατομμύρρια ἀνθρώπων καὶ αἱ μεγαλύτεραι διάνοιαι τοῦ κόσμου, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἀρνηταί δὲν ἠμποροῦν «ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν» (Ματθ. ε’ 18) νὰ ἀφαιρέσουν — παρὰ τὴν ἀμείλικτον πολεμικὴν ποὺ ἤσκησαν ἐπί εἴκοσι τώρα αἰῶνας μὲ τὴν πλέον δυσμενῆ προκατάληψιν — τὰ Εὐαγγέλια, τὰ ὁποῖα ὡς κώδικα ἀλάθητόν της ἀληθείας κατέχει ἡ Ἐκκλησία, ὅσον οἱ χρόνοι παρέρχονται καὶ ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων αὐξάνει, ἐπί τοσοῦτον οἱ ἄνθρωποι τὰ ἐννοοῦν πληρέστερον καὶ φωτίζονται περισσότερον ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας των. Καὶ τοῦτο, διότι δὲν εἶναι ἔργα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, ἀλλὰ «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι» τὰ ἔγραψαν «ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β’ Πέτρ. α΄ 21).
    Καὶ αὐτὰ εἶναι μόνον μία πλευρὰ τοῦ συμφέροντος ἀπό τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως. Διότι ὁ Κύριος μὲ τὴν Ἀνάληψὶν Του ὡλοκλήρωσε τὸ ἔργον τῆς ἐνσάρκου  οἰκονομίας καὶ ἀνύψωσε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μέχρι τοῦ θρόνου τῆς Θεότητος, διὰ νὰ πραγματοποιηθῆ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ θέωσις, τὴν ὁποίαν ὁ πρωτόπλαστος ἔνομισε ὅτι θὰ ἐπετύγχανε μὲ τὴν παρακοήν. Ἀκόμη δὲ ὁ Κύριος, ὡς ἀρχιερεὺς αἰώνιος καθήμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ οὐρανίου Πατρός, μεσιτεύει συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως ὑπὲρ ἐνὸς ἑκάστου καὶ ὑπὲρ ὅλων μαζὶ τῶν πιστῶν καὶ εἶναι ὁ οὐράνιος πρεσβευτὴς καὶ μεσίτης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πρὸς τὸν Θεόν.
    Ἀλλ’ ὅ,τι καὶ ἂν εἴπωμεν, μόνον μίαν ἀμυδράν ἰδέαν ἠμποροῦμεν νὰ σχηματίσωμεν — ὅσον ἐπιτρέπουν αἱ ἀσθενεῖς διανοητικαί μας δυνάμεις — περὶ τοῦ ἀνυπολογίστου συμφέροντος τὸ ὁποῖον περικλείει δι’ ἡμᾶς ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ ἀναληφθῆ. Ἔπρεπε νὰ στερηθοῦν οἱ μαθηταὶ τὴν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον παρουσίαν Του, διὰ νὰ ἀπολαύσουν καὶ ἐκεῖνοι καὶ ἡμεῖς καὶ ἡ ὅλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος τὴν μεγάλην δωρεὰν τῆς ἐλεύσεως καὶ τῆς μεθ’ ἡμῶν διαμονῆς τοῦ Παρακλήτου. Οἱ τρόποι καὶ αἱ μέθοδοι τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειροι καὶ ἀνεξιχνίαστοι. Ἄς τάς ἀποδεχώμεθα μὲ εὐγνωμοσύνην καὶ ἂς ὑποτασσώμεθα προθύμως, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αἱ ἔνεργειαι αὐταί ἀποβλέπουν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸ πνευματικόν μας συμφέρον, ὅπως ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε γεγονὸς συμφέρον δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν."(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου "Χριστός ἀναστάς", ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ").