Κυριακή 9 Μαῒου 2010
Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 96 (Β)
Ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, σχετικὰ μὲ τὸ Σάββατο
Καὶ τί θὰ ποῦν γιὰ τὸν Δανιήλ; Δὲν πέρασε τρεῖς ἑβδομάδες χωρὶς φαγητό; Καὶ τί κάνει ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Ἂν συμβεῖ ἕνα ἀγόρι νὰ ὀγδοήσει τὸ Σάββατο, δὲν τοῦ κάνει περιτομή; Καὶ πάλι, δὲν τηροῦν τὴ μεγάλη νηστεία, πού τὴν θέσπισε ὁ νόμος, καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἂν τυχὸν συμπέσει; Ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευΐτες δὲν καταργοῦν τὸ Σάββατο μὲ τὴν ὑπηρεσία στὴ Σκηνή, καὶ κανένας δὲν τοὺς κατηγορεῖ; Ἀκόμη καὶ τὸ ζῶο, ἂν τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πέσει στὸ βόθρο, αὐτὸς ποὺ τὸ ἀνασύρει εἶναι ἀθῶος, ἐνῶ αὐτὸς ποῦ τὸ παραμελεῖ εἶναι ἔνοχος; Τί ἔκανε ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ; Δὲν περιέφερε τὴν Κιβωτὸ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοὺς ἑπτὰ ἡμέρες, μέσα στὶς ὁποῖες ἦταν ὁπωσδήποτε καὶ τὸ Σάββατο; Ὅπως εἶπα, λοιπόν, ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου καθιερώθηκε γι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι νήπιοι πνευματικὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν περισσότερο ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ τὸ γράμμα (τοῦ νόμου)· ἔγινε γιὰ ν’ ἀναπαύονται καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεό, νὰ τοῦ ἀφεριώνουν λίγο καιρό, καὶ νὰ ξεκουράζονται καὶ ὁ δοῦλος καὶ τὸ μεταφορικὸ ζῶο. «Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, ὁ Θεὸς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν μονογενῆ του Υἱό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, γιὰ νὰ λυτρώσει τοὺς ὑποκείμενους στὸ νόμο, καὶ ἔτσι ὅλοι νὰ γίνουμε παιδιά του». Καὶ ὅσοι τὸν δεχθήκαμε, μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα, ἐφόσον πιστεύουμε σ’ αὐτόν, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, δὲν εἴμαστε πλέον δοῦλοι ἀλλὰ υἱοί· δὲν εἴμαστε στὴν ἐξουσία τοῦ νόμου, ἀλλὰ τῆς χάριτος. Δὲν ὑπηρετοῦμε τὸν Κύριο, κατὰ ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας, ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἐμπιστευόμαστε ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ πάντοτε σταματᾶμε τὸ δοῦλο, ἐννοῶ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, νὰ διαπράττει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν κάνουμε νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεό. Ὑψώνουμε συνεχῶς ὅλη μας τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ὁπλίζουμε τὸ θυμό μας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του Θεοῦ. Παρόμοια καὶ τὸ ὑποζύγιό μας, τὸ σῶμα δηλαδή, τὸ ἐλευθερώνουμε ἀπὸ τὸ δουλικὸ φορτίο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ παρακινοῦμε νὰ ἐκτελεῖ μὲ προθυμία τὶς θεῖες ἐντολές.