Παρασκευή 7 Μαῒου 2010
Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 95
Σχετικὰ μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας
Τὸ θεῖο εἶναι ἀγαθὸ καὶ ὑπεράγαθο, καὶ τὸ θέλημά του ἐπίσης· διότι ἀγαθὸ εἶναι ὅποιο θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἐντολὴ ποὺ τὸ διδάσκει ἀποτελεῖ νόμο, ὥστε, τηρώντας τὸ θέλημά του, μένουμε μέσα στὸ φῶς. Καὶ ἡ παράβαση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς εἶναι ἁμαρτία. Αὐτὴ (ἡ ἁμαρτία) συνίσταται ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Διαβόλου καὶ ἀπὸ τὴ δική μας ἀβίαστη καὶ θεληματικὴ ἀποδοχή· καὶ αὐτὴ μάλιστα ὀνομάζεται νόμος. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, κυριαρχώντας πάνω στὸ νοῦ μας, τὸν ἑλκύει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ παροτρύνει τὴ συνείδησή μας. Καὶ ἡ συνείδησή μας μάλιστα λέγεται νόμος τοῦ νοῦ μας. Καὶ ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ πάλι, δηλαδὴ ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, κυριαρχεῖ πάνω στὰ μέλη τῆς σάρκας μας καὶ μέσω αὐτῆς μας ἐπιτίθεται. Διότι, ἂν παραβοῦμε μία φορᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ συγκατατεθοῦμε στὴν ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ, ἀνοίξαμε τὸ δρόμο στὴν ἁμαρτία καί της πουλήσαμε δοῦλο τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτό, τὸ σῶμα μας μὲ προθυμία ὁδηγεῖται πρὸς αὐτήν. Ἀκόμη ἡ μυρουδιὰ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ποῦ ὑπάρχει στὸ σῶμα μας, δηλαδὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἡδονὴ τοῦ σώματος, ὀνομάζεται νόμος ποὺ ὑπάρχει στὰ μέλη τῆς σάρκας μας. Ὁ νόμος, λοιπόν, τοῦ νοῦ, δηλαδὴ ἡ συνείδηση, εὐχαριστεῖται μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐντολή, καὶ αὐτὴν θέλει. Ὁ νόμος ὅμως τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἡ ἐπίθεση (τοῦ διαβόλου), μὲ τὸ νόμο ποὺ κυριαρχεῖ στὰ μέλη (τοῦ σώματος), δηλαδὴ μὲ τὴν ἐπιθυμία, τὴ ροπὴ καὶ τὴ κίνησή του τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, πολεμᾶ τὸ νόμο τοῦ νοῦ μου –ἐννοῶ τὴ συνείδηση– καὶ μὲ αἰχμαλωτίζει· καὶ ἐνῶ θέλω καὶ ἀγαπῶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλω τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξέταση, μὲ τὴ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶπα, μὲ ἀποπλανᾶ καὶ μὲ πείθει νὰ διαπράξω τὴν ἁμαρτία. «Ὁ Θεός, ὅμως, τὴν ἀδυναμία τοῦ νόμου, ἐπειδὴ ὁ νόμος ἐξαιτίας τῆς σάρκας ἦταν ἀσθενής, ἀποστέλλοντας τὸν Υἱό του σὲ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας –πῆρε δηλαδὴ τὴ σάρκα, ὄχι ὅμως τὴν ἁμαρτία– καταδίκασε τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ δίκαιη ἀπαίτηση τοῦ νόμου σ’ αὐτοὺς ποῦ δὲν βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὴ σάρκα ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ Πνεῦμα. Διότι τὸ Πνεῦμα μας βοηθάει στὴν ἀδυναμία μας» καὶ δίνει τὴ δύναμη στὸ νόμο τοῦ νοῦ μας νὰ στραφεῖ ἐναντίον τοῦ νόμου τῶν μελῶν τῆς σάρκας μας. Διότι τὸ χωρίο «δὲν ξέρουμε τί νὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως πρέπει, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα μεσιτεύει γιὰ χάρη μας μὲ στεναγμοὺς ἀλάλητους», μᾶς διδάσκει, τί θὰ προσευχηθοῦμε. Ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκτελέσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, παρὰ μόνον μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή.