ΚΕΦΑΛΑΙΟ 97(Β)

Τετάρτη 12 Μαῒου 2010

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 97 (Β)
Γιὰ τὴν Παρθενία

Ὅταν ὁ Νῶε πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ εἰσέλθει στὴν κιβωτὸ καὶ ἀνέλαβε νὰ σώσει  τὴ φύτρα τῶν ἀνθρώπων, προστάχθηκε τὰ ἑξῆς: «Μπὲς μέσα (στὴν κιβωτό)  ἐσύ, οἱ γιοί σου, ἡ γυναίκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν γιῶν σου».  (Ὁ Θεός) τοὺς ξεχώρισε ἀπὸ τὶς γυναῖκες, γιὰ νὰ γλυτώσουν μὲ τὴν ἁγνότητα  τὴ φουρτούνα καὶ τὸ παγκόσμιο ἐκεῖνο ναυάγιο. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν παύση  τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ εἶπε (ὁ Θεός): «Βγὲς ἔξω (ἀπὸ τὴν κιβωτό)  ἐσύ, οἱ γιοί σου, ἡ γυναίκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν γιῶν σου».  Καὶ νά, πάλι ἐπιτρέπει τὸ γάμο γιὰ τὸν πολλαπλασιασμό.  Ἔπειτα ὁ Ἠλίας, ὁ πυρφόρος καὶ οὐρανοδρόμος ἁρματηλάτης,  δὲν προτίμησε τὴν ἀγαμία καὶ δὲν ἀπόκτησε τὴν καλὴ μαρτυρία μὲ τὴν  ὑπεράνθρωπη ἀρετή του; Ποιὸς ἔκλεισε τοὺς οὐρανούς; Ποιὸς ἀνέστησε  νεκρούς; Ποιὸς διαίρεσε τὸν Ἰορδάνη; Δὲν ἦταν ὁ παρθένος Ἠλίας; Ἀλλὰ καὶ  ὁ μαθητὴς τοῦ Ἐλισσαῖος δὲν ἐπέδειξε τὴν ἴδια ἀρετὴ καί, ὅταν τὸ ζήτησε,  δὲν πῆρε ὡς κληρονομιὰ διπλάσια (ἀπὸ τὸν Ἠλία) τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος;
Καὶ τί ἔγινε μὲ τοὺς τρεῖς παῖδες; Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς παρθενίας δὲν φάνηκαν  πιὸ ἀνθεκτικοὶ ἀπὸ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ τὰ παρθενικὰ τοὺς σώματα ἔγιναν  ἄκαυστα; Δὲν ἦταν πάλι ὁ Δανιήλ, ποὺ ἡ παρθενία τοῦ σώματος ἐμπόδισε  τὰ δόντια τῶν θηρίων νὰ νὰ μπηχθοῦν σ’ αὐτό; Δὲν ἦταν ὁ Θεός, ποὺ γιὰ νὰ  ἐμφανισθεῖ στοὺς Ἰσραηλίτες ἀπαιτοῦσε νὰ ἀγνίσουν τὸ σῶμα τους;  Δὲν ἦταν οἱ ἱερεῖς ποὺ καθάριζαν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὰ ἄδυτα  (τοῦ Ναοῦ) καὶ νὰ προσφέρουν τὶς θυσίες; Δὲν ἦταν ὁ νόμος ποὺ διακήρυξε  τὴν ἁγνότητα ὡς μεγάλη εὐλογία;  Πρέπει, λοιπόν, τὴν ἐντολὴ τοῦ νόμου νὰ τὴ θεωροῦμε μὲ πνευματικὸ νόημα.  Ὑπάρχει, δηλαδή, πνευματικὸ σπέρμα ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φόβο Θεοῦ  συλλαμβάνεται μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς ψυχῆς, καὶ ἡ ὁποία κοιλοπονεῖ καὶ γεννᾶ  πνεῦμα σωτηρίας. Ἔτσι πρέπει νὰ ἐννοήσουμε καὶ τὸ (χωρίο) «εὐτυχισμένος  ὅποιος ἔχει παιδιὰ στὴ Σιῶν καὶ συγγενεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ». Τί ἐννοεῖ,  δηλαδή; Ἀκόμη κι ἂν εἶναι πόρνος ἢ μέθυσος ἢ εἰδωλολάτρης, εἶναι εὐτυχής,  ἐφόσον ἔχει παιδιὰ στὴ Σιῶν καὶ συγγενεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ; Κανένας  συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἰσχυριστεῖ κάτι τέτοιο. Ἡ παρθενία εἶναι τὸ πολίτευμα τῶν ἀγγέλων, τὸ γνώρισμα ὅλης της ἀσωμάτου φύσεως. Καὶ τὰ λέμε αὐτὰ χωρὶς νὰ κατηγοροῦμε τὸ γάμο –ἀλίμονο μας–, διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὴν παρουσία τοῦ εὐλόγησε τὸ γάμο καὶ εἶπε: «Νὰ εἶναι τίμιος ὁ γάμος καὶ τὸ νυφικὸ κρεβάτι ἀμόλυντο»·  ἀναγνωρίζουμε ὅμως τὴν παραθενία ὡς καλύτερη ἀπὸ τὸ καλό. Διότι καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετὲς ὑπάρχουν ἀνώτερες καὶ κατώτερες, ὅπως καὶ στὶς κακίες. Γνωρίζουμε ὅτι, μετὰ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅλοι οἱ θνητοὶ εἶναι καρπὸς τοῦ γάμου. Διότι ἐκείνους (ἀρχηγούς) δημιούργησε ἡ παρθενία καὶ ὄχι ὁ γάμος·  ἐνῶ ἡ ἀγαμία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μίμηση τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς.