Ψαλμ. λθ’ 11

Κυριακή 6 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἐλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπό συναγωγῆς πολλῆς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Δέν ἔκρυψα μέσα εἰς τήν καρδίαν μου, ὥστε νά τήν γνωρίζω μόνος ἐγώ, ἀλλά διελάλησα τήν δικαιοσύνην σου, μέ τήν ὁποίαν πατάσσεις τό κακόν καί προστατεύεις τούς ἀδικουμένους, ὡμίλησα καί ἀφηγήθην περί τῆς ἀληθείας σου, ἡ ὁποία διαλάμπει εἰς τό ἀψευδές τῶν ὐποσ΄χεσεών σου καί εἰς τήν πιστήν τήρησιν αὐτῶν, καθώς καί περί τῆς σωτηρίας, τήν ὀποίαν διά τῆς βοηθείας καί προστασίας σου παρέχεις· δέν ἐτήρησα σιγήν καί δέν ἀπέκρυψα τό ἔλεός σου καί τήν ἀλήθειάν σου ἀπό σύναξιν πολυπληθῆ, ἀλλ’ἐνώπιον αὐτῆς διεκήρυξα εὐγνωμόνως καί ἀνύμνησα αὐτά» (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὅταν τελείωσε ὁ φοβερὸς διωγμὸς τοῦ Δαβὶδ ἀπο τὸν Σαούλ, ὁ ἐμπνευσμένος Ψαλμωδὸς συνέθεσε τὸν τριακοστὸ ἔνατο Ψαλμό, γιὰ νὰ εὐχαριστήση καὶ δοξολογήση τὸν Κύριο γιὰ τὴν βοήθειά Του.
    Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Δαβὶδ ἐκφράζει στὸν Ψαλμὸ του αὐτὸ καὶ τὴν διάθεσί του νὰ γνωρίσουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι ἄνθρωποι τὸ ἔλεος, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου.
    Τὸ λέει μὲ ξεχωριστή παραστατικότητα ὁ θεόπνευστος Προφήτης: «Τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τὴ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπά συναγωγῆς πολλῆς» (Ψαλμ. λθ’ 11). Δὲν ἔκρυψα δηλαδὴ μέσα στὴν καρδιά μου τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ἐλεός σου, ἀλλά τὰ διεκήρυξα ἐμπρὸς σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μάθουν κι ἐκεῖνοι ὅτι σὺ εἶσαι Αὐτὸς ποὺ χαρίζει τὴν σωτηρία.
    Στὸν προηγούμενο μάλιστα στίχο λέει χαρακτηριστικὰ ὅτι δὲν ἐμπόδισα, ἀλλ’ οὔτε καὶ θὰ ἐμποδίσω ποτὲ «τὰ χείλη μου» νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν σωτηρία, ποὺ πηγάζει ἀπο Σέ, Κύριε.
    Τὰ λόγια αὐτά, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἱεροὶ Πατέρες, δὲν ἀναφέρονται μόνο στὴν περίπτωσι καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβίδ. Εἶναι λόγια προφητικά. Ἀναφέρονται καὶ στὸν Μεσσία Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία Του.
    Ἡ λέξι «ἀλήθεια», παρατηρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, σημαίνει «τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα» (Ἐξηγ. εἰς λθ’ Ψαλμ.). Ἡ δὲ λέξι «δικαιοσύνη», προσθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σημαίνει «τὸ Εὐαγγέλιον, ἐπειδὴ αὐτὸ δικαιώνει ὅλους ἐκείνους ὁπού πιστεύουν εἰς αὐτὸ καὶ φυλάττουν τᾶς ἐντολάς του». Τὸ δὲ Εὐαγγέλιον, συνεχίζει ὁ ἴδιος, «εἶναι γεμᾶτον ἀπό δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ ὑπόσχεται νὰ δώση σωτηρίαν εἰς ὅλους τοὺς πιστεύοντας» (Ἑρμ. εἰς λθ’ Ψαλμ.).
    Πρέπει νὰ μᾶς ἐμπνεύση καὶ νὰ μᾶς παραδειγματίση ἡ διάθεσι αὐτὴ τοῦ Δαβίδ. Δὲν φθάνει δηλαδὴ νὰ πιστεύουμε μέσα μας καὶ νὰ παραδεχώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κρατοῦμε τήν πίστι αὐτὴ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸν Κύριο Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας καὶ νὰ Τὸν λατρεύουμε μέρα καὶ νύχτα, νὰ μὴ φροντίζουμε ὅμως ὥστε νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ ἄλλοι Σωτήρα  τους.  Χρειάζεται καὶ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας σ’ Ἐκεῖνον καὶ φροντίδα γιὰ νὰ Τὸν πιστεύσουν καὶ ἄλλοι συνάνθρωποί μας.
    Τὸ νὰ πιστεύω, ἀλλά νὰ σιωπῶ καὶ νὰ μὴ λέω τίποτε γιὰ τὴν Πίστι μου σὲ κανένα, δὲν εἶναι σωστὴ καί ὡλοκληρωμένη πίστι. «Καρδίᾳ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην», γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, «στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. ι΄ 10). Πίστι καί ὁμολογία συμβαδίζουν. Δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο.
    Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ καλὴ σιωπή. Ὑπάρχουν περιπτώσεις, ποὺ εἶναι καλύτερο νὰ σωπαίνη κανείς, παρὰ νὰ ὁμιλῆ. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε σύνεσι καί διάκρισι, ὥστε νὰ μὴ δίνουμε «τὸ ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. ζ’ 6). Ἡ σύνεσι ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρατεύεται σὰν δικαιολογητικό της δειλίας μας ποτέ.
    Στὶς μέρες μας τὸ βλέπουμε μὲ λύπη ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ «κρυπτοχριστιανοί», ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ δὲν ἔχουν τὸ θάρρος καὶ τὴν τόλμη νὰ ποῦν κάτι γιὰ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἔχουν πληθυνθῆ καί ἐκεῖνοι, ποὺ φωνάζουν ἐναντίον τῆς Πίστεως. Βγῆκαν στοὺς δρόμους καί στὰ μπαλκόνια τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως οἱ ἄθεοι, οἱ αἱρετικοὶ καί οἱ λογῆς λογῆς «ἐχθροί τοῦ σταυροῦ» (Φιλιπ. γ’ 18). Μιλοῦν μὲ θράσος οἱ Γιεχωβάδες καί μένουμε μὲ τὸ στόμα κλειστὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθοδόξοι! Κράζουν καὶ βοοῦν οἱ ἀντίχριστοι καὶ σιωποῦμε οἱ φιλόχριστοι καί φιλακόλουθοι!
     Ἡ σιωπὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον προέρχεται ἀπό δειλία ἡ ἀπό ὀκνηρία, εἶναι ἔνοχη. Ὅσους κρατοῦν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τοὺς περιμένει «τὸ ἐπιτίμιόν του κρύψαντος τὸ τάλαντον», ὅπως ψάλλει καί ἡ Ἐκκλησία μας.
    Εἶναι τάλαντον τὰ λόγια του Κυρίου καὶ ἡ Πίστι μας. Τάλαντον καὶ χάρισμα, πού μᾶς χαρίσθηκε ἀπό τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸ καλλιεργήσουμε καὶ νὰ τὸ ἀναπτύξουμε, ἔστω καὶ ἂν χρειασθῆ νὰ κοπιάσουμε καί νὰ πονέσουμε γι’ αὐτό.
     Πῶς ἐπίσης θὰ δείξουμε ὅτι μᾶας συγκινεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ εἴμαστε εὐγνώμονες γιὰ τὴ σταυρική Του θυσία, ὅταν ἀνεχώμαστε νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ συκοφαντῆται ὁ Ἐσταυρωμένος; Ὅταν μένουμε ἄφωνοι καί δὲν λέμε κάτι οὔτε καί στὸν διπλανό μας γιὰ τὸν Σωτῆρα μας, ἀλλά περιοριζόμαστε σ’ ἕναν ἁπλό ἐκκλησιασμό, ἤ στὴν μελέτη καὶ προσευχή, ποὺ κάμνουμε   στὴν  ἡσυχία   τοῦ   δωματίου μας;
     Πρέπει νὰ νοιώσουμε, ἀδελφέ μου, καλύτερα τὸ χρέος μας, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ εἴμαστε στ’ ἀλήθεια Χριστιανοί, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός. Χρέος μας, ὅπως λέει καὶ μία εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι νὰ «ὁμολογῶμεν τὴν χάριν», νά «κηρύττωμεν τὸν ἔλεον» καί νὰ μὴ «κρύπτωμεν τὴν εὐεργεσίαν». Αὐτὰ ποὺ εἴδαμε καί εὑρήκαμε καὶ ἐζήσαμε κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ Ἐκεῖνος ἵδρυσε, νὰ τὰ διακηρύσσουμε ταπεινὰ βέβαια, ἀλλά θαρραλέα καί ἄφοβα, παντοῦ ὅπου θὰ χρειασθῆ.
     Καὶ μὴ λησμονοῦμε καὶ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: Ὅσους Τὸν ὁμολογοῦν Θεὸ τους μπροστὰ στοὺς συνανθρώπους τους, θὰ τοὺς ὀμολογήση καὶ Ἐκεῖνος ὡς δικούς Του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ἐμπρὸς στὸν Πατέρα Του. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.381-382).