Ψαλμ. λδ’ 13

Τετάρτη 2 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐγώ δέ ἐν τῷ αὐτούς παρενοχλεῖν μοι ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται.»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἐγώ ὅμως, καθ’ ὅν χρόνον αὐτοί μέ παρηνώχλουν, ἐφόρουν ὑπέρ αὐτῶν τόν τρίχινον τοῦ πένθους σάκκον ζητῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτούς, καί μέ ἀσιτίαν ἐταπείνωνα τήν ψυχήν μου, καί ἡ ὑπέρ αὐτῶν ἐν συντριβῇ καί ταπεινώσει γινομένη προσευχή μου, ἐφ’ ὅσον αὐτοί δέν ὠφελοῦντο ἐξ αὐτῆς, θά ἐπιστρέψῃ εἰς τούς ἰδικούς μου κόλπους φέρουσα εἰς ἐμέ τά ἀγαθά, τῶν ὀποίων αὐτοί ἀπεδείχθησαν ἀνάξιοι» (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

   Ὅταν διαβάζουμε προσεκτικά τους Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ, μένουμε ἔκθαμβοι ἐμπρός στόν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς, πού ἔκρυβε ὁ ἀνθρωπος ἐκεῖνος. Ὁ θαυμασμός μας μάλιστα γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερος, ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι ζοῦσε στήν ἐποχή τῆς σκιᾶς τοῦ Νόμου καί δέν εἶχε διδαχθῆ τόν τέλειο Νόμο τῆς ἀγάπης.
   Αὐτό ἰσχύει καί γιά τόν τριακοστό τέταρτο Ψαλμό, μέ τόν ὁποῖο ζητεῖ τήν προστασία τοῦ Κυρίου ἀπό τους ἐχθρούς του, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους μάλιστα εἶχαν εὐεργετηθῆ πολύ ἀπό αὐτόν.
    Στήν ἀρχή ἐπηρεασμένος ἀπό τήν κακία τῶν ἐχθρῶν του παρακαλεῖ τόν Θεόν νά ἀναλάβη Ἐκεῖνος τήν τιμωρία τους. Ἀμέσως κατόπιν ὅμως προσθέτει κάτι, πού προκαλεῖ ἀκριβῶς τόν θαυμασμό, γιά τόν ὁποῖον εἴπαμε προηγουμένως.
    Ὅταν αὐτοί μέ ἐνωχλοῦσαν καί ἤθελαν τό κακό μου, λέει, ἐγώ «ἐνεδυόμην σάκκον καί ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ τήν ψυχήν μου, καί ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ’ 13). Φοροῦσα πένθιμα ροῦχα καί νήστευα καί προσευχόμουν γι’ αὐτούς ζητῶντας νά τούς ἐλεήση ὁ Κύριος. Ἤμουν δέ βέβαιος ὅτι ἡ προσευχή μου δέν θά πήγαινε χαμένη. Κι ἄν ἀκόμη δέν ὠφελοῦσε τούς ἴδιους ἐξ αἰτίας τῆς πονηρίας τους, θά γύριζε σέ μένα μέ ὅλα της τά εὐεργετικά ἀποτελέσματα.
    Ποιός δέν θαυμάζει ἀλήθεια τήν διαγωγή αὐτή τοῦ Δαβίδ ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν του; «Ἐπένθει γάρ αὐτῶν τήν ἀπώλειαν», σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ὡς καί λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν καί δακρύειν καί προσεύχεσθαι ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ἐξηγ. εἰς λδ’ Ψαλμ.). Πονοῦσε, ἔκλαιγε καί προσευχόταν, γιά νά συγχωρήση ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες τους καί νά τούς φέρη στόν σωστό τόν δρόμο.
    Μερικοί μάλιστα ἑρμηνευταί γράφουν ὅτι, ὅταν οἱ ἐχθροί του ἦταν ἄρρωστοι καί ὑπέφεραν, ὁ ἴδιος πονοῦσε καί προσευχόταν γι’ αὐτούς. Ὤ! μακάριε καί ἀξιοθαύμαστε Δαβίδ! Πού βρῆκες ἀλήθεια τήν ψυχική δύναμι καί φερόσουν μ’ αὐτό τόν ὑπέροχο τρόπο; Ἀπό ποῦ ἀντλοῦσες τήν ἀντοχή κι ἔδειχνες αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν γενναιοψυχία; Ποιός σέ δίδαξε νά ἐκδηλώνης τέτοια ἀγάπη στούς ἐχθρούς σου; Ἐσύ δέν ἄκουσες τόν Θεάνθρωπο, πού κήρυξε τό «προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 44)! Ἐσύ δέν ἤξερες τίποτε γιά τόν ἀξιοθαύμαστον ἐκεῖνον Πρωτομάρτυρα, πού προσευχόταν γονατιστός γι’ αὐτούς πού τόν πετροβολοῦσαν! Ἐσύ δέν κοινώνησες ποτέ σου τό Σῶμα καί τό Αἷμα Ἐκείνου, πού σταυρώθηκε ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς Του! Πῶς λοιπόν μπόρεσες καί δέν ἔμεινες μόνο στίς κατάρες ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου, πού ἦταν συνηθισμένες στήν ἐποχή σου, ἀλλά πέρασες καί στήν ἀγάπη γι’ αὐτούς; Ποιός σέ παρακίνησε νά κλαύσης, νά νηστεύσης καί νά προσευχηθῆς γι’ αὐτούς, πού σέ κυνηγοῦσαν γιά νά σέ σκοτώσουν;
    Ἄς ἀφήσουμε ὅμως τούς θαυμασμούς, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, πού εἶναι ὁπωσδήποτε ἑκατό τοῖς ἑκατό δικαιολογημένοι, καί ἄς δοῦμε τό χρέος, πού προβάλλεται στά μάτια μας μέ τό ἐκπληκτικό αὐτό παράδειγμα του Δαβίδ.
    Γιατί δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού εἶχε ἐχθρούς. Ἔχουμε ἀσφαλῶς κι ἐμεῖς καί εἶναι ἴσως τό ἴδιο σκληροί ὅπως καί ἐκεῖνοι τοῦ Δαβίδ. Δέν ἀποκλείεται μάλιστα νά ἔχουν εὐεργετηθῆ καί αὐτοί ἀπό μᾶς καί τώρα νά μᾶς βρίζουν, νά μᾶς συκοφαντοῦν, νά ζητοῦν τό κακό μας, νά ὑποσκάπτουν τήν θέσι μας στήν ἐργασία μας καί νά περιμένουν μέ ἄγρια χαρά τήν ἐξόντωσί μας.
    Τί θά γίνη λοιπόν; Πῶς θά σταθοῦμε μπροστά σέ τέτοιους μοχθηρούς ἀνθρώπους; Πῶς θ’ ἀντιδράσουμε;
    Δέν πρόκειται βέβαια ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπροστάτευτο καί ἕρμαιο στήν κακία τους. Ὅμως πάνω καί πρῶτα ἀπό ὅλα πρέπει νά σκεφθοῦμε τήν ψυχή ἐκείνου, πού μᾶς ἐχθρεύεται. Νά πονέσουμε γιά τήν αἰχμαλωσία της ἀπό τόν ἀρχιεργάτη τοῦ κακοῦ, τόν πανοῦργο Διάβολο, καί νά ζητήσουμε τήν σωτηρία της ἀπό τόν Κύριο. Νά λυπηθοῦμε καί νά προσευχηθοῦμε γιά λογαριασμό τοῦ ἐχθροῦ μας. Νά ζητήσουμε ἀπό τόν πολυέλεο Θεό μας νά ἐλέηση κι ἐκεῖνον μαζί μας.
     Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά, πού μᾶς διδάσκει μέ τήν διαγωγή του ὁ Δαβίδ. Αὐτό ἄλλως τε μᾶς ὑπενθυμίζει καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, πού μᾶς καλεῖ καθημερινά νά δεώμεθα «ὑπέρ τῶν μισούντων καί διωκόντων ἡμᾶς».
    Ἡ προσευχή, πού γίνεται μέ πόνο ψυχῆς γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν ὁποιωνδήποτε ἐχθρῶν μας, εἶναι ὄχι μόνο δεῖγμα ἀγάπης, ἀλλά καί ἡ καλύτερη ἄμυνα στίς ἐπιθέσεις τῆς κακίας τους. Γιατί μόνο ἄν τούς ἐλέηση ὁ Θεός καί διορθωθοῦν, θά σωθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν μανία τους.
    Ἀλλά κι ἀν δέν ὠφελήσουν ἐκείνους οἱ προσευχές μας λόγῳ τῆς πεισματικῆς ἐπιμονῆς τους στό κακό, ἔχουμε νά ὠφεληθοῦμε πολύ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Γιά τήν ἀληθινή καί μυστική ἀγάπη μας πρός τούς ἐχθρούς μας μᾶς ἑτοιμάζεται αἰώνια ἀμοιβή ἀπό τόν Κύριο τῆς ἀγάπης, πού τά ξέρει καί τά καταγράφει ὅλα.
    Ἄς ἐμπνευσθοῦμε λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἀπό τό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμα τοῦ Δαβίδ καί ἄς προσευχώμεθα κι ἐμεῖς μέ πόνο γιά τούς ἐχθρούς μας πρός σωτηρίαν καί ἐκείνων καί ἡμῶν. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.285).