Ψαλμ. λζ’ 19

Παρασκευή 4 Ἰουλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγώ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ὡς ἐκ τούτου θά ἀναγγείλω καί θά ἐξομολογηθῶ δημοσίᾳ τήν ἁμαρτίαν μου καί θά φροντίσω μετ’ ἀγωνιώδους καί ἐντόνου φροντίδος πρός ἀπαλλαγήν ἀπό τῆς ἁμαρτίας μου καί πρός βελτίωσίν μου ἠθικήν»   ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ  τριακοστὸς ἕβδομος Ψαλμὸς ἀνήκει στὴν ὁμάδα τῶν Ψαλμῶν, ποὺ λέγονται Ψαλμοὶ μετανοίας.
    Γράφτηκε σὲ καιρὸ ποὺ ὁ Δαβὶδ ὑπέφερε ἀπό τὴν ἀνταρσία τοῦ παιδιοῦ τοῦ Ἀβεσσαλώμ, ἤ ἀπό κάποια ἀσθένεια καὶ θεωροῦσε τοὺς πόνους του αὐτοὺς σὰν πικροὺς καρποὺς τῆς διπλῆς του ἁμαρτίας καὶ σὰν τιμωρία ἀπο τὸν Θεό.
    Καθὼς τὸν ἀκοῦμε στίς ἐκκλησίες μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου, ὅταν διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος, ἀλλά καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸν μελετοῦμε ἰδιαιτέρως, ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπὸ τὴν ζωηρότατη συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος, ποὺ διακατεῖχε τὸν Ψαλμωδό.
    Ὅταν κατάλαβε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τί ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶχε κάνει, πονοῦσε, στέναζε, βογγοῦσε καὶ βρυχόταν σὰν πληγωμένο λιοντάρι. Δὲν ἄντεχε πιὰ νὰ ζῆ περισσότερο μέσα στὴν δυσοσμία τῆς ἁμαρτίας καί νὰ ταλαιπωρῆται. Γι΄αὐτὸ καί ἤθελε νὰ λυτρωθῆ τὸ συντομώτερο ἀπό τὴν ἀθλιότητα τῆς παρανομίας. Καί ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνη τὸ κάθε τί, ποὺ θὰ τοῦ χάριζε τὴν λύτρωσι ἀπό τὴν ταραχὴ τῆς καρδιᾶς του.
    Τὸ λέει πρὸς τὸ τέλος τοῦ Ψαλμοῦ: «Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγώ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω    ὑπὲρ   τῆς   ἁμαρτίας  μου» (Ψαλμ. λζ’ 19). Θὰ ὁμολογήσω δηλαδὴ δημοσὶᾳ τὴν παρανομία μου. Θὰ μεριμνήσω, ὥστε νὰ μὴ μένη μέσα μου κρυμμένη καὶ μοῦ κατατρώγη τὰ σωθικά: Θὰ φροντίσω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπο τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας μου.
    «Δία τοῦτο κατήγορος ἐμαυτοῦ γίνομαι», λέει ἐκ μέρους του ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «καί πᾶσαν φροντίδα τῆς ὑγείας ποιήσομαι» (Ἐξηγ. εἰς λζ’ Ψαλμ.). Κατηγορῶ δηλαδὴ καὶ ἐξευτελίζω τὸν ἑαυτόν μου καὶ φροντίζω γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς ὑγείας τῆς ψυχῆς μου.
    Τί κρύβουν ἀλήθεια τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφέ μου! Πόσα δάκρυα, πόσες προσευχές, πόσες σκέψεις καί ἀποφάσεις! Πόση ταπείνωσι ἐπίσης καὶ πόση συντριβὴ καρδιᾶς φανερώνουν!
    Μὲ τὴν στάσι του αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος γίνεται παράδειγμα μετανοίας πρὸς ὅλους ἐμᾶς τοὺς συναμαρτωλοὺς του ἀνθρώπους. Γιατί κι ἐμεῖς, ἄλλος λιγώτερο κι ἄλλος περισσότερο εἴμαστε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἄλλως τε μόνον ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἀπολύτως ἅγιος καὶ ἀναμάρτητος.
    Ἐκεῖνο δὲ ποὺ πρὸ πάντων μᾶς λέει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Δαβίδ, εἶναι ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ἀλλά νὰ σπεύδουμε νά διορθωθοῦμε. Νὰ κάμνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει, γιὰ νὰ φύγη ἀπό πάνω μας τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ περὰση ὁριστικὰ στὸ παρελθὸν τῆς ζωῆς μας ἡ ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας.
    Γιὰ νὰ γίνη ὅμως αὐτό, χρειάζεται προηγουμένως νὰ καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Νὰ φωτισθῆ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ νοιώσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως καὶ ὁ Δαβίδ, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι φίδι στὸν κόρφο μας. Εἶναι πληγὴ ποὺ μπορεῖ νὰ μετατραπῆ σὲ λέπρα φοβερὴ καὶ νὰ καλύψη ὅλο τὸ εἶναι μας. Εἶναι ἀρρώστια ὕπουλη, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὸν αἰώνιο θάνατο.
    Ὅταν τὸ καταλάβωμε αὐτὸ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ τρέξωμε κι ἐμεῖς καὶ θὰ φροντίσωμε γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπό τὸν θανατηφόρο αὐτὸ κίνδυνο. Γιατί αὐτὸ ἐπιβάλλει ἡ κοινὴ λογική, αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἐπίσης καὶ τὸ αἰώνιο συμφέρον μας.
    Δόξα δὲ τῷ Θεῷ, διότι στὴν δική μας περίπτωσι τὰ πράγματα εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολα γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπά τὴν ἁμαρτία, ἀπό ὅ,τι ἦσαν, ὅταν ζοῦσε ὁ Δαβίδ. Τώρα, ἀφ’ ὅτου ἔχυσε τὸ Πανάγιο Αἷμα Του ὁ Θεάνθρωπος, ἔχομε στὴν διάθεσί μας τὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς ‘Εξομολογήσεως καὶ δὲν ἀπαιτεῖται δημοσὶα ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Οὔτε τρίχινο σάκκο θὰ φορέσουμε, οὔτε στάχτη στὸ κεφάλι μας θὰ ρίξουμε, ὅπως ἐκανε ὁ Δαβίδ. Δὲν χρειάζεται δηλαδὴ νὰ ταπεινωθοῦμε ὁπωσδήποτε καὶ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους. Τώρα κανεὶς ἄλλος, ἀπολύτως κανείς, ἐκτὸς ἀπό τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ δὲν πρόκειται νὰ μάθη τὰ  ὅσα ἐκάναμε. Ἡ Ἱερὰ Ἐξομολόγησις ἔχει ἐξασφαλισμένο τὸ ἄκρως ἀπόρρητον.
    Ἀπό τὴν δική μας ἑπομένως καὶ μόνο προθυμία ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας ἀπό τὴν ἁμαρτία. Ἂν ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς εὐκαιρίες,  ποὺ  παρουσιάζει  γι’ αὐτὸ ὁ Θεός• ἂν ἀκούσωμε τὰ μηνύματα, πού μᾶς στὲλνει Ἐκεῖνος μὲ τὶς τύψεις καὶ τὰ κεντήματα τῆς συνειδήσεως, ἤ μὲ κάποιο θλιβερὸ περιστατικὸ καὶ συναισθανθοῦμε τὰ σφάλματά μας καὶ σπεύσωμε χωρὶς ἀναβολὴ γιὰ τὴν θεραπεία μας, εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ σωθοῦμε ἀπό τὴν γάγγραινα τῆς ἁμαρτίας.
    Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν ταπεινὰ τὸν Κύριο, ἀπό τὸν Ὁποῖο «πηγάζει πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον», νὰ ἀνοίξη Ἐκεῖνος καλύτερα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ποῦ βαδίζουμε. Νὰ πνεύση μέσα μας ἡ Χάρις Του, γιὰ νὰ νοιώσουμε τὴν κατὰστασί μας καὶ νὰ θελήσουμε νὰ θεραπευθοῦμε ἀμέσως ἀπό τὶς ὁποιεσδήποτε πληγές μας. Νὰ ἀποτοξινωθοῦμε ἀπο τὶς τοξίνες τῆς ἁμαρτίας μέσα στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς Ἐκκλησίας ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερα.
    Τότε ἐλεύθεροι κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, μαζὶ μέ ὅλους  ὅσοι λυτρώθηκαν μὲ τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, θὰ δοξάζουμε διὰ παντὸς «τὸν Κύριον τῆς σωτηρίας» μας. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τ. 1984, σ.349-350).