Δευτέρα 7 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὃν τρόπον», ἐπιποθει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σέ, ὁ Θεός»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καθώς ἔλαφος διψασμένη τρέχει μέ πόθον πολύν πρός τάς πηγάς τῶν ὐδάτων, οὕτω καί ἡ ψυχή μου, ὦ Θεέ μου, σέ ἐπιποθεῖ καί μέ ἀχόρταστον δίψαν ἐπιζητεῖ νά ἐπικοινωνήῃ μετά σοῦ καί νά ἀπολαύσῃ τήν παρηγορίαν σου»( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
Γεμᾶτος ἀγάπη καὶ πόθο ἅγιο πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ταλαντοῦχος συνθέτης τοῦ τεσσαρακοστοῦ πρώτου Ψαλμοῦ.
Μέσα ἀπἀο κάθε λέξι τοῦ Ψαλμοῦ του ἀναπηδᾶ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Κύριο, ποὺ ἔκαιγε σ’ ὅλη του τὴν ὕπαρξι.
Λαχταροῦσε τὴν ὥρα, ποὺ θὰ βρισκόταν καὶ πάλι στὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ συναντήση τὸν λατρευτό τῆς καρδιᾶς του.
Παρομοιάζει δὲ τὸν ἱερὸ αὐτὸ πόθο του μὲ τὴ δίψα, ποὺ νοιώθει τὸ ἐλάφι, καθὼς τρέχει πρὸς τὶς πηγὲς γιὰ νὰ ξεδιψάση. «Ὃν τρόπον», λέει, «ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σέ, ὁ Θεός» (Ψαλμ. μα’ 2).
Μερικοὶ μάλιστα παλαιότερα ὑπεστήριζαν ὅτι τὸ ἐλάφι διψάει πολύ, ἐπειδὴ τρώει καὶ φίδια καὶ δὲν ἡσυχάζει, ἕως ὅτου βρῆ τὴν πηγὴ καὶ ξεδιψάση.
Πόσο παραστατικὴ ἀλήθεια εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ! Καὶ πόσο ὡραία παρουσιάζει τὸ φίλτρο τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Κύριο!
Ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν, μακρυὰ ἀπό τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν εὕρισκε ἡσυχία καί ἀνάπαυσι. Ἕνα θέμα ἀπασχολοῦσε μέρα καὶ νύχτα τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του: Πότε νὰ φθάση στὸν Οἶκο τοῦ Κυρίου! Πότε νὰ ἐμφανισθῆ ἐμπρὸς στὸν Θεό του, γιὰ νὰ συνομιλήση μαζί του! Πότε νὰ σταθῆ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γιὰ ν’ ἀνοίξη τὴν καρδιὰ του καί νὰ τοῦ πῆ τοὺς καημοὺς καὶ τοὺς πόνους του, τοὺς πόθους καί τὰ σχέδια του.
Τί ἐξαίρετο πράγματι καί τί διδακτικὸ παράδειγμα γιὰ τὸν καθένα μας! Καί πόσα λέει καὶ σήμερα ἡ θεόπνευστη αὐτή φράσι σὲ μᾶς, ποὺ ζοῦμε τριάντα περίπου αἰῶνες μετὰ ἀπὀ τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτογράφηκε!
Σήμερα βέβαια ἔχουν ἀλλάξει οἱ συνθῆκες. Δὲν ἔχει πλέον τώρα ἕνας μόνον τόπος τὴν ἀποκλειστικότητα, θὰ λέγαμε, τῆς λατρείας. Τότε, γιὰ νὰ λατρεύση κάποιος τὸν Θεό, ἔπρεπε νὰ κάνη ταξίδι μακρινό, γιὰ νά βρεθῆ στὸν εἰδικὸ ἅγιο τόπο τῆς λατρείας Του. Τώρα ὅμως μποροῦμε νὰ Τὸν λατρεύουμε παντοῦ, ὅπου κι’ ἂν ζοῦμε.
Μολονότι ὅμως ἄλλαξαν οἱ ἐξωτερικὲς συνθῆκες, δὲν ἄλλαξε ἀλλὰ παραμένει καὶ πρέπει νὰ παραμένη ἴδια ὅπως καὶ τότε ἡ προϋπόθεσι τῆς λατρείας. Ἡ δίψα δηλαδὴ καὶ ὁ πόθος γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ δίψα εἶναι ὁ συνδετικὸς ἀγωγὸς ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ στὸν Κύριό μας. Χωρὶς αὐτὴν θὰ μοιάζουμε μὲ τὰ φωτιστικὰ σώματα ποὺ μένουν σκοτεινά, γιατί δὲν εἶναι συνδεδεμένα μὲ τὴν πηγὴ καί γεννήτρια τοῦ ρεύματος. Θὰ εἴμαστε σὰν τὶς βρύσες ποὺ δὲν ἐχουν νερό, γιατί δὲν εἶναι ἑνωμένες μὲ τὸ ὑδραγωγεῖο καί τὶς πηγές.
Αὐτὴ ἡ δίψα εἶναι ποὺ ζητεῖται καὶ τώρα καὶ πάντα. Καὶ ὁ μὲν Ψαλμωδὸς τὴν εἶχε καὶ ἔκαμνε τὸ πᾶν, γιὰ νὰ τὴν ἱκανοποιήση. Τὸ θέμα εἶναι τί γίνεται μέ μᾶς. Ἔχουμε ἆραγε τὴν δίψα αὐτὴ γιὰ τὸν Θεό; Λαχταροῦμε τὴν ὥρα πού θὰ βρεθοῦμε στοὺς Ναούς μας, γιὰ νὰ Τὸν λατρεύσουμε; Χτυπάει ἡ καρδιά μας, γιὰ νὰ μελετήσουμε τὸν Νόμο Του; Δονεῖται καὶ συγκλονίζεται τὸ εἶναι μας ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ συνομιλήσουμε μαζί Του, ἡ νὰ κοινωνήσουμε καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μ’ Ἐκεῖνον; Ἤ μήπως ὑπερισχύουν μέσα μας ἄλλοι πόθοι καὶ σύρουν τὴν καρδιά μας πρὸς ἄλλα γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα καὶ πρόσωπα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ χορτάσουν καὶ ξεδιψάσουν τὴν ψυχή μας;
Τὴν ἀπάντησι βέβαια μπορεῖ νὰ τὴν δώση καθένας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἄλλωστε κανεὶς ἄλλος δὲν γνωρίζει τί συμβαίνει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, «εἰ μὴ τὸ πνεῦμα… τὸ ἐν αὐτῷ», ὅπως γράφει καὶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κόρ. β’ 11).
Ὑπάρχει πάντως ἕνας τρόπος, γιὰ ν’ ἀνάψη καὶ νὰ φουντώση μέσα μας ἡ φλόγα καὶ ἡ δίψα αὐτή, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός. Καὶ ὁ τρόπος εἶναι νὰ καταλάβουμε βαθειά μας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸν Θεό, ὅπως ἀκριβῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήση καὶ τὸ ἐλάφι, ἂν δὲν πιῆ νερὸ καὶ ξεδιψάση. Νὰ νοιώσουμε καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωή μας καὶ χωρὶς Αὐτὸν κινδυνεύουμε νὰ πεθάνουμε ἀπό ἀσφυξία. Νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ὁ Θεός, ὅπως λέει καὶ στὸν ἑπόμενο στίχο του ὁ Ψαλμωδός, εἶναι «ζῶν», εἶναι ζωντανὸς καὶ χαρίζει ζωὴ καὶ κίνησι σὲ καθένα ποὺ ἑνώνεται μαζί Του. Εἶναι ἡ Πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ μὲ τὰ νάματά της διαποτίζει τὴν ὑπαρξί μας καὶ μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε ἀληθινά.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός μᾶς ὑποδεικνύει ἐπὶ πλέον καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ πολὺ βοηθεῖ στὸ νὰ ἀνάψη μέσα μας ἡ δίψα σὐτή γιὰ τὸν Θεό. « Ἐδάφισον τὴν ἁμαρτίαν», λέει στὸν καθένα μας, «καὶ δυνήση διψᾶν τὸν τοῦ Θεοῦ πόθον» (Ὁμ. εἰς μα’ Ψαλμ.). Ἂν κατεδαφισθῆ δηλαδὴ τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ὑψωμένο μέσα μας, ἂν καθαρίσουμε τὸν τόπο ἀπὸ τὶς πονηρίες, θὰ μπορέσουμε νὰ ποθήσουμε μὲ πολλὴ προθυμία τὸν Θεό.
Χρειάζεται δηλαδὴ νὰ καθαρισθῆ ἡ καρδιά μας ἀπὸ κάθε μολυσμό. Χρειάζεται νὰ κοπῆ κάθε δεσμός, ποὺ σφιχτοδένει τὴν καρδιά μας μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τερπνὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Αὐτὸ ἴσχυε γιὰ τὸν Ψαλμωδό. Αὐτό ἴσχυε ἐπίσης κατόπιν καὶ γιὰ τοὺς ἐνδόξους Μάρτυρας, τοὺς Ὁσίους καὶ Ἀσκητάς τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς Ἁγίους Πατέρας καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους μας. Μέσα στὴν καρδιά τους δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ θέσι γιὰ τὸν Πονηρό. Μέσα στὴν καρδιὰ τους εἶχαν στήσει ἕνα καὶ μόνο θρόνο γιὰ τὸν Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Κύριο καὶ Θεό τους. Καὶ γι’ αὐτὸ Ἐκεῖνον διψοῦσαν συνεχῶς καὶ γιὰ Ἐκεῖνον ζοῦσαν καὶ πέθαιναν.
Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριό μας, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ μᾶς κάνη τὴν χάρι καὶ νὰ κεντήση καὶ τὴν δική μας καρδιὰ μὲ τὴν ἀγάπη Του. Νὰ μᾶς λυπηθῆ καὶ νὰ ρίξη μέσα μας λίγες σταγόνες, ποὺ θ’ ἀνάψουν τὴν φωτιά, ποὺ θὰ κατακάψη κάθε σάπια καὶ κακιὰ κληρονομιὰ καὶ θὰ καθαρίση τὸ εἶναι μας, γιὰ νὰ ριζώση τὸ ἀμάραντο λουλούδι τῆς ἀγάπης μας πρὸς Ἐκεῖνον.
Τότε δὲν θὰ ἔχουμε ἀλλη εὐτυχία δὲν θὰ ξέρουμε τίποτε ἄλλο πιὸ εὐχάριστο καὶ πιὸ ποθητό, παρὰ ἕνα καὶ μόνο: Τὴν ἕνωσί μας μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας! (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τ. 1984, σ.406-407).