Τρίτη 1 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀλλ’ ἡμεῖς ὄχι μόνον τοιοῦτον τι δέν ἐπράξαμεν, ἀλλά μαρτυροῦμεν διά τό ὄνομά σου. Διότι ἕνεκα τῆς πρός σέ πίστεώς μας ὑφιστάμεθα κατά πρόθεσιν θάνατον καθημερινῶς, ἕτοιμοι πάντοτε νά ἀποθάνωμεν διά σέ. Ἐθεωρήθημεν σάν πρόβατα συρόμενα πρός σφαγήν» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ τεσσαρακοστὸς τρίτος Ψαλμὸς ἔχει συντεθῆ σὲ καιρὸ μεγάλης ἐθνικῆς συμφορᾶς τοῦ Ἰσραήλ. Καθὼς εἶναι νικημένος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρὸς τὸν Κύριό του καὶ ἐνθυμούμενος τὴν προστασία Του κατὰ τὸ παρελθὸν Τὸν ἱκετεύει νὰ σηκωθῆ καὶ νὰ συντρίψη τοὺς ἐχθρούς του.
Εἴμαστε ταπεινωμένοι, λέει μὲ πόνο ὁ Ψαλμωδός. Γίναμε, Κύριε, παιχνίδι στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μας. Ὅλοι οἱ γειτονικοὶ λαοί μᾶς χλευάζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν. Δὲν ἠμποροῦμε νὰ σηκώσουμε τὸ πρόσωπό μας ἀπὸ τὴν ἐντροπή. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν φεύγουμε ἀπό κοντά Σου. Ἄς φαίνεται ὅτι κοιμᾶσαι καὶ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴν κατάστασί μας. Ἐμεῖς Σὲ πιστεύουμε σὰν Κύριο καὶ Προστάτη μας. Εἴμαστε μάλιστα ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστι μας πρὸς Σέ. «Ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (Ψαλμ. μγ’ 23).
«Κατὰ τὴν προαίρεση», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καθημερινῶς ἀποθνήσκομεν διὰ λόγου σου, Κύριε, ἐπειδὴ ἡμεῖς ἠμποροῦντες νὰ συμφωνήσωμεν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ νὰ περνῶμεν μὲ ἄνεσιν, ὅμως δὲν κάμνομεν τοῦτο. Ἀλλά διὰ τὴν ἐδικήν σου ἀγάπην καὶ διὰ τὸν νόμον σου ὑπομένομεν ὅλας τάς συμφοράς καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ σφαγιασθῶμεν ἀταράχως διὰ τὴν πίστιν καὶ τὸν νόμον σου, καθὼς καὶ τὰ πρόβατα» (Ἑρμ. εἰς μγ’ Ψαλμ.).
Εἶναι «μέγα» καὶ σπουδαῖο κατόρθωμα, λέει ἑρμηνεύοντας τὸν ἴδιο στίχο καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ νὰ μένη κανεὶς σταθερὸς στὴν πίστι του πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴ ξεφεύγη «πρὸς ἕτερον». Πολὺ μεγαλύτερο ὅμως εἶναι τὸ νὰ διατηρῆ «τὴν τοιαύτην ἀγάπην» καὶ πίστιν ἐν μέσῳ «συνεχῶν θανάτων καὶ καθημερινῶν κινδύνων».
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη μὲ τοὺς εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτας στὸν τόπο, ὅπου βρίσκονταν νικημένοι. Ἐνῶ τούς πολιορκοῦσαν καθημερινὰ οἱ εἰδωλολάτραι ἄλλοτε μὲ ὑποσχέσεις καὶ ἄλλοτε μὲ ἀπειλές, ἐκεῖνοι παρέμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστι τῶν πατέρων τους. Ἔμεναν σταθεροί, ἔστω κι ἂν χρειαζόταν νὰ χύσουν καὶ τὸ αἷμα τοὺς γι’ αὐτή τοὺς τὴν σταθερότητα.
Θυμηθῆτε τοὺς τρεῖς Παιδας στὴ Βαβυλῶνα. Οὔτε ὁ τρομερὸς Ναβουχοδονόσορ οὔτε τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς δὲν στάθηκαν ἱκανὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα.
Θυμηθῆτε τὸν προφήτη Δανιήλ. Οὔτε τὰ ἀξιώματα, ποὺ τοῦ χάριζε ὁ βασιλιάς, οὔτε ὁ λάκκος τῶν λεόντων δὲν ἔκαμψαν τὸ φρόνημά του καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ψυχράνουν τὴν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του πρὸς τὸν Κύριό του.
Θυμηθῆτε τοὺς Μακκαβαίους καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἡρωικοὺς πιστούς τῆς Παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ γιὰ τὴν πίστι τους «ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον» (Ἑβρ. ια’ 37).
Τὴν ἴδια διάθεσι εἶχαν κατόπιν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω», ἔγραφε στοὺς Κορινθίους ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος (Α Κορ. ιε’ 31). Οἱ πολλὲς καὶ διάφορες ἀντιδράσεις ἀπό τούς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τὸν ἔκαμναν νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτὸ του συνεχῶς μελλοθάνατο.
Τὴν ἴδια συνείδησι εἶχαν ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα. Ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στὴν Ἱστορία ἦταν πάντοτε μαρτυρική. Καὶ πάντοτε οἱ πιστοὶ εἶχαν τὴν συναίσθησι ὅτι ζοῦσαν σὲ ἀτμόσφαιρα πολεμική. Καταλάβαιναν ὅτι, γιὰ νὰ μείνουν πιστοί, ἔπρεπε νὰ πολεμήσουν. Καὶ ἤξεραν καλὰ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη πόλεμος χωρὶς θύματα.
Μέσα στὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα κινοῦνται καὶ σήμερα πολλοὶ πιστοί, ποὺ ζοῦν σὲ χῶρες ὅπου διώκεται ἡ Πίστι μας. Λατρεύουν φανερὰ καὶ κρυφὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι ἕτοιμοι καὶ νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὴν πίστι τους. Δὲν τοὺς φοβίζουν οἱ ἀπειλές. Δὲν τοὺς πτοοῦν οἱ παραγκωνισμοί. Δὲν τοὺς τρομάζουν οἱ φυλακές καὶ οἱ ἐξορίες.
Τὸ ἴδιο ἡρωϊκό πνεῦμα πρέπει ν’ ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφέ μου, ἂν θέλουμε νὰ χαιρώμαστε στὴν πληρότητά της τὴν χριστιανική μας ἰδιότητα. Ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ Τὸν λατρεύουμε σὰν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας, πρέπει νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι, ἂν χρειασθῆ, νὰ ὑποστοῦμε ἀκόμη καὶ θάνατο γιὰ τὴν Πίστι μας.
Γιὰ νὰ φθάσουμε ὅμως σ’ αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ κορυφή, εἶναι ἀνάγκη νὰ δείχνουμε τὴν ἀποφασιστικὴ σταθερότητά μας σὲ μικρότερα θέματα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς.
Διότι πῶς θὰ θυσιάση κάποιος τὴν ζωή του γιὰ τὸν Χριστό, ὅταν ἐπί παραδείγματι κάμνη συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοῦ κόσμου; Ἄνθρωπος ἐπίσης ποὺ δὲν τολμᾶ νὰ φανῆ στὸ περιβάλλον, ὅπου ζῆ καὶ ἐργάζεται, ὅτι πιστεύει, ὅτι ἐκκλησιάζεται, ὅτι νηστεύει, ὅτι ἐξομολογεῖται, ὅτι κοινωνεῖ, πὼς θὰ μπορέση νὰ χύση καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν Πίστι του; Ἄνθρωπος ποὺ ὑπολογίζει τὰ σχόλια τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων καὶ σκέφτεται τὸ τί θὰ πῆ ὁ ἕνας καὶ ἢ ἀλλη, ἂν τὸν δοῦν νὰ ζῆ διαφορετικὰ ἀπά ἐκείνους, πῶς θὰ δώση καὶ τὴν ζωὴ του θυσία γιὰ τὸ «πιστεύω» του; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται καθημερινή, θὰ λέγαμε, προπόνησι καὶ ἄσκησι, ὥστε νὰ ἀποκτήσουμε πνεῦμα θυσίας γιὰ τὴν Πίστι μας.
Ἄλλως τε γιὰ μᾶς σήμερα αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Ψαλμωδοῦ. Διότι τώρα ὄχι μόνο δὲν βρισκόμαστε στὴν ἴδια θέσι ποὺ βρισκόταν ὁ ἴδιος, ἀλλὰ κινδυνεύουμε ἀντιθέτως ἀπά τὶς ἀνέσεις καὶ εὐκολίες, μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε. Καὶ χρειάζεται ἀγῶνας πραγματικὰ σκληρός, γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὴν σύγχρονη νοοτροπία τοῦ ἄνετου τρόπου τῆς ζωῆς. Χρειάζεται πίεσι καὶ βία στὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ νικήσουμε τὴν φιλοζωΐα καὶ φιλαυτία μας, νὰ νεκρώσουμε τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά μας καὶ νὰ ζοῦμε σὰν νεκροὶ ὡς πρὸς τὸν κόσμο λόγω τῆς σταθερότητάς μας στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν θὰ γίνουν ὅμως ὅλα αὐτὰ πραγματικότης, ἂν δὲν ἀνάψη μέσα μας ἡ φωτιὰ τῆς ἀγάπης πρὸς Ἐκεῖνον. Μόνον ἂν Τὸν ἀγαπήσουμε βαθειὰ καὶ ἀληθινά, θὰ θελήσουμε νὰ στερήσουμε κάτι ἀπό τὸν ἑαυτό μας πρὸς χάριν Του. Καὶ μόνο τότε θὰ μποροῦμε νὰ Τοῦ λέμε κι ἐμεῖς ταπεινά: «Γιὰ Σένα πεθαίνουμε κάθε μέρα». (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τ. 1984, σ.267).