Ψαλμ. μβ’ 5

Τρίτη 8 Ἰουλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καί ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπι τόν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ σωτήριόν του προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Διατί εἶσαι γεμάτη ἀπό λύοπην, ὦ ψυχή μου; Καί διατί μέ ταράσσεις καί μέ συγκλονίζεις ὁλόκληρον;Στήριξον τήν ἐλπίδα σου εἰς τόν Θεόν, διότι ἀσφαλῶς θά ἔλθῃ ἡμέρα κατά τήν ὁποίαν θά εὐχαριστήσω καί θά δοξολογήσω αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ σωτηρία τῆς προσωπικότητός μου καί ὁ Θεός μου» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ  ἴδιος ἐμπνευσμένος Ψαλμωδός, ποὺ συνέθεσε τὸν ὡραιότατο τεσσαρακοστὸ πρῶτο Ψαλμό, ὁ ἴδιος συνέθεσε καί τοὺς πέντε στίχους τοῦ τεσσαρακοστοῦ δευτέρου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο μὲ τὸν προηγούμενό του.
    Καί ὁ Ψαλμωδὸς αὐτὸς ἐπαναλαμβάνει τρεῖς φορὲς μέσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς Ψαλμοὺς του μία φράσι, ποὺ ἔχει πολλὰ νὰ πῆ στόν καθένα μας.
    Εἶναι ἡ φράσι, μὲ τὴν ὁποία τελειώνει ὁ τεσσαρακοστὸς δεύτερος Ψαλμός. Σ’ αὐτὴν φαίνεται ἀπό τὸ ἕνα μὲν μέρος ἡ λύπη, ποὺ διακατεῖχε τὴν καρδιὰ τοῦ ποιητοῦ, καὶ ἀπό τὸ ἄλλο ἡ βεβαιότης του περὶ τῆς σωτηρίας του, τὴν ὁποία τροφοδοτοῦσε ἡ ἐλπίδα του στὸν Κύριο. «Ἱνατί περίλυπος εἶ ἡ ψυχή μου καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;» ἐρωτᾶ μὲ πόνο καί προσθέτει ἀμέσως: «Ἔλπισον ἐπί τόν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. μβ’ 5).
    «Διατὶ μὲ θλίβεις, ὦ ψυχή μου, ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Διατὶ μὲ συγχύζεις καὶ δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ ἡσυχάσω; Ἔλπισον, ὦ ψυχή μου εἰς τὸν Θεὸν ὅτι ἐγώ θέλω τὸν εὐχαριστήσω, ὅταν ἐπαναγυρίσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐπειδὴ δὲ ἐνθυμήθη τὴν ὕστερον γενησομένην ταύτην εὐεργεσίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο μὲ ἡδονὴν καὶ γλυκύτητα τῆς καρδίας του ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸν λέγων ὦ σωτηρία τοῦ προσώπου μου… ὦ Θεέ μου εὐεργετικώτατε καὶ γλυκύτατε» (Ἑρμ. εἰς μα’ Ψαλμ.).
    Πονοῦσε καὶ ὑπέφερε ὁ Ψαλμωδὸς στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του. Ἔνοιωθε τὴν καρδιά του νὰ συνταράσσεται σὰν ἄλλη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ἐπειδὴ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ζῆ μακρυὰ ἀπό τὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, μακρυά ἀπὸ τὴν Πατρίδα του. Ἔδινε ὅμως θάρρος στὸν ἑαυτό του. Δὲν ἀπελπιζόταν. Στήριζε τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεό του καὶ ἦταν βέβαιος ὅτι θὰ τελείωναν τὰ βάσανα τῆς ἐξορίας του.
    Ἔλα τώρα, ἀδελφέ μου, νὰ δοῦμε τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ θεοπνεύστου ψαλμωδοῦ γιὰ μᾶς, ποὺ τὸν μελετοῦμε σήμερα καὶ δὲν ζοῦμε ὁπωσδήποτε σὲ ἐξορία, ἀλλά στὶς συνθῆκες τῆς δικῆς μας ἐποχῆς.
    Τί σημαίνει; Τί ἄλλο, παρὰ ἀνάβει ἐμπρός μας τὸ γλυκὸ φῶς τῆς ἐλπίδος στὸν Θεὸ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ρίχνουμε τὴν «ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν ἄγκυραν τῆς ψυχῆς», ὅπως ὀνομάζει τὴν ἐλπίδα ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, πάνω στὸν βράχο τῆς πίστεως (Ἑβρ. στ’ 1819).
    Καί εἶναι τόσο ἀπαραίτητη καὶ γιὰ σήμερα αὐτή ἡ προτροπή! Εἶναι τόσο ὠφέλιμη καί εὐεργετική! Δὲν θὰ κάναμε λάθος, ἂν τὴν ὠνομάζαμε συνταγὴ γιὰ ὅλες τὶς ἀρρώστιες. Φάρμακο σωτήριο ποὺ ἔχει ἄμεσα θεραπευτικὰ ἀποτελέσματα γιὰ κάθε περίπτωσι.
    Καὶ γιὰ νὰ μὴ μένουμε μόνο στὴν θεωρία, ἄς ἔλθουμε καὶ στὰ πράγματα. Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Ψαλμωδὸς εἶναι σὰν νὰ λέη στὸν καθένα μας: Εἶσαι μήπως γονεύς, πατέρας ἡ μητέρα καὶ κλαῖς καί πονεῖς βλέποντας τὰ παιδιά σου ἄρρωστα στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου ἡ ἀτίθασα καὶ ἐπηρεασμένα ἀπο τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ, πού εἶναι διάχυτο στὸν κόσμο μας; Εἶσαι ἄρρωστος ὁ ἴδιος καί ψήνεσαι στὸν πυρετὸ καί μένεις καθηλωμένος στὸ κρεββάτι σου καὶ βλέπεις τὶς μέρες σου νὰ κυλοῦν μὲ δυσκολία καί ἀργοπορία καί μελαγχολεῖς; Εἶσαι ἐργάτης, ὑπάλληλος, ἔμπορος καὶ ἀντιμετωπίζεις δυσκολίες στὴν ἐργασία σου καί ἀγκάθια στὴν συνεργασία σου καί κινδυνεύεις νὰ χάσης τὴν θέσι σου λόγω τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν σου καὶ ἀνησυχεῖς καὶ ἀναστατώνεσαι; Συνοδεύεις ἐπίσης στὸν τάφο πρόσωπά σου ἀγαπητὸ καὶ χύνεις δάκρυα πικρὰ καὶ νοιώθεις τὴν θλῖψι νὰ σὲ κυριεύη; Ἀγωνίζεσαι τέλος νὰ καλυτέρευσης τὸν ἑαυτό σου καί νὰ βελτίωσης τὸν χαρακτῆρα σου καὶ νὰ κόψης τὰ ἐλαττώματά σου καί πονεῖς καί πληγώνεται ἡ καρδιά σου, ἐπειδὴ βλέπεις ὅτι μένεις ἀδιόρθωτος; Μὴ κυριεύεσαι ἀπό ἀπόγνωσι, φωνάζει ὁ Ψαλμωδὸς γιὰ τὴν κάθε μιὰ περίπτωσι. Μἡ ἀπελπίζεσαι.   Στηρίξου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Βασίσου στὴν ἀγάπη Του. Κρατήσου ἀπό τὴν εὐσπλαγχνία Του. Κρέμασε ἐπάνω Του τὶς ἐλπίδες σου καί μὴ τὰ χάνης. Μή φοβᾶσαι. Δὲν θὰ σ’ ἁφὴση Ἐκεῖνος. Θὰ διευθετηθοῦν τὰ πράγματα ἔτσι, ποὺ δὲν τὸ φανταζόσουν ποτέ. Θὰ λυθοῦν τὰ προβλήματά σου. Θὰ σοῦ δώση Ἐκεῖνος ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή, ὥστε νὰ ξεπεράσης ὅλες τὶς δυσκολίες σου. Θὰ σὲ ἀπαλλάξη ἀπό τὰ δεινά σου καὶ θὰ Τὸν δοξολογῆς μὲ τὴν καρδιά σου.
    Αὐτὴ τὴν γλυκειά ἐλπίδα στὸν Θεό μᾶς ὑποδεικνύει γιὰ κάθε εἴδους δοκιμασία μας ὁ φωτισμένος Ψαλμωδός. Τὴν ἐλπίδα πού μᾶς κάνει νὰ στεκώμαστε ὄρθιοι ἐμπρὸς καὶ στὴν πιὸ μεγάλη καταιγίδα. Τὴν ἐλπίδα πού μας βοηθεῖ νὰ ξεπερνοῦμε καὶ τὰ πιὸ λυσσαλέα κύματα τῶν πειρασμῶν καί θλίψεων. Τὴν ἐλπίδα ποὺ ἀποδεικνύεται βάσις καὶ θεμέλιο τῆς ζωῆς μας. Τὴν ἐλπίδα πού μᾶς σώζει ἀπο τὴν μανία τοῦ Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος διψάει νὰ μᾶς καταπιῆ, ρίχνοντάς μας στὴν ἀπελπισία καί ἀπόγνωσι. Τὴν ἐλπίδα ποὺ θὰ μᾶς ἀναδεικνύη νικητὰς σ’ ὅλους τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς μας.
    Εἶναι ἑπομένως ἀνάγκη ἐπιτακτικὴ νὰ ἐφοδιασθοῦμε ὁπωσδήποτε μ’ αὐτὸ τὸ φάρμακο. Εἶναι ἀνάγκη ἐπείγουσα νὰ προμηθευθοῦμε αὐτὴ τὴν ἄγκυρα, ὁσονδήποτε κι ἄν μᾶς κοστίση.
    Καὶ δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει ἡ δυνατότης νὰ τὴν ἀποκτήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ καταφύγουμε μὲ πίστι σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι «ὁ Θεὸς τῆς ἐλπίδος» καὶ τὴν δωρίζει πλουσιοπάροχα σ’ ὁποιονδήποτε συνδέεται μαζί του (Ρωμ. ιε’ 13).
    Ἀπό μᾶς λοιπὸν ἐξαρτᾶται τὸ νὰ ἐχουμε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἄγκυρα. Νὰ τὴν ἔχουμε πάντα μαζί μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ τὴν ρίχνουμε ὅταν χρειασθῆ στὰ βαθειὰ καί νὰ μὴ κινδυνεύουμε νὰ ναυαγήσουμε. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.422-424)