Ψαλμ. μστ’ 7- 8

Παρασκευή 11 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ψάλατε τῷ Θεῷ ἡμῶν, ψάλατε, ψάλατε τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ψάλατε,  ὅτι βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς ὁ Θεός, ψάλατε συνετῶς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ψάλατε ὔμνον εἰς τόν Θεόν μας. Ψάλατε. Ψάλατε ἐγκωμιάζοντες τόν βασιλεά μας· ψάλατε. Διότι ὁ Θεός εἶναι βασιλεύς ὁλοκλήρου τῆς γῆς· ψχάλατε ὄχι μόνο ἐντέχνως καί μουσικῶς, ἀλλά καί ἀναλογιζόμενοι τό μέγεθος τῆς χάριτός του, μέ συγκεντρωμένην τήν προσοχήν τοῦ νοῦ σας καί μέ πλήρη κατανόησιν καί παρακολούθησιν τῶν ὕμνων σας» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ τεσσαρακοστὸς ἕκτος Ψαλμὸς ἀναφέρεται μὲ ἐνθουσιαστικὸ τρόπο στὴ νίκη τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν ἐχθρῶν Του. Τὸν παρουσιάζει νὰ κατεβαίνη στὴ γῆ καὶ ν’ ἀνεβαίνη καὶ πάλι στοὺς οὐρανούς, ἀφοῦ ἔχει συντρίψει καὶ ὑποτάξει τοὺς ἀντιπάλους Του κάτω ἀπο τὴν παντοκρατορικὴ ἐξουσία Του.
    Μὲ τὰ ὅσα μάλιστα λέει γιὰ τὴν ἀνοδό Του στὸν οὐρανὸ φέρνει στὸ νοῦ μας καὶ τὴν θριαμβευτικὴ Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος, ἀφοῦ κατενίκησε τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε ἔνδοξος στὰ δεξιά τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης.
    Καὶ προτρέπει ὁ μακάριος Ψαλμωδὸς νὰ πλέξουμε στεφάνια μὲ ὕμνους καὶ δοξαστικὰ καί νὰ τὰ προσφέρουμε στὸν Θεό μας. Νὰ Τοῦ ψάλουμε νικητήρια ἄσματα καὶ θούρια θριαμβικά. Ἐπαναλαμβάνει μάλιστα τὴν προτροπὴ του πέντε φορὲς μέσα σὲ δυὸ συνεχόμενους στίχους. «Ψάλατε τῷ Θεῷ ἡμῶν, ψάλατε», φωνάζει παρακινῶντας μας. Καί συνεχίζει: «Ψάλατε τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ψάλατε». Καὶ συμπληρώνει δικαιολογῶντας τὴν προτροπή του: «ὅτι βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς ὁ Θεός». Καὶ καταλήγει: «Ψάλατε συνετῶς» (Ψαλμ. μστ’ 78).
    Στὴν τελευταία αὐτὴ προτροπή του θὰ ἐπιμείνουμε κάπως στὴ συνέχεια.
   Τί σημαίνει ἆραγε «ψάλατε συνετῶς»; ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἀπαντᾶ ὁ Ἴδιος. Νὰ ψάλετε, ἀφοῦ «καταμάθετε τὰ γεγενημένα καὶ ἐννοήσετε τὸ μέγεθος τῶν κατορθωμάτων» τοῦ Κυρίου (Ὁμ. εἰς μστ’ Ψαλμ.).
    Ὁ δὲ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ὅτι σημαίνει νὰ ψάλλετε «ὄχι ἁπλῶς μὲ μόνην τὴν γλῶσσαν, ἀλλά καὶ μὲ τὸν νοῦν, στοχαζόμενοι καί καταλαμβάνοντες είς ποῖον δεσπότην ψάλλετε καί διὰ ποῖα μεγάλα θαυμαστὰ αὐτοῦ κατορθώματα» (Ἑρμ. εἰς μστ’ Ψαλμ.).
    Ἡ προτροπὴ αὐτή τοῦ Πνεύματος δὲν  ἀφορᾶ βέβαια μόνο ὅσους ψάλλουν στοὺς Ἱεροὺς Ναούς μας καί μᾶς βοηθοῦν στὶς ὧρες τῆς λατρείας. Ἀφορᾶ ἀσφαλῶς καί ἐκείνους. Διότι καί οἱ ἱεροψάλται μας καί εἴ τις ἕτερος δὲν πρέπει νὰ προσέχουν μόνο τὶς μουσικὲς νότες τους καί νὰ ἐπιδεικνύωνται μὲ τὴν φωνή, ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός, ἀλλά νὰ ἐννοοῦν καί τὰ βαθειὰ νοήματα τῶν ψαλλομένων. Τότε μάλιστα τὰ ἀποδίδουν καί καλύτερα καὶ δὲν βρίσκουν ἐφαρμογὴ σ’ αὐτοὺς τὰ ὅσα λέει ἕνα κατανυκτικὸ τροπάριο τῆς Δευτέρας μετὰ τὴν Κυριακή του Παραλύτου γιὰ τοὺς ἀτόπους λογισμοὺς τοῦ ἰδίου τοῦ ψάλτη κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑμνωδίας.
     Ἡ προτροπὴ τοῦ θεοπνεύστου Ψαλμωδοῦ ἀφορᾶ τὸν καθένα μας. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται ὄχι μόνο στὶς ὧρες τῆς Λατρείας, ὅπου εὐχῆς ἔργο εἶναι νὰ ψάλλουμε ὅλοι μαζὶ στὸν Κύριο, ἀλλά καί στὶς ἀλλες ὧρες τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς.
    Τὸν Κύριο καὶ Θεό μας μποροῦμε καί πρέπει νὰ Τὸν ὑμνοῦμε παντοῦ. Καί στὶς ὧρες τῆς δουλειᾶς καί στὶς ὧρες τῆς σχόλης. Χρειάζεται βέβαια σύνεσι καί προσοχή, ὥστε νὰ μή ἀποβαίνη αὐτὸ σὲ βάρος τῆς ἐργασίας μας καί νὰ μὴ ἐκτίθεται ἡ χριστιανική μας ἰδιότης μὲ τὶς τυχὸν ὑπερβολές μας καί τὴν ἀπερισκεψία μας. Τὸ καλὸ πρέπει νὰ γίνεται καλά.
    Κάθε φορὰ ὅμως ποὺ θὰ ψάλλουμε ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις εἴτε φωναχτὰ εἴτε ἀπὸ μέσα μας καί εἴτε εἴμαστε μόνοι μας εἴτε μὲ ἄλλους, πρέπει νὰ ξέρουμε τί ἀκριβῶς κάνουμε. Νὰ συναισθανώμαστε δηλαδὴ ὅτι ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεό μας καί δοξολογοῦμε τὸν Κύριο τοῦ σύμ¬παντος. Ἐκεῖνον ποὺ ἀκούει παναρμόνιες καί ἀδιάκοπες ὑμνωδίες ἀπό τὶς μυριάδες τῶν ἁγίων ἀγγέλων Του. Καί ψάλλουμε ὕμνους σ’ Ἐκεῖνον, γιατί νίκησε ὅλες τὶς ἀντιθεες δυνάμεις καὶ βασιλεύει στοὺς οὐρανοὺς γιατί μᾶς ἀνύψωσε ἀπό τὴν πτῶσι τῆς ἁμαρτίας γιατί μᾶς λύτρωσε, μᾶς εὐεργέτησε μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἑτοίμασε γιὰ τὸν καθένα μας θέσι στὴν αἰώνια βασιλεία Του.
    Ὅταν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ συναίσθησι κατὰ τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδίας μας, τότε θὰ συνυπάρχει καὶ ἡ εὐλάβεια. Θὰ γίνεται δηλαδὴ εὐλαβικὰ καὶ μέ τὴν προσοχὴ ποὺ πρέπει. Ἄλλως τε δὲν εἶναι κάτι διαφορε¬τικὸ ἀπο τὴν προσευχὴ ἡ ψαλμωδία. Καί ὅπως ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται μὲ συναίσθησι τῆς ἱερότητος τῆς ὥρας, κατὰ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεό, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψαλμωδία. Ὅπως ἐπίσης πρέπει νὰ ξέρουμε καὶ νὰ παρακολουθοῦμε αὐτὰ ποὺ λέμε ὅταν προσευχώμαστε, ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται καὶ ὅταν ψάλλουμε.
    Ἡ καλή αὐτὴ ψαλμωδία θὰ ἐξαγιάζη μὲ τὰ νοήματά της τὶς σκέψεις μας. Θὰ καθαρίζη τὸ ἐσωτερικό μας. Δὲν θ’ ἀφήνη τόπο στὴν γλώσσα μας γιὰ ἄλλες κοσμικὲς καὶ ἁμαρτωλὲς μελωδίες. Θὰ γίνεται κίνητρο πολὺ δυνατό,  ποὺ θὰ μᾶς παρακινῆ νὰ ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, τὸν Ὁποῖο ὑμνολογοῦμε.
    Καί τότε στ’ ἀλήθεια ἔχει οὐσιαστικὸ νόημα ἡ ψαλμωδία, ἀγαπητὲ ἀναγνᾶστα. Τότε ὁλοκληρώνεται καὶ παίρνει ἀξίαν ἡ ὕπαρξί της. Ὅταν μᾶς βοηθῆ νὰ γινώμαστε καλύτεροι. Ὅταν συμβάλλη στὸ νὰ γίνωνται τὰ λόγια τῶν ὕμνων μας πρᾶξι καὶ ζωή. Ὅταν ἀνεβάζη τὸ εἶναι μας πρὸς τὸν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ. Ὅταν μᾶς συνδέη πραγματικὰ μὲ τὸν Κύριο.
    Αὐτοῦ δὲ τοῦ εἴδους τὴν «συνετή» καὶ θεάρεστη ψαλμωδία μπορεῖ νὰ τὴν ἐκτελέση ὁ καθένας μας, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχη μεταλλικὴ καὶ κελαρυστὴ φωνή. Μποροῦμε, ἀλλά καὶ πρέπει νὰ τὴν ἀπευθύνουμε ὅλοι μας ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα. «Ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ». Στὸ σπίτι μας, στὸν Ναό, ἀλλὰ καὶ στὸ ὕπαιθρο. Νὰ ψάλλουμε μὲ χαρούμενη διάθεσι καὶ μὲ τὸν τρόπο, ποὺ εὐχαριστεῖ πραγματικὰ Ἐκεῖνον, στὸν Ὅποιο «πρέπει αἶνος, ὕμνος καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας». (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.469)