Ψαλμ. λε’ 9

Πέμπτη 3 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μεθυσθήσονται ἀπὸ πιότητος οἴκου σου, καὶ τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτούς.»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

« Θά χορτασθοῦν καί θά μεθύσουν ἀπό τήν ἀφθονίαν καί τόν πλοῦτον τῆς τραπέζης τοῦ οἴκου σου καί θά τούς ποτίσῃς μέ τήν τρυφήν τῶν ἀρρήτων σου πνευματικῶν ἀπολαύσεων, πού ἡ ἀφθονία της ὁμοιάζει πρός ἀσυγκράτητον ρεῦμα χειμωνιάτικου ποταμοῦ» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ  τριακοστὸς πέμπτος Ψαλμὸς παρουσιάζει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀθεόφοβο, ποὺ προχωρεῖ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὶς ἰδιότητες καὶ κυρίως τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐλεεῖ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ καταλήγει μὲ προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ παρατείνη τὸ ἐλεός Του. Νὰ ἐξακολουθῆ νὰ δείχνεται εὐσπλαγχνικὸς πρὸς ὅσους Τὸν πιστεύουν καὶ φέρονται μὲ εὐθύτητα στὴν ζωή τους.
    Ἀπό ὅσα λέει ὁ ἐμπνευσμένος Ψαλμωδὸς γιὰ τὶς δωρεές, πού μᾶς χαρίζονται ἀπὀ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου, ξεχωρίζουμε τὴν φράσι: «Μεθυσθήσονται ἀπό πιότητος οἴκου σου καὶ τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτούς» (Ψαλμ. λε’ 9). 0ἱ ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ σὲ πλησιάζουν, θὰ χορτάσουν καὶ θὰ μεθύσουν ἀπο τὰ πλούσια καὶ ἐξαίρετα ἀγαθά σου. Θὰ τοὺς ποτίσης μὲ χαρὰ καὶ εὐτυχία, ποὺ σὰν χείμαρρος καὶ ρεῦμα χειμωνιάτικου ποταμοῦ ἀναπηδᾶ ἀπό σέ.
    Πόσο ὡραία καὶ ἐκφραστικὴ πραγματικὰ εἰκόνα τῆς ἀφθονίας τῶν δωρεῶν καὶ χαρισμάτων, ποὺ σκορπίζει ὁ Θεὸς στοὺς ἰδικούς Του!
    Ὅπως τονίζει στὸν Ψαλμὸ του αὐτὸν ὁ Δαβίδ, ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός. Ἡ δὲ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεός Του ἐκτείνονται «ἕως τῶν νεφελῶν». Καλύπτουν τὰ πάντα.
    Ὅσοι ἑπομένως ποθοῦν τὴν δικαιοσύνη. Ὅσοι διψοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ὅσοι κυνηγοῦν τὴν χαρά, ἂν πλησιάσουν τὸν Κύριο, θὰ βροῦν ἀσυγκρίτως περισσότερα, ἀπό αὐτὰ ποὺ ἀναζητοῦν. Τόσον πολλὰ ὥστε νὰ πλημμυρίζουν οἱ καρδιές τους καὶ νὰ μεθοῦν ἀπο εὐτυχία.
    Τὸ καταλαβαίνει κανεὶς αὐτό, ὅταν ρίξη καὶ ἕνα βλέμμα στὴν κατάστασι πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ μένουν μακρυά ἀπό τὸν Θεό. Τὸ διαπιστώνεις ἀμέσως βλέποντας ἐκείνους, ποὺ ἀφήνουν τὸν Κύριον, πού, ὅπως εἶπε ὁ Προφήτης, εἶναι «πηγὴ ὕδατος ζωῆς», καὶ καταφεύγουν σὲ «λάκκους», ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κρατήσουν νερό, πού νὰ ἱκανοποιῆ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς τοὺς (Ἱερεμ. β’ 13).
    Τρέχουν νὰ ξεδιψάσουν στὰ θολὰ καὶ μολυσμένα νερὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ μένουν τελικὰ διψασμένοι. Νοιώθουν ἕνα φοβερὸ κενὸ μέσα τους, παρὰ τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά τους. Δὲν τοὺς γεμίζει τίποτε. Αἰσθάνονται ἀνία καὶ πλῆξι καὶ ἀηδία καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ζωή, ὅπως τὸ ὁμολογοῦν ἀρκετοὶ ἀπό αὐτούς.
    Γι΄ αὐτὸ ἄλλως τε εἶναι καὶ τόσο συχνὲς οἱ αὐτοκτονίες σὲ χῶρες, ποὺ ἔλυσαν μὲν τὰ οἰκονομικά τους προβλήματα, ἂλλ’ ὅμως ἔσπασαν τοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ κάθε τετράγωνο σχεδὸν τῶν τεχνολογικὰ προηγμένων κρατῶν, ποὺ δὲν ὑπολογίζουν τὸν Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἔχει τὸν ψυχίατρο καὶ τὸν νευρολόγο του. Τὰ ἔχουν ὅλα καὶ ὅμως εἶναι ἀνικανοποίητοι. Αἰσθάνονται πεινασμένοι καὶ διψασμένοι, γιατί ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ζωὴ τους ὁ μόνος, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς κάνη νὰ χορτάσουμε καὶ νὰ ξεδιψάσουμε, λείπει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού, ὅπως σημειώνει σχετικὰ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, εἶναι «χείμαρρους τρυφῆς» (Ἐξηγ. εἰς λε’ Ψαλμ.). Εἶναι ποταμὸς χαρᾶς, εἰρήνης καὶ εὐφροσύνης καὶ πλημμυρίζει μὲ τὴν εὐτυχία του τὸν κάθε πιστό.
    Ἂν μὲ ἄκουγες καί ζοῦσες σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές μου, ἔλεγε μὲ τὸ προφητικὸ στόμα ὁ Θεὸς στὸν λαό του καὶ στὸν κάθε ἄνθρωπο, θὰ γινόταν σὰν «ποταμὸς ἡ εἰρήνη σου», ἡ χαρά σου καὶ ἡ εὐτυχία σου (Ἡσ. μη’ 18).
   «Ἀκούσατέ» μὲ λοιπὸν τώρα «καὶ ἐντρυφήσει ἐν ἀγαθοῖς ἡ ψυχή» σας (Ἡσ. νε’ 2). Θὰ τρυφᾶτε καὶ θὰ ἀπολαμβάνετε τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία. Θά χαίρεσθε εἴτε μὲ τὰ πολλὰ εἴτε μὲ τὰ λίγα ὑλικὰ ἀγαθά σας.
    Θὰ νοιώθετε γαλήνη καὶ ἀνάπαυσι καὶ ἱκανοποίησι ἐσωτερική. Θὰ κοιμᾶσθε ἤρεμοι καὶ ἄφοβοι. Θὰ αἰσθάνεσθε νὰ σφύζη τὸ εἶναι σας ἀπό ψυχικὴ ὑγεία καὶ εὐεξία.
   Δὲν εἶναι ὄνειρα θερινῆς νυκτὸς ὅλα αὐτά, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Οὔτε μοιάζουν μὲ τὶς φαντασιώσεις, ποὺ παθαίνει στὴν ἔρημο ὁ διψασμένος ὁδοιπόρος, ποὺ νομίζει ὅτι βλέπει ἐμπρὸς του πηγὲς δροσερὲς καὶ τίς φθάνει, ἀλλά χάνονται ἀπό ἐμπρός του.
    Εἶναι πραγματικότης, ποὺ τὴν ἀντικρύζει κανεὶς ὁλοζώντανη στὴν ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Πραγματικότης ποὺ τὴν χαίρονται καί τὴν ζοῦν στὴν πληρότητά της καὶ σήμερα ἕνα πλῆθος πιστῶν. Νέοι καὶ ἡλικιωμένοι, ποὺ μὲ τὴν μυστηριακὴ ἕνωσί τους μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν ἁγιαστική Χάρι τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν Προσευχὴ καὶ τὴν Θεία Κοινωνία βρίσκουν τὸ πλήρωμα, ποὺ χορταίνει καὶ ξεδιψᾶ ἀληθινὰ τὴν καρδιά τους.
    Ἀνάμεσά τους μποροῦμε ἀσφαλῶς νὰ εἴμαστε καὶ σὺ κι ἐγώ. Ἀπό μας ἐξαρτᾶται. Ἡ Πηγὴ πάντως ὑπάρχει καί μᾶς περιμένει. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.293-294)