Ψαλμ. μζ’ 9

Σάββατο 12 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καθάπερ ἠκούσαμεν, οὕτω καὶ εἴδομεν ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὁ Θεὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Καθώς ἠκούσαμεν νά μᾶς διηγοῦνται οἱ πατέρες μας τά μεγαλουργήματά σου, οὕτω καί εἴδομεν μέ τούς δικούς μας ὀφθαλμούς νά γίνεται ἐν τῇ πόλει τοῦ Κυρίου τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἐν τῇ πόλει τοῦ Θεοῦ μας, τῇ ἁγίᾳ Ἱερουσαλήμ. Ὁ Θεός τήν ἐστερέωσε ὥστε νά μένῃ ἀπόρθητος εἰς τούς αἰῶνας» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Πολλοὶ μαζὶ βασιλεῖς συνασπίσθηκαν κάποτε καὶ ἐπετέθηκαν ἀναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλά τελικῶς ἔφυγαν ντροπιασμένοι. Δὲν κατώρθωσαν νὰ τὴν κυριεύσουν, ἐπειδὴ τὴν προστάτευε ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων. Τὴν εἶχε ριζώσει καλὰ στὸ ὄρος Σιών καὶ δὲν κινδύνευε ἀπὸ κανένα ἐχθρό.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔχει στὸ νοῦ του ὁ ἐμπνευσμένος ψαλμωδὸς τοῦ τεσσαρακοστοῦ ἕβδομου Ψαλμοῦ καὶ ἀνυμνεῖ τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι «μέγας καὶ αἰνετὸς σφόδρα». Συνέβησαν καὶ στὴν ἐποχή μας, ψάλλει μὲ χαρά, ὅλα ἐκεῖνα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ φανέρωναν σὲ ἄλλες ἐποχὲς τὴν προστατευτικὴ ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τῆς πόλεώς μας. «Καθάπερ ἠκούσαμεν, οὕτως καὶ εἴδομεν ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὁ Θεὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. μζ’ 9).
    Πόλις τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός, εἶναι βέβαια τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ ἅγιος τόπος τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱεροί Πατέρες μας ὅμως καὶ οἱ Ἑρμηνευταί τῶν Γραφῶν σημειώνουν ὅτι «πόλις τοῦ Θεοῦ» εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ νοητὴ Σιών, δποὺ ὁ Κύριος ἑνώνεται μὲ τοὺς πιστούς Του. Καὶ δπως οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἐβλεπαν σὲ κάθε ἐποχὴ τὶς θαυμαστὲς ἐκδηλώσεις τῆς Προνοίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πάλι τους, ἔτσι καὶ τὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔβλεπαν μέσα στοὺς αἰῶνες τὸ προστατευτικὸ χέρι τοῦ Κυρίου στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. 
    Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ψαλμωδοῦ, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «λέγουσι μετὰ τὸν πόλεμον ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοὶ ὁποῦ ἐγλύτωσαν ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὅτι ἀληθῶς σύμφωνα εἶναι ἐκεῖνα ὁποῦ ἠκούσαμεν μὲ ταῦτα ὁποῦ τώρα εἴδομεν ἐμπράκτως εἰς τὴν πόλιν τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Διότι ἠκούσαμεν ὅτι παλαιὰ ὁ Θεὸς ἔκαμε πολλὰ θαύματα διά τὸν λαόν του καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν του. Εἴδομεν δὲ ὀφθαλμοφανῶς καὶ τώρα εἰς τάς ἡμέρας μας τὸς θαυματουργίας του. Ὅθεν ταῦτα ὁποῦ εἴδομεν βεβαιοῦσι καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ ἠκούσαμεν» (Ἑρμ. εἰς μζ’ Ψαλμ.).
    Πόσο σύμφωνα ἀλήθεια μὲ τὴν πραγματικότητα εἶναι τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ψαλμοῦ· Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ξεφυλλίσουμε τὶς ἱερές της σελίδες, θὰ τὸ διαπιστώσουμε.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε ἐπίσημα στὸν κόσμο μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρισκόταν συνεχῶς σὲ ἐμπόλεμη, θὰ λέγαμε, κατάστασι. Στὴν ἀρχὴ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτραι. Κατόπιν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοί. Ἀργότερα οἱ Εἰκονομάχοι. Ἔπειτα οἱ Μωαμεθανοὶ καὶ ὕστερα μέχρι τὶς μέρες μας οἱ ὑλισταί καὶ οἱ ἄθεοι ὥρμησαν μὲ μανία ἐναντίον της. Κίνησαν γῆν καὶ οὐρανόν, γιὰ νὰ τὴν ξερριζώσουν, νὰ τὴν ξεθεμελιώσουν καὶ νὰ τὴν ἀφανίσουν ἀπό προσώπου τῆς γῆς. Χρησιμοποίησαν ὅλα τὰ μέσα ποὺ ἐφεύρισκε ἡ σατανοκίνητη διάνοιά τους, γιὰ νὰ κάμψουν τὴν ἡρωϊκή ἀντίστσσι τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
    Μὰ τοῦ κάκου· δὲν πέτυχαν ἀπολύτως τίποτε. Καί ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροὶ καὶ διῶκται της ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον βυθίζονταν στὴν ἀνυποληψία τῆς Ἱστορίας, ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε μετὰ ἀπό κάθε δοκιμασία καὶ ἐπίθεσι ἐναντίον της πιὸ δοξασμένη, πιὸ λαμπρή, πιὸ θαλερή.
    Γιατί; διότι εἶχε πάντα μαζί της τὸν Ἱδρυτήν της. Τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ’ 8). Ἐκεῖνον ποὺ βεβαίωσε καὶ ὑπεσχέθη μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πι¬στοὺς Του «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’ 20). Ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλε τὸ Παντοδύναμο καὶ Πανάγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μένη στὴν Ἐκκλησία Του «εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ιδ’ 16). Ἡ πανίσχυρη λοιπὸν Χάρις τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἐκείνη ποὺ χάριζε πάντα τὴν νίκη στὴν Ἐκκλησία Του. Ἡ Χάρις Ἐκείνου, ποὺ εἶπε ὅτι στερέωσε τὴν Ἐκκλησία «ἐπὶ τῂ πέτρᾳ» καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν νικήση καμμιὰ σκοτεινὴ δύναμι (Ματθ. ιστ’ 18).
    Τὴν εἶδαν, εἴπαμε, ἀδελφέ μου, χειροπιαστή αὐτὴ τὴν ἀλήθεια οἱ πιστοὶ στὴν διαδρομὴ τῶν εἴκοσι αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο. Τὴν εἶδαν οἱ πιστοί της ἐποχῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Καλλινίκων Μαρτύρων. Τὴν εἶδαν καὶ οἱ πιστοί της ἐποχῆς τῶν μεγάλων Πατέρων τοῦ Βυζαντίου. Τὴν εἶδαν καὶ ἐκεῖνοι τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας καὶ τῶν Νεομαρτύρων. Τὴν εἶδαν τέλος καὶ οἱ Χριστιανοὶ τοῦ 19ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰῶνος, ὁπότε μεσουρανοῦσε ὁ ὑλισμός.
    Σειρά μας λοιπὸν νὰ τὴν δοῦμε κι ἐμεῖς. Καιρὸς νὰ δοῦμε τὰ ὅσα ἀκούσαμε καὶ διαβάσαμε γιὰ τὶς προηγούμενες ἐποχές. Καὶ μὴ ἀμφιβάλλης, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ὅτι θὰ ἐπαναληφθῆ καὶ στὶς μέρες μας ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλως τε ἤδη ἐπαναλαμβάνεται. Τί δὲν κάνουν ἀλήθεια καὶ στὶς μέρες μας οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τῶν Μασσώνων καὶ τῶν ἀθέων ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας· καὶ τί δὲν γράφουν ἐναντίον της οἱ λογῆς  λογῆς ἐχθροί της· Καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζῆ· καὶ ἔχει κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ της τὰ σμήνη τῶν πιστῶν τέκνων της, ποὺ μένουν ἀνεπηρέαστα ἀπό κάθε εἴδους ἀντίδρασι καὶ πολεμική. Ζῆ καὶ δρᾶ καὶ κινεῖται καὶ σήμερα, γιατί ζῆ μαζί της Ἐκεῖνος, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἐξουσιάζει τὰ πάντα.
    Ἄς θριαμβολογοῦν οἱ ἐχθροί της. Ἄς νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀνήκει στὸ παρελθόν. Θὰ ἀναγκασθοῦν ἀπό τὰ ἴδια τὰ πράγματα νὰ ἐπαναλάβουν κι αὐτοὶ τελικῶς τὸ «νενίκηκάς με, Ναζωραῖε» τοῦ Ἰουλιανοῦ.
    Ἄς ἀφήσουμε ὅμως κατὰ μέρος τοὺς ἐχθρούς, ποὺ μοιάζουν μ’ αὐτοὺς πού, ἐνῶ εἶναι ξυπόλητοι, κλωτσοῦν τὰ καρφιά. Κι ἂς φροντίσουμε κι ἐγὼ καὶ σὺ νὰ εἴμαστε ζωντανὰ καὶ ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὴν Κεφαλή μας. Τότε θὰ μποροῦμε νὰ βλέπωμε τὸν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἤδη εἶναι γεγονός. Καὶ γεμᾶτοι χαρὰ γιὰ τὴ νίκη θὰ ἐπαναλαμβάνουμε κι ἐμεῖς μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Καθάπερ ἠκούσαμεν, οὕτως καὶ εἴδομεν». (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.493)