Ψαλμ. να’ 10

Τετάρτη 16  Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ἀντιθέτως ἐγώ, σάν ἐλαία ἀειθαλής καί γεμάτη καρπόν, εὑρίσκω ἀσφαλές καταφύγιον ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου, καί παραμένω ἀχώριστος ἀπό τῆς μετ’ αὐτοῦ  ἐπικοινωνίας καί ἐνισχύσεως. Ἐστήριξα τήν ἐλπίδα μου ὄχι εἰς τόν πλοῦτον καί εἰς τήν ἀνθρωπίνηνν ἐπιρροήν, ἀλλ’ἐπί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ διά παντός καί εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ἀφορμὴ γιὰ νὰ γραφῆ ὁ πεντηκοστὸς πρῶτος Ψαλμὸς στάθηκε μιὰ ἀποκρουστικὴ ἐνέργεια. Προδοσία ποὺ συνοδεύθηκε ἀπό φόνο ἑκατοντάδων ἀνθρώπων.
    Ὁ  ἐπιστάτης δηλαδὴ τοῦ Σαούλ, ὁ Δωὴκ ὁ Σύρος, ὅταν εἶδε τὸν Δαβίδ νὰ καταφεύγη στὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερεως Ἀβιμέλεχ, γιὰ νὰ γλυτώση ἀπὸ τὴν μανία τοῦ Σαούλ, κατέδωσε ἀμέσως τὸ γεγονὸς στὸν βασιλιά. Ἀποτέλεσμα τῆς προδοσίας αὐτῆς ἦταν νὰ φονευθῆ ὁ Ἀβιμέλεχ καί ἄλλοι τριακόσιοι πέντε ἱερεῖς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δωήκ.
    Μόλις ἔμαθε τὴν στυγερὴ αὐτὴ πρᾶξι ὁ Δαβίδ, συνέθεσε τὸν Ψαλμὸ αὐτό, μὲ τὸν ὁποῖο στρέφεται πρὸς τὸν ἐγκληματία καί τοῦ λέει: Καυχᾶσαι τώρα καί νομίζεις πὼς εἶσαι δυνατὸς καί ταμπουρώνεσαι πίσω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ βασιλιά. Θὰ ἔλθη ὅμως ἡ ὥρα, ποὺ θὰ μαδήση ἕνα  ἕνα τὰ φτερά σου ὁ δίκαιος Θεὸς καὶ θὰ σὲ ξερριζώση καὶ θὰ σὲ πετάξη σὰν ἄχρηστο χορτάρι. Θὰ βλέπουν τὸ κατάντημά σου οἱ δίκαιοι καὶ θὰ γελοῦν καί θὰ λένε: «Νὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ βασίσθηκε στὰ πλούτη καί στὴν δύναμι τῆς ματαιότητός του».
    Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ κατάληξί σου. «Ἐγώ δὲ ὡσεί ἐλαία κατάκαρττος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ ἤλπισα ἐπί τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ είς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. να’ 10). Σὺ μὲν θὰ καταστραφῆς καί θὰ γίνης ὁ περίγελως τοῦ κόσμου• ἐγώ ὅμως θὰ εἶμαι σὰν τὴν ἀειθαλὴ ἐλιά, ποὺ εἶναι γεμάτη καρπούς. Θὰ εἶμαι ἀσφαλὴς μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζῶ αἰωνίως στηριγμένος στὴν βοήθειά Του.
    Θὰ «διαφυλαχθῶ τόσον πολλά», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ὥστε ὅπου νὰ φαίνωμαι ὡσὰν μία ἐλαία κατάκαρπος, τῆς ὁποίας δὲν διαφθείρεται ὁ καρπὸς θέλω δὲ φυλαχθῶ ἐπί τῇ σκέπῃ πεφυτευμένος τοῦ Θεοῦ, καθὼς καί ἡ  αἰσθητή ἐλαία διαφυλάττεται πεφυτευμένη οὖσα ἐν τῷ κήπῳ» (Ἑρμ. εἰς να’ Ψαλμ.).
    Πολὺ πετυχημένη πραγματικὰ ἡ παρομοίωσι αὐτὴ τοῦ ἐμπνευσμένου Δαβίδ. Παρομοιάζει τὸν ἑαυτὸ του καί γενικὰ κάθε πιστὸ καί εὐσεβῆ ἄνθρωπο μὲ τὴν ἐλιά. Μὲ τὸ αἰωνόβιο καί ἀειθαλὲς αὐτὸ δένδρο, ποὺ κρατεῖ ἐπάνω του χειμῶνα καλοκαίρι τὸ φύλλωμά του. Μὲ τὴν εὐλογημένη ἐλιὰ ποὺ δίνει συνήθως ἀφθόνους καρποὺς καί γίνεται πηγὴ εὐλογίας γιὰ τὸν τόπο καί τὸν ἰδιοκτήτη της. Μὲ τὸ δένδρο ποὺ χαίρεσαι νὰ τὸ βλέπης καθὼς γέρνει τὰ κατάφορτα κλαδιὰ του πρὸς τὴν γῆ.
    Στὴν ὡραία αὐτὴ παρομοίωσι κρύβεται βέβαια ἡ μακροζωία, ποὺ ἀποτελοῦσε ξεχωριστὴ εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κυρίως ὅμως, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὑπονοεῖται ἐδῶ ἡ ἄφθαρτη δόξα «τῶν πιστευόντων εἰς Χριστόν», ποὺ εἶναι καί αὐτὴ «ἀειθαλής». Δὲν μαραίνεται ποτέ, ἀλλά λάμπει καὶ ἀκτινοβολεῖ στοὺς αἰῶνες (Ἐξηγ. εἰς να’ Ψαλμ.).
    Συγχρόνως ὅμως ἡ παρομοίωσις αὐτή τονίζει καὶ τὸ πόσον χρήσιμος καί ὠφέλιμος καί εὐεργετικὸς εἶναι κάθε πιστὸς ἄνθρωπος μέσα στὸ περιβάλλον ὅπου ζῆ. Εὐλογημένος ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακὴ καί τήν ὅλη γενικὰ ζωὴ του ἀποτελεῖ εὐλογία καί γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μέσα στοὺς ὁποίους ἀναστρέφεται. Γίνεται παράγων, ποὺ ἐπηρεάζει θετικὰ καί οὐσιαστικὰ καί βοηθεῖ με τὰ λόγια καί τὰ ἐργα του τοὺς συνανθρώπους του, ποὺ γεύονται τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀγάπης του. Ἡ παρουσία του εἶναι μία διαρκής προσφορά σὲ καθένα ποὺ τὸν πλησιάζει. Προσφορὰ σταθερὴ καί ἀθόρυβη.
    Αὐτὸς εἶναι ὁ πιστὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἀληθινὰ πιστὸς ἄνθρωπος. Ὅπως ἦταν καὶ ὁ Δαβίδ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας μέσα στοὺς αἰῶνες. Πηγὴ εὐλογίας γιὰ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους. Ὄασις μέσα στὴν ἔρημο τῆς πνευματικῆς ξηρασίας, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ὁ ἀτομισμός, ἡ φιλαυτία καὶ ἡ ἐγωκεντρικότης.
    Ἄς μὴ ἐπιμείνουμε ὅμως, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, περισσότερο στοὺς συμβολισμοὺς τῆς ἐλιᾶς. Δὲν εἶναι ἄλλως τε αὐτὸ τὸ κύριο θέμα μας. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐντυπωθῆ ἀπαραιτήτως βαθειὰ μέσα μας, εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ ἀσεβὴς καὶ ἄδικος ἄνθρωπος κινδυνεύει ἀπό στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ καταποντισθῆ, ἀντιθέτως ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβής δὲν φοβᾶται τίποτε. Στηρίζει τὴν ἐλπίδα του στὴν πίστι πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἀπολαμβάνει διαρκῶς τὴν ζωὴ του μέσα στὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ κάτω ἀπό τὴν πανίσχυρη προστασία Του.
    Ἀκόμη καὶ στὶς ὧρες τῶν θλίψεων καὶ πειρασμῶν, ποὺ εἶναι κοινὲς γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ὁ πιστὸς καὶ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος νοιώθει στερεὸ τὸ ἔδαφος κάτω ἀπό τὰ πόδια του. Ὅσοι ἀνεμοστρόβιλοι κι ἂν τὸν κτυπήσουν κι ὅσα κλαδιά του κι ἂν τσακίσουν, δὲν χάνει ποτὲ τὴν ἀντοχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα του. Νοιώθει γαλήνη καὶ παρηγοριά, ποὺ οὔτε φαντάζονται κἄν ποτὲ οἱ ἄπιστοι καὶ ἀσεβεῖς. Μένει ἀτάραχος καὶ εἰρηνικὸς καὶ στὴν πιὸ μεγάλη συμφορά.
    Δὲν εἶναι δὲ μόνο λόγια καὶ θεωρία ὅλα αὐτά. Τὰ εἴδαμε στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων καὶ πιστῶν ἀνθρώπων μέσα σ’ ὅλους τους αἰῶνες. Τὰ βλέπουμε καὶ σήμερα στὴ ζωὴ ἐκείνων, ποὺ φρόντισαν νὰ φυτευθοῦν καὶ νὰ ριζώσουν στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Στὴν ζωὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ νοιώθουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὰν σπίτι τους καὶ αἰσθάνονται μέσα σ’ αὐτὴν ἀσφαλεῖς καὶ ἤρεμοι.
    Καί ἂν γίνουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφέ μου, πιὸ πιστοὶ καὶ πιὸ ἀφωσιωμένοι στὸν Κύριο καὶ στερεωθοῦμε βαθύτερα καὶ καλύτερα στὸ ἔδαφος τῆς πίστεως, θὰ τὸ δοῦμε καὶ στὴ ζωή μας. Θὰ γίνουμε δηλαδὴ σὰν τὴν πάντοτε θαλερὴ ἐλιά, τὴν κατάκαρπη. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.602)