Πέμπτη 24 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεος αὐτοῦ προφθάσει με· ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὦ Θεέ μου, εἶμαι βέβαιος ὅτι θά ἀποστείλῃς ἐγκαίρως τό ἔλεός σου, διά νά μέ προφθάσῃ, ὥστε νά μή πάθω τίποτε ἀπό τούς ἐχθρούς μου· ὁ Θεός, τόν ὁποῖον λατρεύω καί ἔχω ἰδικόν μου, θά μοῦ δείξῃ ὅτι εἶναι πρέπεον καί δίκαιον νά ἐπισυμβῇ εἰς τούς ἐχθρούς μου» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ φθόνος ἔσπρωξε τὸν Σαοὺλ νὰ στείλη κάποτε ἀνθρώπους του στὸ σπίτι τοῦ Δαβίδ, γιὰ νὰ τὸν παραμονεύσουν καὶ τὸν σκοτώσουν. Ἡ γυναίκα ὅμως τοῦ Δαβίδ, ἡ Μελχόλ, ποὺ ἦταν κόρη τοῦ Σαούλ, ἀντελήφθη τὸν κίνδυνο καὶ ἔσωσε τὸν ἄνδρα της κατεβάζοντάς τον ἀπό κάποιο παράθυρο.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν ἐμπνευσμένο Ψαλμωδὸ νὰ συνθέση ἄλλον ἕνα Ψαλμό. Πρόκειται γιὰ τὸν πεντηκοστὸ ὄγδοο, στὸν ὁποῖο ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία του αὐτή ἀπό βέβαιο θάνατο, ἀλλά καὶ τὴν βεβαιότητά του ὅτι θὰ κατεντροπιάση Αὐτὸς τελικὰ ὅλους τούς ἐχθρούς του.
Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ψαλμό, ξεχωρίζουμε τὴν φράσι: «Ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός σου προφθάσει με», ποὺ προσφέρει δυνατὸ μήνυμα γιὰ τὸν καθένα μας (Ψαλμ. νη’ 11).
Τί σημαίνουν τὰ θεόπνευστα αὐτὰ λόγια τοῦ Δαβίδ; Ὅτι ἦταν βέβαιος ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν πρόφθαινε ἐγκαίρως, ὥστε νὰ μὴ πάθη τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. «ὁ Θεός μου, λέγει, τοιοῦτος ἕτοιμος εἶναι εἰς τὸ νὰ ὑπακούη, ὥστε ὅπου τὸ ἔλεός του προλαμβάνει τὴν αἴτησίν μου καί πρὸ τοῦ ἐγὼ νὰ τὸν παρακαλέσω, μὲ ἐλεεῖ• τόσον ταχὺς εἶναι εἰς βοήθειαν» (Ἁγίου Νικόδημου, Ἑρμηνεία εἰς νη’ Ψαλμὸν). Εἶναι τόση ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του Θεοῦ εἶναι τόσο τὸ ἔλεος καί τὸ ἐνδιαφέρον Του, ὥστε μᾶς προφθαίνει στὶς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες μας καί μᾶς σώζει, πρὶν καλά καλὰ τελειώσουμε τὴν ἐκζήτησι τῆς βοηθείας Του.
Μᾶς τὸ εἶπε ὁ Ἴδιος μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου: «Ἔτι λαλοῦντός σου, ἐρεῖ, ἰδοὺ πάρειμι» (Ἡσ. νη’ 9). Ἐνῶ ἀκόμη μιλᾶς καί προσεύχεσαι, ἄνθρωπε, καί ζητεῖς τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, θὰ σοῦ πῆ: «Εἶμαι παρών. Εἶμαι δίπλα σου, ἕτοιμος νὰ σὲ βοηθήσω».
Τί μπορεῖ ἀλήθεια νὰ σταθῆ ἐμπόδιο στὴν ἄμεση αὐτὴ ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ; Δὲν τά ξέρει μήπως Ἐκεῖνος ὅλα; Δὲν τὰ βλέπει καὶ δὲν τὰ ἀκούει ὅλα; Δὲν ὁρίζει ἐπίσης ὁ Ἴδιος τὸ κάθε τί; Καί δὲν ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἐπεμβαίνη, ὅταν πρέπη, καί νὰ διασώζη τοὺς δικούς Του ἀπό ὁρατοὺς καί ἀόρατους κινδύνους;
Δὲν χωρεῖ καμμία ἀμφιβολία. Ἄλλως τε ὁ Θεός μας μᾶς ἔδωσε καὶ ἐγγύησι γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἦλθε γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου «αὐτεπάγγελτος», ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ἦλθε δηλαδὴ χωρὶς κἄν νὰ Τοῦ τὸ ζητήσουμε. Μὲ δική Του πρωτοβουλία. Μᾶς εἶδε ποῦ εἴχαμε καταντήσει καὶ μᾶς λυπήθηκε μέσα στὴν ἀθλιότητά μας καί ἔτρεξε νὰ μᾶς σώση.
Τέτοιος εἶναι ὁ Θεός μας, ἀγάπητέ μου ἀναγνῶστα. Θεὸς ποὺ ἐλεεῖ καὶ σώζει. Θεὸς ποὺ τρέχει νὰ βοηθήση αὐτόν, ποὺ ἔχει ἀνάγκη καὶ βρίσκεται σὲ ὁποιαδήποτε δυσκολία. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ μερικοὶ νομίζουν ὅτι τὸ ὄνομα «Θεός» προέρχεται ἀπό τὴν λέξι «θέω», ποὺ σημαίνει «τρέχω». Εἶναι ἀεικίνητος. Κινεῖται διαρκῶς. Τρέχει καὶ προλαβαίνει τὸν καθένα, σ’ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ σύμπαντος κι ἂν βρίσκεται. Τρέχει καὶ μᾶς προφθαίνει, εἴτε εἴμαστε στὴ γῆ, εἴτε πετᾶμε στοὺς αἰθέρες, εἴτε πλέουμε στὶς θάλασσες. Ὅποιος μελετᾶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, βλέπει πολὺ καθαρά αὐτὴ τὴν ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους. Ἀπὸ πόσους καὶ πόσους κινδύνους παραδείγματος χάριν δὲν πρόφθαινε καί ἔσωζε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὁ Κύριος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι κατὰ πόσο τὴν νοιώθουμε καὶ τὴν ζοῦμε. Ὁ Δαβίδ καὶ οἱ ἅγιοι τὴν ἔνοιωθαν καί τὴν ζοῦσαν καθημερινά, γι’ αὐτὸ καί δὲν ἀνησυχοῦσαν ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβόνταν τίποτε.
Ἐκεῖνο ἑπομένως ποὺ χρειάζεται ἐπειγόντως, εἶναι ν’ ἀνοίξουν καλύτερα καὶ νὰ καθαρίσουν περισσότερο τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε κι ἐμεῖς τὸν Θεό μας νὰ σπεύδη πρὸς βοήθειάν μας.
Νὰ τὸν βλέπουμε, καθὼς στέλνει τοὺς ἁγίους ἀγγέλους Του, γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ φτερὰ τους καί νὰ μᾶς προστατεύουν ἀπό πάσης φύσεως κινδύνους καὶ ἀπό τὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων. Νὰ Τὸν αἰσθανώμαστε, καθὼς ἁπλώνει ἐπάνω μας τὸ πανάγαθο πατρικὸ χέρι Του καὶ μᾶς χαρίζει αὐτά, ποὺ ξέρει ὅτι τὰ χρειαζόμαστε, προτοῦ νὰ Τοῦ τὸ ποῦμε.
Καὶ φροντίζοντας νὰ ζοῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός μας, ἄς Τὸν παρακαλοῦμε μὲ τὸ θερμὸ αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἀεί ἠμᾶς πρόφθασον», Κύριε. Πάντα νὰ μᾶς προφθαίνης, Κύριε. Μὴ φεύγης ἀπό κοντά μας ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Δῶσε νὰ νοιώθουμε πάντα τὴν ἀσφάλεια καὶ ζεστασιὰ τῆς παρουσίας Σου. ΑΜΗΝ (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τ. 1985, σ.74).