Κυριακή 27 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀλλ’ οὔτε καί εἰς τόν πλοῦτον νά βασίζεσθε. Μή στηρίζετε τάς ἐλπίδας σας εἰς τήν ἀδικίαν καί μή ἐπιποθεῖτε τάς ἁρπαγάς, διά τῶν ὁποίων συνήθως ἐπισωρεύονται τά μεγάλα πλούτη. Καί ἄν ἴδετε ὠς ποταμός νά ρέῃ ἐνώπιόν σας ὁ πλοῦτος, μή προσκολλᾶτε εἰς αὐτόν τήν καρδίαν σας καί μή φθονεῖτε τήν ἐφήμερον λάμψιν του» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Διαβάζοντας τὸν ἑξηκοστὸ πρῶτο Ψαλμὸ σχηματίζαμε ἀμέσως τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὁ Δαβὶδ περνοῦσε πολὺ μεγάλες δυσκολίες, δτᾶν τὸν ἔγραφε. Ἐχθροὶ διάφοροι καὶ ἰσχυροὶ ἀπειλοῦσαν τὴν ζωή του καὶ μὴ ἔχοντας ποὺ ἄλλου νὰ στηριχθῆ στρέφεται καὶ καταφεύγει στὸν Θεό του, τὸν σωτῆρα του καὶ ἀντιλήπτορά του. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα στηρίγματα τὰ θεωρεῖ «μάταια καὶ ψευδῆ» καὶ ἀνίκανα νὰ τὸν στηρίξουν στὴν δύσκολη ὥρα του.
Ἀνάμεσα στὰ ἀνίσχυρα αὐτὰ στηρίγματα συμπεριλαμβάνει ὁ θεοφώτιστος Ψαλμωδὸς καὶ τὸν πλοῦτο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πλοῦτος ἐάν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (Ψαλμ. ξα’ 11). Ἐάν δηλαδὴ τρέχη σὰν ποτάμι ἐμπρός σας ὁ πλοῦτος, μὴ ἀφήνετε τὴν καρδιά σας νὰ προσκολληθῆ σ’ αὐτὸν καὶ μὴ νομίζετε ὅτι θὰ σωθῆτε μὲ τὰ πλούτη σας.
Λόγια ἐμπνευσμένα ἀπό τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια αὐτά. Λόγια βγαλμένα καὶ ἀπό τὴν πεῖρα ἐκείνου ποὺ τὰ πρωτοεῖπε, γιατί σὰν βασιλιὰς ποὺ ἦταν ὁ Δαβὶδ εἶχε καὶ ἄφθονο πλοῦτο. Λόγια λοιπὸν πέρα ὡς πέρα ἀληθινά.
Μὴ ἐμπιστεύεσθε στὸν πλοῦτο. Μὴ στηρίζετε τὶς ἐλπίδες σας στὸν πλοῦτο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια καὶ ἀπευθύνεται στὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ζοῦσε στὶς καλύβες καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ κατοικεῖ στὶς σύγχρονες πολυκατοικίες. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καρδιές.
Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄνθρωποι ποθοῦν νὰ ἔχουν καὶ νὰ ξοδεύουν πολλά. Νὰ ἠμποροῦν νὰ ἀγοράζουν ὅ,τι θέλουν. Νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ πηγαίνουν ὅπου ἐπιθυμοῦν. Νὰ μὴ ἔχουν τὴν ἀνάγκη κανενός. Νὰ μὴ ἐμποδίζωνται νὰ κάνουν αὐτό, ποὺ νομίζουν ὅτι θὰ τοὺς εὐχαριστήση.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδανικὸ τῶν περισσοτέρων. Ὁ πλούτος. Καὶ γι’ αὐτὸν τρέχουν καί ξαγρυπνοῦν μέρα καὶ νύχτα. Γι’ αὐτὸν ξεχνοῦν καί φίλους καί συγγενεῖς καί φθάνουν σὲ ἀντιδικίες καί πολέμους. Γι’ αὐτὸν στεροῦνται ἴσως καὶ πολλὲς χαρὲς τῆς ζωῆς. Αὐτὸν θέλουν νὰ πιάσουν στὰ χέρια τους, εἴτε σὰν χρυσάφι, εἴτε σὰν χαρτονομίσματα, εἴτε σὰν ὁμόλογα, εἴτε σὰν τίτλους κυριότητος κτημάτων καί πολυκατοικιῶν.
Τί ὅμως πιάνει κατ’ οὐσίαν στὰ χέρια του αὐτὸς πού πιάνει τὸν πλοῦτο; Τὸ λέει ὡραιότατα στὴν ὁμιλία του σ’ αὐτὸν τὸν Ψαλμὸ ὁ Μέγας Βασίλειος: Πιάνει κάτι πιὸ ρευστὸ κι ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ ξεφεύγει καὶ γλιστρᾶ ἀπό τὰ χέρια μας. «Μᾶλλον δύνασαι», γράφει, «ὕδωρ τὴ χειρί περιλαβών κατασχεῖν, ἤ πλοῦτον σεαυτῷ διαρκῶς συντηρῆσαι». Περισσότερο καιρὸ δηλαδὴ ἠμπορεῖ νὰ κρατήσης στὴν χούφτα σου νερό, παρὰ νὰ κρατήσης γιὰ τὸν ἑαυτό σου γιὰ πολὺ διάστημα τὸν πλοῦτο.
Πετᾶ ἀπό ἐδῶ κι ἀπό ἐκεῖ ὁ πλοῦτος. Σήμερα στέκεται στὴν στέγη τοῦ ἑνὸς κι αὔριο πετὰ σὰν διαβατάρικο πουλὶ στὴν ἄλλη, γιὰ νὰ φύγη σύντομα κι ἀπό ἐκεῖ. Πολλὰ εἶναι τὰ περιστατικά, ποὺ βεβαιώνουν αὐτή τὴν ἀλήθεια.
Ἀλλὰ κι ὅταν μείνη γιὰ χρόνια πολλὰ στὴν κατοχὴ κάποιου, πρᾶγμα πού δὲν ἀποκλείεται, ἆραγε νοιώθει αὐτός, πού τὸν κρατεῖ στὰ χέρια του, σίγουρος καί ἀσφαλής; Εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ γλυτώση, χάρι στὸν πλοῦτο του, ἀπό μιά ἀνίατη ἀσθένεια, ἤ ἀπό κάποιον ἐπικίνδυνο κακοποιό, ἤ ἀπό τὸν θάνατο; Νοιώθει τὴν χαρὰ καί εὐτυχία, πού ἀναζητοῦσε κυνηγῶντας τὸν πλοῦτο;
Οἱ μαρτυρίες πολλῶν μεγιστάνων τοῦ πλούτου στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι πραγματικὰ ἀποκαλυπτικές. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ σύγχρονοι Κροῖσοι, ποὺ ὁμολογοῦν καί ἀναγνωρίζουν μὲ θλῖψι καὶ μελαγχολία ὅτι κυνηγῶντας τὸν πλοῦτο ἔτρεχαν πίσω ἀπό χίμαιρες καί σκιές.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πικρὴ ἀλήθεια, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Καί πρέπει νὰ τὴν βάλουμε καλὰ στὸ μυαλὸ καὶ στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ μὴ ἐλπίζουμε «ἐπί πλούτου ἀδηλότητι», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Τιμ. στ’ 17). Νὰ μὴ ξυπαζώμαστε καί νὰ μή προσπαθοῦμε νὰ βασισθοῦμε καί νὰ στηριχθοῦμε σὲ πράγματα, ποὺ δὲν ἠμποροῦν νὰ μᾶς ἀσφαλίσουν οὐσιαστικά.
Ὁ πλοῦτος, καὶ αὐτὸς ἀκόμη ποὺ προέρχεται χωρὶς καμμιὰ ἀδικία καί ἐκμετάλλευσι, ἀπό τὴν εὐφορία δηλαδὴ τῶν κτημάτων μας ἤ τὴν ἀπόδοσι τῆς ἐργασίας μας, εἶναι ἄστατο ἀγαθό.
Γιὰ τὸν ἄλλο βέβαια πλοῦτο, τὸν πλοῦτο ποὺ πηγάζει ἀπό ἀδικίες, οὔτε κἄν τὸ συζητοῦμε. Γιατί γι’ αὐτὸν ἰσχύει πάντα καὶ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια ἡ γνωστὴ παροιμία: «Ἀδικομαζώματα, ἀνεμοσκορπίσματα».
Μή ἀφήνουμε λοιπόν, ἀδελφέ μου, τὴν καρδιά μας νὰ κολλήση στὸν πλοῦτο. Καί μὴ κάνουμε τὴν ζωή μας χωματένια ἀφήνοντάς την νὰ δεθῆ στὸ χῶμα, ἀφοῦ χῶμα στὴν οὐσία τους εἶναι ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.
Ἄς στρέψουμε τὴν ὕπαρξί μας πρὸς τὰ πνευματικά, τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα, ποὺ εἶναι τὰ μόνα ποὺ ἱκανοποιοῦν στ’ ἀλήθεια τὴν ψυχή μας.
Καὶ ἂς ἐργαζώμαστε κάθε μέρα χωρὶς τὸ ἄγχος τοῦ πλουτισμοῦ τὴν ὅποια ἐργασία μας. Μαζὶ δὲ μὲ τὴν ἐργασία μας ἂς παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς τὸν πλουσιόδωρο Κύριο, ὅπως καὶ ὁ θεόπνευστος σοφός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ μᾶς χαρίζη μὲ τὴν εὐλογία Του «τὰ δέοντα καί τὰ αὐτάρκη» (Παροιμ. λ’ 8). Ὅσα δηλαδὴ χρειάζονται σὲ μᾶς καὶ τὴν οἰκογένειά μας, ὥστε νὰ μὴ ἔχουμε ποτὲ τὴν ἀνάγκη κανενὸς ἀνθρώπου.
Τότε θὰ εἴμαστε πράγματι πλούσιοι. Γιατί τότε δὲν θὰ μᾶς λείπη τίποτε. Καί αὐτὸ στὴν οὐσία του εἶναι ὁ πλοῦτος» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1985, σ.182).