Ψαλμ. ξγ’ 11

Τρίτη 29   Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Εὐφρανθήσεται δίκαιος ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλπιεῖ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐπαινεθήσονται πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Θά εὐφρανθῇ ὁ δίκαιος ἐπί τῇ ἐπεμβάσει καί σωτηρίᾶ ταύτῃ τοῦ Κυρίου καί θά στηρίξῃ τήν ἐλπίδα του εἰς αὐτόν, καί ὄλοι οἱ εὐθεῖς κατά τήν καρδίαν καί ξένοι πρός πᾶσαν δολιότητα θά καυχηθοῦν καί θά  πληροφορηθοῦν πόσον ἐπαινετή εἶναι ἡ εὐθύτης καί ἡ εἰλκρίνειά των» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Τὰ φαρμακερὰ βέλη τῆς συκοφαντίας εἶχαν πληγώσει πολλὲς φορὲς τὴν καρδιὰ τοῦ Δαβίδ. Καί συχνὰ τὴν ἔνοιωθε ματωμένη ἀπὸ τὰ ἄδικα καί δόλια λόγια τῶν ἐχθρῶν του. Στὸ τέλος ὅμως πάντα ἔλαμπε ἡ ἀθωότης του. Καὶ ἀποδεικνύονταν τελικὰ οἱ συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις αὐτῶν, ποὺ τὸν μισοῦσαν, «βέλη νηπίων». Σὰν τὰ ἀκίνδυνα βέλη τῶν ἀδύναμων νηπίων.
    Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία του ἐκφράζει στὸν ἑξηκοστὸ τρίτο Ψαλμό του καὶ καταλήγει: «Εὐφρανθήσεται δίκαιος ἐν τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλπιεῖ ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἐπαινεθήσονται πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ» (Ψαλμ. ξγ’ 11). Θὰ χαροῦν δηλαδὴ καὶ θὰ ἐλπίζουν ἀκόμη περισσότερο στὸν Κύριο οἱ δίκαιοι καὶ θὰ δοξασθοῦν καὶ θὰ ἐπαινεθοῦν καὶ ἀπό τούς συνανθρώπους τους οἱ εὐθεῖς καὶ εἰλικρινεῖς ἄνθρωποι.
    «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι», σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ὅπου δὲν ἔχουν εἰς τὴν καρδίαν τους κανένα σκολιὸν καὶ πονηρόν λογισμόν, ὁποῖος ἦτον ὁ Δαβίδ, ὅλοι, λέγω, αὐτοὶ θέλουν ἐπαινεθοῦν ἐπειδὴ καὶ ὁ Θεὸς εἰς τοὺς τοιούτους ἀπονηρεύτους βοηθεῖ» (Ἑμ. εἰς ξγ’ Ψαλμ.).
    Μιὰ ἀλήθεια ποὺ ἀπό τότε ποὺ πρωτοειπώθηκε καὶ μέχρι σήμερα καὶ ἕως συντελείας τῶν αἰώνων βεβαιώθηκε καὶ θὰ βεβαιώνεται ἀπό τὰ πράγματα. Μιὰ ἀλήθεια ποὺ ὀφείλουμε νὰ τὴν ἔχουμε πάντα στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μας, γιατί μᾶς χρειάζεται πολὺ σὲ κάθε μας ὥρα.
    Ποιὸς πραγματικὰ δὲν τὸ ξέρει ὅτι καὶ σήμερα, ὅπως καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ Δαβίδ, ὑπάρχουν οἱ συκοφάντες; Καὶ ποιὸς δὲν ἄκουσε ποτὲ του  ὅτι καὶ ἀνδρόγυνα χώρισαν καὶ σπίτια διαλύθηκαν καὶ ὑπάλληλοι ἔχασαν τὴν δουλειὰ τους ἐξ αἰτίας τῆς συκοφαντίας; Ποιὸς ἐπίσης ἀγνοεῖ ὅτι οἱ «κακὲς οἱ γλῶσσες» μποροῦν νὰ προξενήσουν τὶς μεγαλύτερες καὶ φρικτότερες ζημιὲς στὸν ἄνθρωπο;
    Ἄλλος λιγώτερο κι ἄλλος περισσότερο ἔχουμε ἀσφαλῶς δοκιμάσει τὴν πικρία τῆς συκοφαντίας. Ἔχουμε πιεῖ κάποιο ἀπό τὰ ποτήρια, ποὺ προσφέρουν ἔντεχνα οἱ πανοῦργοι συκοφάντες.
    Γνωστὸ λοιπὸν τὸ θέμα. Γνωστὸ καί καθημερινό. Καθημερινὸ καί συνηθισμένο. Συνηθισμένο καὶ συχνό. Συχνὸ καὶ πανάρχαιο. Ἔχει τὶς ρίζες του στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Μὲ τί μολύνθηκε ἀλήθεια ἡ ἁγνὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Παραδείσου, μέσα στὴν ὁποία ζοῦσαν καὶ ἀνέπνεαν οἱ προπάτορές μας; Συκοφαντία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν τὰ λόγια, πού εἶπε στὴν Εὔα τὸ φίδι; Ὁ Θεὸς εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ μὴ φάγουν ἀπό τους καρποὺς ἑνὸς μόνον δένδρου. Τὸ φίδι ὅμως, ὅταν ἔκανε τὴν δόλια ἐπίθεσί του κατὰ τῶν ἀνθρώπων, εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἀπαγόρευσε νὰ φάγουν «ἀπό πάντων τῶν δένδρων» (Γενέσ. β’ 16-17, γ’ 17). Καὶ ἀφοῦ ἡ μητέρα μας Εὔα δέχθηκε τὰ λόγια του, μπῆκε μέσα μας καὶ ἡ ρίζα τῆς συκοφαντίας μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα θλιβερὰ ἐπακόλουθα τῆς ἀνυπακοῆς στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
    Τὸ ζήτημα βέβαια, πού μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως ἐδῶ, δὲν εἶναι νὰ ξέρουμε ἀπό ποιὰ σκοτεινὴ πηγὴ προῆλθε τὸ κακό, ἀλλὰ πῶς θὰ φυλαχθοῦμε ἀπό τὰ πλοκάμια του.
    Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι πού μᾶς λέει μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ὁ Ψαλμωδός. Μᾶς τονίζει ὅτι, ἂν εἴμαστε εὐθεῖς, δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε τίποτε. Δὲν θὰ ἐπικρατήση γιὰ πολὺ ἡ συννεφιὰ καὶ μαυρίλα τῆς συκοφαντίας. Θάρθη ἡ ὥρα, ποὺ θ’ ἀνατείλη ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί θὰ σκορπισθοῦν τὰ σύννεφα. Θ’ ἀνοίξη ὁ ὁρίζοντας καί θὰ φανῆ τὸ δίκαιο καὶ ἡ ἀρετή. Δὲν θὰ μένη γιὰ πάντα θαμμένη ἡ ἀλήθεια. Δὲν θὰ πάη χαμένη ἡ προσπάθεια, ποὺ ἔκανε κάποιος γιὰ νά μείνη ἀκέραιος, εὐθὺς καὶ εἰλικρινής. Θὰ λάμψη καὶ θ’ ἀκτινοβολήση ἡ εὐθύτης.
     Εἶναι «εὐθὺς ὁ Κύριος» καὶ στρέφει «τὸ πρόσωπόν Του» μὲ πολλὴ εὐμένεια πρὸς τοὺς εὐθεῖς, μᾶς εἶπε σὲ ἄλλους Ψαλμοὺς του ὁ Δαβὶδ (γ 7, κδ’ 8). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήση ἀπροστάτευτους ὅσους ζοῦν καὶ συμπεριφέρονται σὲ κάθε τοὺς ἐκδήλωσι μὲ εἰλικρίνεια καὶ εὐθύτητα. Ἀναλαμβάνει ὁ Ἴδιος τὴν προστασία, τὴν δικαίωσι καὶ τὴν ἀποκατάστασι τοῦ κύρους καὶ τῆς φήμης τους ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
    Ἐκεῖνο ἑπομένως ποὺ ζητεῖται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀδελφέ μου, εἶναι νὰ γίνουμε, ἂν δὲν εἴμαστε, καὶ νὰ μείνουμε οἱ ἄνθρωποι οἱ εὐθεῖς.
    Εὐθεῖς πρῶτα καὶ εἰλικρινεῖς ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο λέμε ὅτι πιστεύουμε. Εὐθὺς κατόπιν καὶ τίμιοι μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις, ποὺ λέμε ὅτι τὶς παραδεχόμαστε σὰν σωστὲς καὶ τέλειες. Εὐθεῖς ἔπειτα καὶ ἀνυπόκριτοι ἐμπρὸς στοὺς συνανθρώπους μας, στοὺς ὁποίους παρουσιαζόμαστε σὰν καλοὶ Χριστιανοί.
    Καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι πώς, ἂν προσπαθοῦμε νὰ εἴμαστε εὐθεῖς καὶ παρακαλοῦμε συγχρόνως καὶ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς «λυτρώνη ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων», ὅπως λέει καὶ ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ χάσουμε καὶ δὲν θὰ μετανοιώσουμε ποτέ»  ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1985, σ.269).