Τετάρτη 23 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί θά εἴπῃ τότε κάθε ἄνθρωπος· τῷ ὄντι ὑπάρχει καρπός καί ἀμοιβή εἰς τόν δίκαιον διά τήν ἀρετήν του. Ὑπάρχει ὄντως ὁ θεός, ὁ ὁποῖος κρίνει τούς ἀδίκους κριτάς ἐν τῇ γῇ» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ πεντηκοστὸς ἕβδομος Ψαλμὸς εἶναι γραμμένος σὲ ἐποχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν Ἰσραὴλ ἀναρχία καὶ ἀναστάτωσι. Εἴτε λόγω τοῦ Σαοὺλ εἴτε ἕνεκα τοῦ Ἀβεσσαλώμ εἶχαν διαλυθῆ τὰ πάντα. Τόση μάλιστα ἦταν ἡ ἀκαταστασία, ὥστε ἀκόμη καὶ οἱ κριταί, οἱ ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ ἦταν ὡρισμένοι νὰ ἀπονέμουν τὸ δίκαιο σὰν ἐκπρόσωποι τοῦ Θεοῦ, παρανομοῦσαν καὶ ἀδικοῦσαν μὲ ἀσυνειδησία τὸν λαό.
Παρουσιάζει λοιπὸν ὁ Ψαλμωδὸς μὲ μελανὰ χρώματα τὴν κατάστασι ἐκείνη καὶ προφητεύοντας τὴν τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ τὴν ἐπιβράβευσι τῶν δικαίων καταλήγει: «Καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος εἰ ἄρα ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τὴ γῆ» (Ψαλμ. νζ’ 12). Μὲ τὴν πάταξι δηλαδὴ τῆς ἀδικίας καὶ τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἀρετῆς θὰ πῆ κάθε ἄνθρωπος: Ὑπάρχει πράγματι Θεός. Ὑπάρχει Θεός, ποὺ βλέπει καὶ βραβεύει τοὺς εὐσεβεῖς καὶ κρίνει καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἀδίκους καὶ ἀσεβεῖς.
«Τὸ «ἀρα» ἀντὶ τοῦ «ὄντως» τέθειται», σημειώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Ἐξηγ. εἰς νζ’ Ψαλμ.). Δὲν ἀμφιβάλλει δηλαδὴ ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδὸς περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως ἐκφράζεται μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα καὶ τονίζει ὅτι «ὄντως» ὑπάρχει Θεός, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῆς τάξεως καὶ τῆς δικαιοσύνης, καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ ἐπικρατῆ στὸν κόσμο ἀδικία καὶ ἀνομία. Αὐτὴ ἡ γεμάτη βεβαιότητα καὶ αἰσιοδοξία κατάληξι τοῦ Ψαλμοῦ στηρίζει στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας καθένα μας. Γιατί πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Εἰμαστε ἄνθρωποι. Καὶ μάλιστα ἀδύνατοι. Δὲ μοιάζουμε μὲ τὸν Δαβίδ, ποὺ εἶχε ἀκλόνητη πίστι στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὑπάρχει πιθανότης βλέποντας γύρω μας τὴν πολλὴ ἀδικία καὶ ἀθλιότητα καὶ ἀκαταστασία νὰ νομίσουμε, μὲ τὴ μεσολάβησι βέβαια καὶ τοῦ Πονηροῦ ποὺ καιροφυλακτεῖ καὶ ἐκμεταλλεύεται τὴν κάθε περίστασι, ὅτι δὲν ὑπάρχει, ἀδιαφορεῖ ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης.
Βλέποντας ἐπί παραδείγματι τοὺς μεγάλους τῆς γῆς νὰ καταπατοῦν τὰ δίκαια τῶν μικρῶν κρατῶν καὶ νὰ στραγγαλίζουν τὴν φωνὴ τῆς δικαιοσύνης διαβάζοντας ἡ ἀκούοντας γιὰ στέρησι καὶ καταπάτησι βασικῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἀτόμων καὶ λαῶν τῆς ἐποχῆς μας· ἔχοντας ὓπ’ ὄψει καὶ μερικὰ παραδείγματα πλουσίων ἐργοδοτῶν, ποὺ ἀδικοῦν καί ἐκμεταλλεύονται τοὺς πτωχοὺς ἐργαζομένους τους· βλέποντας ἐπίσης ἀρκετοὶ ἀσεβεῖς νὰ εὐτυχοῦν καὶ εὐσεβεῖς νά ὑποφέρουν καὶ νὰ ταλαιπωροῦνται, δὲν ἀποκλείεται νὰ σκεφθοῦμε: «Μὰ δὲν ὑπάρχει τέλος πάντων Θεός; Γιατί λοιπόν δὲν ἐπιβάλλει τὴν δικαιοσύνη Του; Γιὰ δὲν τιμωρεῖ τοὺς ἀδίκους; Γιατί ἀφήνει καὶ ἐπικρατεῖ τὸ ἄδικο; Γιατί δὲν προστατεύει τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους; Γιατί ἀνέχεται νὰ ὑποφέρουν τόσοι ἀδελφοί μας, τόσοι συνάνθρωποί μας κάτω ἀπό τό πέλμα τοῦ ἀλφα ἢ βήτα τυράννου;»
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἐρωτήματα θὰ ἠμποροῦσαν νὰ γεννηθοῦν μέσα μας, ἀδελφέ μου, ἐὰν βλέπαμε τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας χωρὶς πίστι. Ἐάν τὰ ἀντμετωπιζαμε μόνον μὲ τὶς ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις καὶ τὰ σκεφτόμασταν μόνον ἐπὶ τὴ βάσει τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς.
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ ν’ ἀντιληφθοῦμε τὰ γεγονότα ὄχι μόνο μὲ τὰ ὑλικὰ αὐτιὰ καὶ μάτια μας. Αὐτὸ δὲν ἀποκλείεται νὰ τὸ κάνουν καὶ τὰ ζῶα. Οἱ ἄνθρωποι καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Χριστιανοὶ μποροῦμε νὰ ἀντικρύσουμε τὰ πάντα καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τῆς πίστεως, ποὺ δίνουν μάλιστα πιὸ σωστή καὶ πιὸ αὐθεντικὴ εἰκόνα τῶν πραγμάτων.
Αὐτὰ δὲ τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τῆς πίστεως, ὅταν εἶναι ἀπηλλαγμένα ἀπό μολυσμοὺς ἁμαρτίας, συλλαμβάνουν εὔκολα τὰ ἴχνη τῆς παρουσίας τοῦ δικαίου Θεοῦ στὴν ἱστορία λαῶν καὶ ἀτόμων. Πίσω ἀπό τὴν ἐξαφάνισι παραδείγματος χάριν πόλεων ὁλοκλήρων, ὅπου ξεχείλιζε ἡ ἁμαρτία, ὅπως συνέβη μὲ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ τὴν Πομπηία, βλέπουν τὸ τιμωρὸ χέρι τοῦ δικαίου Θεοῦ. Πίσω ἀπό κάποιο οἰκογενειακὸ ναυάγιο ἕνεκα ἁμαρτωλῶν δεσμῶν, διακρίνουν χωρὶς δυσκολία τὴν ἐπέμβασι τοῦ δικαιοκρίτου. Πίσω ἐπίσης καὶ ἀπό τὴν εἰρήνη καὶ ὁμόνοια μιᾶς πιστῆς καὶ πολυτέκνου οἰκογενείας καὶ τὴν πρόοδο τῶν παιδιῶν της βλέπουν τὴν εὐλογία τοῦ δικαίου καὶ πάλιν Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὰ πάντα καὶ ξέρει νὰ ἀμείβη τὴν ἀρετή». Δὲν πρέπει ὡστόσο νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἀπειρος καὶ πάνσοφος. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἑπομένως νὰ συλλάβουμε μὲ τὶς μικρές μας δυνάμεις σ’ ὅλες τους τὶς διαστάσεις τὶς ἐπεμβάσεις τῆς δικαιοσύνης Του. Δὲν ἠμποροῦμε νὰ καταλάβουμε τώρα πλήρως γιατί ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεὸς καὶ γιατί ἀνέχεται τὸ ἀλλο. «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου;», ἐρωτᾶ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. ια’ 34). Τὸ τέλειο καὶ τὸ ἀπόλυτο καὶ στὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης θὰ τὸ ἀντικρύσουμε, ὅταν ἀλλάξη ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ἔλθουν οἱ «καινοὶ οὐρανοί» καὶ ἡ «καινὴ γῆ», ὅπου θὰ ἐπικρατῆ ἡ τελεία «δικαιοσύνη» (Β’ Πέτρ. γ’ 13)» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1985, σ.53).