Τρίτη 15 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Αὐτό πού ἠμπορεῖς πράγματι ὡς ἰδικόν σου νά μοῦ ποροσφέρῃς, εἶναι αἱ πνευματικαί θυσίαι. Θυσίασε λοιπόν εἰς τόν Θεόν θυσίαν δοξολογίας ἐκ ψυχῆς εὐγνώμονος προερχομένην καί ὅ,τι ἐν ὥραις κινδύνου ηὐχήθης καί ἔταξας εἰς τόν Ὕψιχτον ἐκπλήρωσέ το ὡς χρέος ἱερόν» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
Ὅποιος μελετᾶ προσεκτικὰ τὸν τεσσαρακοστὸ ἔνατο Ψαλμό, νοιώθει τὴν καρδιά του νὰ πλημμυρίζη ἀπό ἀνάμεικτα συναισθήματα φόβου καὶ ἐλπίδος.
Αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ του ἁμαρτωλὸ καὶ ἔνοχο καὶ δὲν τολμᾶ νὰ σταθῆ ἐμπρὸς σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ κρίνη τὸν καθένα μὲ δικαιοσύνη.
Ἀπό τὴν ἄλλη ὅμως πλευρὰ νοιώθει συγχρόνως καὶ τὴν ἀνταύγεια τοῦ θείου φωτὸς νὰ φωτίζη ἁπαλὰ τὴν καρδιά του καὶ νὰ τοῦ δείχνη τὸν δρόμο τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν Κύριο.
Κεντρικὸ νόημα τοῦ Ψαλμοῦ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εὐχαριστεῖται μὲ τὴν τυπική, ὑποκριτικὴ εὐσέβεια καὶ λατρεία, ἀλλά θὰ ξεσκεπάση κάθε ὑποκριτή.
Εἶναι δὲ ἄξιο ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅτι ἐνῶ ὁ Ψαλμωδὸς ζοῦσε στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁπότε τὸν κύριο λόγο γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ τὸν εἶχαν οἱ ζωοθυσίες, ἐν τούτοις δίνει προτεραιότητα στὴν πνευματικὴ λατρεία. «Θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως», φωνάζει καὶ ἡ φωνὴ του ἀντηχεῖ ὡς τὸ σήμερα. Πρόσφερε δηλαδὴ στὸν Κύριο θυσία δοξολογίας (Ψαλμ. μθ’ 14).
Θυσία αἰνέσεως, κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, εἶναι «ἡ αἴνεσις, ὁ ὕμνος, ἡ θεολογία» (Ἐξηγ. εἰς μθ’ Ψαλμ.). Τὸ νὰ σκεφτώμαστε δηλαδὴ τίς τελειότητες τοῦ Θεοῦ, νὰ μελετοῦμε τὶς ἰδιότητές Του καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε. Νὰ βλέπουμε τὰ ἔργα Του στὴν ὑλικὴ δημιουργία καὶ τὶς ἐπεμβάσεις τῆς πατρικῆς Προνοίας Του στὴ ζωή μας καὶ νὰ Τὸν δοξάζουμε. Νὰ ἐμβαθύνουμε στὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπής Του γιὰ τὴν λύτρωσι καί σωτηρία μας καὶ νὰ Τὸν ἀνυμνοῦμε.
Εἶναι δηλαδὴ πνευματικὴ καὶ λογικὴ θυσία καὶ προσφορὰ δοξολογίας, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀναγνώρισι τῶν ὅσων ἔκανε καὶ κάνει γιὰ μᾶς ὁ Κύριος. Ἔχει σὰν ἐλατήριό της τὴν ὁλόψυχη εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τίς ἄπειρες ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες Του.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν λατρεία προσφέρουν ἀκατάπαυστα στὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι. Τὸν δοξολογοῦν καὶ Τὸν ἀνυμνοῦν συνεχῶς καὶ εὐαρεστοῦν ἔτσι ἐνώπιόν Του.
Αὐτὴν ἐπίσης τὴν λογικὴ λατρεία τῆς αἰνέσεως προσφέρει καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας. «Ἔλεον εἰρήνης, θυσίαν αἰνέσεως» προσφέρομεν εἰς Ἐκεῖνον κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας. Προσφέρομεν δηλαδὴ θυσίαν εὐγνώμονος δοξολογίας καί ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως στὸν Θεό μας, ποὺ ἔχοντας σὰν προϋπόθεσι τὴν συγχώρησι καὶ ἀγάπη τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλο γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό Ἐκεῖνον.
Ἡ λογικὴ αὐτὴ λατρεία εἶναι ἡ μόνη, μὲ τὴν ὁποία εὐχαριστεῖται ὁ Κύριος. Τὸ λέει πολὺ παραστατικὰ ὁ Ψαλμός μας. Μήπως τρώγω κρέατα ταύρων καί πίνω αἵματα τράγων; ἐρωτᾶ ὁ Θεός. Καί προσθέτει χαρακτηριστικὰ στὸν τελευταῖο στίχο: «Θυσία αἰνέσεως αὕτη δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδὸς ἧ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου». Ἡ θυσία ποὺ μὲ εὐχαριστεῖ καί μὲ δοξάζει πραγματικά, εἶναι ἡ θυσία τῆς δοξολογίας, ποὺ πηγάζει ἀπό καρδιὰ ἀφωσιωμένη εἰς Ἐμέ. Καί ἐκεῖ εἶναι ὁ δρόμος, ὅπου θὰ δείξω σ’ ὁποιονδήποτε τὸν βαδίζει τὴν σωτηρία μου.
Πρέπει νὰ τὰ προσέξωμε ἰδιαίτερα τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, γιατί μᾶς φανερώνουν τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γινώμαστε ἀφορμὴ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς καί θὰ εἴμαστε εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του.
Ἀνέκαθεν δὲ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος ἐπεδίωκε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεό. Καὶ αὐτοί ἀκόμη οἱ ἀπολίτιστοι λαοὶ καί οἱ εἴδωλολατραι μὲ τὶς θυσίες, ποὺ προσέφεραν καὶ προσφέρουν, αὐτὸ ἐπεδίωκαν καὶ ἐπιδιώκουν: Νὰ ἐξευμενίσουν τὸν Θεό. Νὰ ἔχουν τὴν εὔνοιά Του. Νὰ ζοῦν ἔχοντας καλὲς σχέσεις μὲ τὸν Κύριό τοῦ σύμπαντος.
Θὰ πρέπη ἑπομένως νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Κύριο, διότι δὲν κράτησε μυστικὸ καὶ ἀγνωστο τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦμε νὰ εἴμαστε εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του. Μᾶς εἶπε ποιὰ εἶναι ἡ θυσία, ποὺ Τὸν εὐχαριστεῖ, καὶ μᾶς ἀπήλλαξε ἔτσι καὶ ἀπό τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὰ ἔξοδα τῶν ζωοθυσιῶν. Μᾶς ὑπέδειξε θυσία ἀνωτέρα, λογική, πνευματική, ἀληθινή.
Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ἀπομένει σὲ μᾶς, εἶναι νὰ βάλουμε σὲ ἐφαρμογὴ αὐτὸ πού μᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος. Νὰ Τοῦ προσφέρωμε τὴν θυσία τῆς αἰνέσεως.
Μὴ νομίσωμε ὅμως ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ἁπλὸ καί εὔκολο. Θέλει ἀγῶνα καὶ ἀντίκρυσμα ζωῆς μιὰ τέτοια πνευματικὴ θυσία. Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἡ θυσία τῆς αἰνέσεως κάτι τυπικὸ καί ἐξωτερικό. Τὸ νὰ παρευρίσκωμαι σωματικῶς ἁπλῶς καί μόνο στὴν Θεία Λειτουργία καί ν’ ἀκούω τὰ Ψάλματα, ἤ ἔστω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω κι ἐγὼ ἐξωτερικά. Αὐτὸ δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὶς τυπικὲς ζωοθυσίες, ποὺ κατήργησε ὁ Κύριος.
Ἐκεῖνο ποὺ δίνει ἀξία στὴν λατρεία μας, εἶναι τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τῆς καρδιᾶς μας στὸν Θεό. Τὸ νὰ νεκρώνωνται τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά μας καί νὰ προσφέρεται ὅλη μας ἡ ὕπαρξι σὰν ζωντανὴ καὶ ἁγία θυσία στὸν Κύριο, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. ιβ’ 1). Τὸ νὰ σκιρτᾶ ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό μας καί νὰ ξεσπᾶ κατόπιν σὲ ὕμνους πρὸς τὸ μέγα Ὄνομά Του.
Τότε ἀποκτᾶ στ’ ἀλήθεια περιεχόμενο ἡ θυσία τῆς αἴνεσεώς μας καὶ δὲν εἶναι μόνο κούφια λόγια. Τότε ἐπίσης δὲν θὰ ὑπάρχη στὴ ζωή μας καί ἡ ὑποκρισία, γιὰ τὴν ὁποία εἴπαμε ὅτι μιλάει ἐπίσης ὁ Ψαλμωδὸς καὶ ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἀντιθέτως θὰ ζοῦμε μέσα σὲ μιὰ εὐχάριστη πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, βαδίζοντας ἔτσι ταπεινὸ ἀλλά σταθερὰ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.752)