Κυριακή 20 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Διότι ἐγλύτωσες τήν ζωήν μου ἀπό βέβαιον θάνατον, τόν ὁποῖον εἶχον ἑτοιμάσει οἱ ἐχθροί μου, καί προεφύλαξας τούς πόδας μου ἀπό τοῦ νά ὀλισθήσουν. Θά πράττω πάντοτε τό ἀερστόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐφ’ ὅσον ἀπολαμβάνω τό φῶς, πού φέγγει καί φωτίζει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζῶσιν ἐν τῇ γῇ» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ πεντηκοστὸς πέμπτος Ψαλμὸς γράφηκε τότε ποὺ βρέθηκε ὁ Δαβίδ στὴν χώρα τῶν Φιλισταίων, κυνηγημένος ἀπὸ τὴν ἔχθρα τοῦ Σαούλ.
Μὲ τὸν Ψαλμὸ του αὐτὸν ἤθελε νὰ εὐχαριστήση τὸν Κύριο, ποὺ τὸν ἔσωσε μέσα ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες καί τὶς θλίψεις του, καί νὰ ἐκδηλώση τὴν σταθερὴ ἀποφασί του νὰ ζῆ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Γι’ αὐτὸ καί καταλήγει: «Εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου, ἐν φωτί ζώντων» (Ψαλμ. νε’. 14). Θὰ κάμνω δηλαδὴ πάντοτε ὅ,τι ἀρέσει στὸν Κύριο σ’ ὅλη μου τὴν ζωή. «Εὐάρεστα θέλω πράξω», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἕως ὅπου βλέπω τὸ φῶς τοῦτο, ὅπου φαίνει εἰς τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ μετὰ θάνατον εὐαρέστησις πλέον δὲν εἶναι» (Ἑρμ. εἰς νε’ Ψαλμ.).
Ἡ ὑπόσχεσι αὐτὴ τοῦ Δαβίδ, βγαλμένη μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του σὰν ξεχείλισμα τῆς εὐγνωμοσύνης του, ἔγινε κατόπιν πρᾶξι καὶ ζωή του. Σ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς βασιλείας του, σ’ ὅλη τὴν ἐπί γῆς ζωή του, προσπαθοῦσε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Κύριο. Ἤθελε νὰ ἀρέση στὸν Θεὸ μὲ τὶς σκέψεις του, μὲ τὰ λόγια του, μὲ τὶς ἐνέργειές του καὶ μὲ ὅλη του γενικὰ τὴν ἀναστροφή. Ἀπέφευγε ὁτιδήποτε θὰ τὸν δυσαρεστοῦσε καὶ φρόντιζε μὲ ἐπιμέλεια νὰ ἔχη στὸ κάθε τί τὴν ἐπιδοκιμασία καὶ εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ.
Τί ὑπέροχο ἀλήθεια παράδειγμα γιὰ τὸν καθένα μας· Καὶ πόσο ὑψηλὸ καί εὐγενικὸ στόχο καί τέρμα μας ὑποδεικνύει· Νὰ ἀρέσωμε στὸν Θεό. Νὰ γίνωμε ἀρεστοὶ σ’ Ἐκεῖνον.
Τί σημαίνει ὅμως τὸ νὰ εἶσαι ἀρεστὸς στὸν Θεό; Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Κυρίου, πού γνωρίζει καί τὴν πιὸ ἀθέατη λεπτομέρεια τῆς ζωῆς μας;
Ἄς θυμηθοῦμε τὴν ἀλλη ἐκείνη ἐκλεκτὴ καὶ μεγάλη μορφὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, καὶ θάχουμε ἀμέσως τὴν ἀπάντησι. Ὁ Ἀβραάμ, ἀπό τὸν ὁποῖο ζήτησε ὁ Θεὸς νά «εὐαρεστῇ ἐνώπιόν Του» καὶ νὰ εἶναι «ἄμεμπτος» (Γενέσ. ιζ’ 1), ἔδειξε πίστι ἀκλόνητη στὸν Κύριο κι ἔκανε ὑπακοὴ ἀπόλυτη στὸ Θέλημά Του. Ὑπέταξε τὸ εἶναι του στὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ σκεφθῆ τὶς θυσίες, ποὺ θὰ χρειαζόταν νὰ προσφέρη γι’ αὐτό.
Ὅταν ἑπομένως λέμε νὰ εἴμαστε ἀρεστοὶ στὸν Θεό, πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι χρειάζεται ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του καὶ νέκρωσι τοῦ «ἐγώ» μας. Πρέπει νά θανατωθῆ τὸ δικό μας θέλημα τὸ ἁμαρτωλό. Δὲν θὰ ζοῦμε ὅπως νομίζουμε καὶ θέλουμε ἐμεῖς. Δὲν θὰ κάμνουμε αὐτὸ ποὺ ἀρέσει σὲ μᾶς, ἀλλ’ ὅ,τι ἀρέσει στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ θέματος καὶ ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ δυσκολία τοῦ πράγματος.
Τὸ πρᾶγμα μάλιστα γίνεται ἀκόμη πιὸ δύσκολο, ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι πρέπει νὰ κάμνης αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεὸς καὶ νὰ φροντίζης νὰ εἶναι Ἐκεῖνος εὐχαριστημένος μαζί σου πάντοτε. Ὄχι μόνο στὶς ἤρεμες στιγμὲς τῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς προσευχῆς στὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου σου, ἀλλά σ’ ὅλες τὶς ὧρες σου. Καὶ στὶς ὧρες δηλαδὴ τῆς δουλειᾶς καὶ στὶς ὧρες τῆς συναναστροφῆς μὲ τοὺς συνανθρώπους καὶ στὶς ὧρες τὶς δύσκολες, ὅταν μᾶς βρίσκουν θλίψεις καὶ πειρασμοὶ καὶ τὰ βλέπουμε ὅλα γύρω μας μαῦρα καὶ σκοτεινά.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ σκοντάφτουν πολλοὶ καὶ δυσκολεύονται καὶ ἐγκαταλείπουν ἴσως τὸ ὡραῖο καὶ εὐγενικὸ αὐτὸ ἀγώνισμα. Καὶ ἐνῶ κουράζονται ὁπωσδήποτε καὶ ταλαιπωροῦνται, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς πολυποίκιλες ἀπαιτήσεις τοῦ ἐγώ τους καὶ γιὰ νὰ ἀρέσουν σὲ ἀνθρώπους, ἀποφεύγουν ὅμως τὸν ἀγῶνα, ποὺ θὰ τοὺς κάνη ἀρεστοὺς στὸν Θεό.
Ἂν ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν θέλουν νὰ κοπιάσουν, γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγώ τους, καὶ καταντοῦν αὐτάρεσκοι, ὑπάρχουν ἀντιθέτως καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται καὶ κατορθώνουν νὰ εἶναι θεάρεστοι. Ἔχοντας διαρκῶς ζωηρὲς στὴ μνήμη τῆς καρδιᾶς τους τὶς πολλαπλὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, λένε καθημερινὰ μὲ τὴν ζωὴ τοὺς τὸ «εὐχαριστῶ» τους σ’ Ἐκεῖνον.
Ἀλλοίμονό μας δέ, ἀδελφέ μου, ἄν δὲν ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Διότι αὐτοὶ εἶναι τὰ ἀλεξικέραυνα, πού μᾶς προστατεύουν ἀπό τὴν δίκαιη ἔκρηξι τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ἔχουμε χρέος νὰ εὐχώμαστε, ὥστε νὰ πληθαίνουν οἱ ἀρεστοὶ στὸν Θεὸ ἄνθρωποι.
Αὐτὴ δὲ ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι καὶ τόσο δύσκολο νὰ γίνη καὶ πραγματικότης. Στὶς μέρες μας μάλιστα τὰ πράγματα εἶναι ἀρκετὰ εὐκολώτερα, ἀπὸ ὅ,τι ἦταν στοὺς καιροὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Διότι τώρα δὲν ἐχουμε στὴ διάθεσί μας μόνο τὴν βοήθεια ἀπό τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχαν τότε ὅσοι εὐηρέστησαν στὸν Κύριο. Ἔχουμε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐξαγιαστικὴ χάρι καὶ δύναμι τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ κατορθώνουμε κι αὐτὰ ποὺ φαίνονται ἀκατόρθωτα.
Ἐάν λοιπὸν θέλουμε καὶ κάνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ. Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὸ τὸ ταχύτερον καὶ ἀπό τώρα, γιατί Αὐτὸς στὸν Ὁποῖο θέλουμε νὰ ἀρέσουμε, εἶναι ὁ μόνος ποὺ θὰ ἀποφασίση καὶ γιὰ τὴν θέσι μας στὴν αἰωνιότητα» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.699).