Δευτέρα 14 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐλήσόν με, ὦ Θεέ μου, καί σύμφωνα πρός τό μέγα καί ἄμετρον ἔλεός σου, καί σύμφωνα πρός τό πλῆθος τό ἀπέραντον τῶν οἰκτιρμῶν σου σβῆσε ὁλοτελῶς τοῦ ἀνομήματός μου τό βαρύ χρέος» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
Ποιὸς πιστὸς ἀλήθεια, πού ἔχει σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀγνοεῖ τὸν πεντηκοστὸ Ψαλμό; Ποιὸς δὲν ἔνοιωσε τὴν καρδιά του νὰ ραγίζη ἀπό συγκίνησι ἀκούοντὰς τὸν εὐλαβικὰ στὸν Ναὸ ἤ ἀπαγγέλλοντάς τον μόνος του στὸ δωμάτιό του;
Εἶναι ὁ Ψαλμός, ποὺ ἔχει ζυμωθῆ δυὸ χιλιάδες τώρα χρονια μὲ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Μ’ αὐτὸν ἀνοίγει καὶ κλείνει τὶς ἱερές της Ἀκολουθίες ἡ Ἐκκλησία κάθε μέρα. Ὑπάρχει καὶ στὴν πρώτη Ἀκολουθία τοῦ ἡμερονυκτίου, δηλαδὴ στὸ Μεσονυκτικό, καὶ στὴν τελευταία, δηλαδὴ στὸ Ἀπόδειπνο. Αὐτὸς ἀκούεται καὶ στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου κάθε Κυριακὴ καὶ ἑορτὴ καὶ γεμίζει τὴν ψυχή μας μὲ βιώματα κατανύξεως.
Εἶναι ὁ Ψαλμὸς ποὺ γράφηκε ἀπό τὸν Δαβίδ, ὅταν συναισθάνθηκε τὸ διπλό του ἁμάρτημα. Ὁ Ψαλμὸς τῆς μετανοίας. Καὶ μολονότι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι Ψαλμοὶ μετανοίας, ὅμως αὐτὸς κυρίως εἶναι ποὺ ἔχει μείνει στὴν συνείδησι ὅλων μας σὰν ὁ Ψαλμὸς τῆς μετανοίας. Μ’ αὐτὸν ἐκδηλώνει καθένας μας τὴν μετάνοια καὶ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς του.
Ἀπό αὐτὸν λοιπὸν τὸν Ψαλμό, ποὺ κάθε του λέξι μιλάει γιὰ μετάνοια, διαλέγουμε σὰν ἀφορμὴ γιὰ ἕνα μήνυμα τὴν πρώτη του φράσι: «Έλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου» (Ψαλμ. ν’ 3). Ἐλέησε μὲ καὶ σπλαγχνίσου με, Κύριε, σύμφωνα μὲ τὸ μέγα σου ἔλεος καὶ σβῆσε τὸ ἀνόμημά μου σύ, ποὺ ἔχεις ἀπέραντο πλῆθος εὐσπλαγχνίας καὶ οἰκτιρμῶν. «Καὶ καθὼς ἐγὼ μεγάλας ἁμαρτίας ἐποίησα», ἑρμηνεύει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἃγιορείτης, «οὕτω καὶ σὺ μὲ μέγα ἔλεος ἐμένα ἐλέησον» (Ἑρμ. εἰς ν’ Ψαλμ.).
Στὸ ἐλεος τοῦ Θεοῦ κατέφυγε ὁ Δαβίδ, μόλις κατάλαβε τί ἀκριβῶς εἶχε κάνει. Στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου προσέπεσε, ὅταν ἔνοιωσε τὴν ἀνομία του. Καὶ Τὸν ἱκέτευε νὰ ἀποστρέψη τὸ πρόσωπό Του ἀπό τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ ἐξαλείψη τὸ ἀνόμημά του. Τὸν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ μὴ πάρη ἀπό ἐπάνω του τὸ βλέμμα καὶ τὸ Πνεῦμα του, ἀλλά νὰ κτίση μέσα του μιὰ νέα καὶ καθαρὴ καρδιὰ καὶ νὰ τὸν στερεώση στὴν ὀρθὴ ζωή. Ἔδινε δὲ ὁλόψυχη ὑπόσχεσι νὰ βοηθῆ στὸ ἑξῆς τοὺς συνανθρώπους του νὰ γνωρίσουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐπιστρέψουν σ’ Ἐκεῖνον.
Τί θὰ γινόταν ἀλήθεια, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ὁ Δαβίδ, ἂν δὲν ἤξερε ὅτι ὁ θεὸς εἶναι «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων» καὶ ὅτι ἔχει «μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος»; Πῶς θὰ ὑπέφερε τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεώς του γιὰ τὴν ἁμαρτία του, πού ἦταν «ἐνώπιόν του διαπαντός»; Ποιὰ ἄλλη διέξοδος θά ἀνοιγόταν ἐμπρός του καὶ πῶς θὰ ξέφευγε ἀπό τὸν ἀσψυκτικό κλοιὸ τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε σφιχτοδεθῆ;
Ἐπειδὴ ὅμως γνώριζε ὅτι ἔπλεε στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, σώθηκε ἀπό τὸ ναυάγιο τῆς ἀπελπισίας. Ἡ ταπεινὴ καταφυγὴ στὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου ἄνοιξε ἐμπρὸς του τὸν κλεισμένο λόγῳ τῆς παρανομίας οὐρανὸ τῆς ψυχῆς του καὶ φωτίσθηκε ἡ καρδιά του καὶ ζωογονήθηκε τὸ πνεῦμα του μὲ τὶς γλυκὲς ἀκτίνες τοῦ ἰλαροῦ φωτὸς τῆς θείας μακροθυμίας. Μὲ τὴν προσφυγὴ στοὺς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ βρῆκε καὶ πάλι τὴν γαλήνη του καὶ ἐπανῆλθε στὶς σχέσεις τῆς οἰκειότητος μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἁγιότητος καὶ δικαιοσύνης.
Τὸ παράδειγμα τῆς ἐπιστροφῆς του στὸν πολυέλεο καὶ πολυεύσπλαγχνο Κύριο ἔγινε ἀπό τότε φάρος φωτεινός, ποὺ φωτίζει μέσα στοὺς αἰῶνες κάθε θαλασσοδαρμένο ταξιδιώτη τῆς ζωῆς. Ἀμέτρητοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ σώθηκαν, ἐπειδὴ ἀτένισαν νοερὰ τὸν μετανοημένο βασιλιὰ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ κατέφυγαν μαζί του στὸ πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ. Χιλιάδες καὶ μυριάδες καὶ τρισεκατομμύρια αὐτοὶ ποὺ ἐπανέλαβαν συντετριμμένοι τὸ «ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἐλεός σου» καὶ ξέφυγαν τὸν ὄλεθρο.
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μεγάλο καὶ ἐλπιδοφόρο μήνυμα, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπό τὸν στίχο αὐτό, ἀλλά καὶ ἀπό ὅλον γενικὰ τὸν Ψαλμό. Ὅτι ὅλες οἱ ἁμαρτίες μας μοιάζουν σὰν ἕνα μικρὸ σπινθῆρα ἐμπρὸς στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Τοῦ θείου ἐλέους, πού, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ σοφὸς τῆς Παλαιᾶς διαθήκης, εἶναι τόσο ἀπέραντο, ὅσο καὶ ἡ «μεγαλωσύνη» Του (Σοφ. Σειρ. β’ 18).
Δὲν δικαιολογεῖται ἑπομένως ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωσι, ἔστω κι ἂν βλέπωμε τὸν ἑαυτό μας πολὺ ἁμαρτωλό. Διότι δὲν ὑπάρχει ἁμάρτημα, ποὺ νὰ μή τὸ σκεπάζη, νὰ μὴ τὸ σβήνη καὶ νὰ μὴ τὸ ἐξαλείφη τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Θεοῦ μας.
Ἐμεῖς μάλιστα ποὺ ζοῦμε στὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ὅπως λέγεται συνήθως, ἔχουμε ἕνα ἐπὶ πλέον λόγο, ποὺ βεβαιώνει τὰ παραπάνω. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ὑπερμνημεῖο της ἀγάπης καὶ μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ, τὸν Τίμιο Σταυρό, ποὺ μιλάει σ’ ὅλες τὶς γλῶσσες καί σ’ ὅλους τοὺς τόνους γιὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία Του. Ἐμεῖς μέσα στὴν ἁγία Ἐκκλησία μας, ποὺ βυθίζεται στὸ Πανάγιο Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε τὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς Με¬τανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως, ὅπου μπορεῖ νὰ γευθῆ καθένας μας τὴν ἀνέκφραστη γλυκύτητα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Καί αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔλεος προβάλλει συνεχῶς στὸν κόσμο μας ἡ Ἐκκλησία μας προσφέροντας ἔτσι τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ προσφορὰ στὸν κάθε ἄνθρωπο. Μὲ τὸ μικρὸ σὲ ἔκτασι ἀλλά βαθύτατο σὲ περιεχόμενο «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ συχνὰ ἀντηχεῖ στοὺς Ναούς μας, φέρνει διαρκῶς ἐμπρός μας τὸ μέγα καὶ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τό στήριγμα καί ἡ σανίς τῆς σωτηρίας μας.
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἄπειρο ὠκεανὸ τοῦ θείου ἐλέους νὰ καταφεύγουμε κι’ ἐμεῖς, ἀδελφέ μου, ὅταν βλέπουμε τὴν ψυχή μας βαρυφορτωμένη μὲ ἁμαρτήματα. Καὶ βασισμένοι στὴν ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου ἄς πλησιάζουμε ταπεινὰ τὸ Ἱερὸ Ἐξομολογητήριο, ὁτιδήποτε κι ἂν ἔχουμε κάνει.
Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι, ἂν ὑπάρχη ἀληθινὴ μετάνοια καὶ συντριβὴ καρδίας, δὲν θὰ μᾶς ἐξουδενώση ποτὲ ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος. Ἀντιθέτως θὰ μᾶς δέχεται φιλόστοργα κοντά Του, θὰ μᾶς καθαρίζη καί θὰ μᾶς ἀποκαθιστᾶ. Θὰ κάμνη καὶ στὸν καθένα μας ὅ,τι ἔκαμε καί στὸν μετανοημένο ἄσωτο υἱὸ του ὁ Πατέρας τῆς Παραβολῆς. (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.541)