Παρασκευή 25 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου· ἐν πέτρᾳ ὕψωσάς με, ὡδήγησάς με»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἀπό τάς ἐσχατιάς τῆς γῆς μακράν ἀπό τήν ποθητήν Σιών, πρός σέ ἐβόησα, ὅταν ἠ καρδία μου κατελήφθη ἀπό βαρεῖαν λύπην καί παρέλυσεν· ἀλλ’ αὐτοστιγμεί ἦλθες εἰς βοήθειάν μου καί μέ ἀνύψωσες εἰς πέτραν καί εἰς βραχῶδες ἄσυλον, ἀπλησίαστον εἰς τούς ἐχθρούς μου. Σύ μέ ὡδήγησας ἐκεῖ, ὅπου ἐγώ μόνος ἦτο ἀδύνατον νά ἔλθω» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Πολὺ πυκνὸς σὲ νοήματα εἶναι ὁ σχετικὰ μικρὸς ἑξηκοστὸς Ψαλμός. Μέσα σὲ ἐννέα μόλις στίχους περικλείει ἀλήθειες σπουδαιότατες, ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐπίγεια και τὴν ἐπουράνια ζωή μας.
Γράφηκε ἀπό τὸν Δαβίδ, ὅταν εἶχε καταφύγει στὴν περιοχὴ Γαλαάδ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ γλυτώση ἀπό τὴν ἀνταρσία τοῦ υἱοῦ του Ἀβεσσαλώμ.
Στὸ πρῶτο μέρος του παρακαλεῖ ὁ Ψαλμωδὸς τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ τὸν βοηθήση νὰ ξαναγυρίση στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸν τόπο τῆς λατρείας Του. Καὶ στὸ δεύτερο ἐκφράζει τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ τοῦ χαρίση ὁ Κύριος μακροβιότητα, καὶ ὑπόσχεται ὅτι θὰ ἀνυμνῆ τὸ ἅγιον Ὄνομά Του.
Σὲ δυὸ λέξεις τοῦ ὡραίου αὐτοῦ Ψαλμοῦ θὰ ἐπιμείνουμε στὴν συνέχεια, πού μᾶς δίνουν ἕνα σπουδαῖο μήνυμα καὶ γιὰ τὶς μέρες μας. Στὶς θεόπνευστες λέξεις «ὡδήγησάς με», μὲ τὶς ὁποῖες τελειώνει ὁ τρίτος στίχος. Μὲ ὡδήγησες, λέει πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Δαβίδ. Μὲ ὡδήγησες, ἐνῶ τὰ εἶχα χαμένα καὶ δὲν ἤξευρα ποὺ νὰ πάω καί ποῦ νὰ ἀσφαλισθῶ. «Μὲ ὡδήγησας», ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Τρεμπέλας, «ἐκεῖ ὅπου ἐγώ μόνος ἦτο ἀδύνατον νὰ ἔλθω».
Μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ἀναγνωρίζει ταπεινὰ καί μὲ εὐγνωμοσύνη ὁ Δαβὶδ ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλε ἀπό πολὺ δύσκολη θέσι, τότε ποὺ ἔφευγε κυνηγημένος γιὰ νὰ σωθῆ. Συγχρόνως ὅμως μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς βοηθεῖ καὶ τὸν καθένα μας νὰ καταλάβη ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση μὲ ἀσφάλεια στὴν σωτηρία.
Πολὺ ὡραῖα σχολιάζει τὶς λέξεις αὐτὲς ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μὲ τὰ ἑξῆς: «Εἰ γὰρ αὐτὸς ἐστιν ἡ ὁδὸς καὶ αὐτὸς ἐστιν ἡ θύρα, δῆλον ὅτι τὴν ἀγαθὴν ἡμᾶς βαδίζειν διδάξει τρίβον» (Ἐξήγ. εἰς ξ’ Ψαλμ.). Ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ ὁ Κύριος, ὅπως τὸ διεκήρυξεν ὁ Ἴδιος ὅταν ἦλθε ἀτὴ γῆ μας, εἶναι «ἡ ὁδός» καὶ «ἡ θύρα», εἶναι αὐτονόητο ὅτι εἶναι καὶ ὁ μόνος ἁρμόδιος, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδείξη τὸν σωστὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐτυχία.
Τί σπουδαία πραγματικὰ ἀλήθεια γιὰ τὸν καθένα μας καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς νέους, ποὺ κάνουν τὸ ξεκίνημά τους στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς! Ἀλήθεια ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ θέματα πίστεως καὶ γιὰ θέματα ζωῆς. Πολλοὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν νὰ γίνουν οἱ ὁδηγοί μας, ἤ, μὲ ἄλλη λέξι ποὺ ἔχει τὸ ἴδιο νόημα, οἱ ἡγέται μας καὶ ὑπόσχονται νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν εὐημερία, στὴν εὐτυχία καὶ στὴν λύσι τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς.
Ὅσο ἐπιδέξιοι ὅμως κι ὅσο ἱκανοὶ κι ἂν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοί, εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς ὁδηγήσουν ἐκεῖ, ποὺ ἀληθινά καὶ βαθειὰ ποθεῖ ἡ καρδιά μας.Γι’ αὐτὸ ἄλλως τε καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μετενόησαν, ἐπειδὴ ἄφησαν τὸν ἑαυτό τους νὰ ὁδηγηθῆ ἀπὸ τὸν ἄλφα ἡ τὸν βῆτα περιμένοντας ἀπό αὐτὸν τὴν σωτηρία.
Ὅσοι ὅμως ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, δὲν σκόνταψαν καὶ δὲν ἀστόχησαν ποτέ. Ὅσοι ἔκαναν τὸν Κύριο ὁδηγό τους καὶ παρέδωσαν σ’ Ἐκεῖνον τὰ ἡνία τῆς ὑπὰρξεώς των, ὡδηγήθηκαν στὴν χαρὰ καὶ στὴν ἀνάπαυσι. Δὲν ἔκλαυσαν ποτὲ στὰ συντρίμμια τῆς ζωῆς τους. Ξέφυγαν ὅλους τοὺς σκοπέλους.
Διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁδηγὸς πάνσοφος καὶ ἀλάθητος. Ξέρει ἄριστα τὴν πορεία, ποὺ πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ποθητὸ τέρμα. Εἶναι ὁδηγὸς παντοδύναμος. Κανένα ἐμπόδιο δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ Τὸν ἀνακόψη, καθώς μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν σωτηρία. Εἶναι ὁδηγὸς πανάγαθος. Μᾶς ὁδηγεῖ, ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ μὲ τέλεια καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ποθεῖ νὰ μᾶς δῆ εὐτυχισμένους καὶ ἀσφαλισμένους ἀπό κάθε κίνδυνο.
Μᾶς ὁδηγεῖ δὲ καὶ σήμερα, ὅπως καὶ τότε ποὺ ζοῦσε στὴν γῆ μας καὶ σὰν ἄνθρωπος, μὲ τὸν λόγο Του τὸν ἅγιο. Μᾶς ὁδηγεῖ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὴν διδασκαλία Του, ποὺ τὴν διακρατεῖ ἀλάθητη καὶ τὴν διδάσκει ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας. Ὅσοι ἔχουν τὸν λόγο Του πυξίδα στὴν ζωή τους, δὲν διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθοῦν ἀπό αἱρετικοὺς καὶ πλανεμένους ὁδηγούς. Ὅσοι συμμορφώνονται πρὸς τὶς ὁδηγίες τοῦ πνευματικοῦ τους, πρὸς τοὺς ἱεροὺς δηλαδὴ Κανόνες καὶ τὰ προστάγματα τῆς Ἐκκλησίας, βαδίζουν τὸν σωστὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Εἶναι γνωστὴ βέβαια, ἀδελφέ μου, ἡ ἀλήθεια αὐτή. Τὴν γνωρίζουν ὅλοι οἱ πιστοί. Παρὰ ταῦτα ὅμως πρέπει νὰ γράφεται, νὰ τονίζεται, νὰ λέγεται καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνεται, διότι τὴν γνωρίζει καὶ κάποιος ἄλλος. Τὴν γνωρίζει καὶ ὁ ἐχθρός μας Διάβολος. Ὁ Σατανᾶς, πού, ἀπό τότε ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς τῶν πρωτοπλάστων στὸ κακό, κάμνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ ἔχουμε ὁδηγό μας τὸν Κύριο. Ἐκμεταλλεύεται καὶ τὴν ροπή μας πρὸς «τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητός» μας καὶ πασχίζει νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἀπό κοντά Του.
Γι’ αὐτὸ ἄλλως τε καὶ δὲν εἶναι τόσο εὔκολη ὑπόθεσι τὸ νὰ ἔχουμε ὁδηγό μας σὲ ὅλα τὸν Κύριο. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης πρέπει νὰ καταβληθῆ καὶ πολλὴ προσπάθεια ἀπό μέρους μας, γιὰ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν αἰώνιο ὁδηγὸ μὲ σταθερότητα.
Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Κύριο ν’ ἀνοίξη Ἐκεῖνος τὰ μάτια μας, γιὰ νὰ δοῦμε ποιὸς εἶναι ὁ ἄριστος ὁδηγός, ποὺ πρέπει ν’ ἀκολουθήσουμε γιὰ τὸ συμφέρον μας. Συγχρόνως ἄς Τὸν ἱκετεύουμε νὰ «κατευθύνη» ὁ Ἴδιος, ὅπως λέει καὶ μία εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, «τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν Του». Τότε δὲν θὰ ἀστοχήσουμε ποτὲ στὴν πορεία μας. Θὰ εἴμαστε πάντα ἀσφαλεῖς, γιατί θὰ βαδίζουμε στὰ ἴχνη τοῦ Ὁδηγοῦ, τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ Ὁδηγοῦ, τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1985, σ.123).