Ψαλμ. ξβ΄4

Δευτέρα 28   Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 «Σέ ἐπόθησα σφοσρῶς, Κύριε, διότι τό ἔλεός σου εἶναι ἀνώτερον καί προτιμότερον ἀπό μυρίας καί ἀναριθμήτους ζωάς μέ οἱανδήποτε ἀπόλαυσιν καί εὐτυχίαν συνοδευομένας. Τά χείλη μου θά σέ αἰνέσουν καί θά σέ δοξολογήσουν» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ὅοιος ξυπνάει νωρὶς καὶ ἐκκλησιάζεται ἀπό τὸν Ὄρθρο, θὰ ἔχη μάθει ἀσφαλῶς ἀπ’ ἔξω τὸν ὡραιότατο ἑξηκοστὸ δεύτερο Ψαλμό, ποὺ εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ψαλμοὺς τοῦ Ἑξαψάλμου.
    Ψαλμὸς ποὺ μαρτυρεῖ τὴν πλημμύρα τῆς ἀγάπης τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὸν Κύριο. Ψαλμὸς ποὺ μιλάει μὲ πολὺ ἐκφραστικότητα γιὰ τὴν δίψα καὶ τὴν πεῖνα τῆς ψυχῆς του γιὰ τὸν Θεό του. Ψαλμὸς γραμμένος μὲ τὰ σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του, γιὰ νὰ δοξολογηθῆ Ἐκεῖνος ποὺ τὸν προστάτευσε στὶς δυσκολίες του κάτω ἀπό τὴν «σκέπην τῶν πτερύγων Του».
    Ἀπό ἰσάξιες φράσεις τοῦ δυνατοῦ αὐτοῦ Ψαλμοῦ διαλέγουμε γιὰ ἕνα μήνυμα τὴν φράσι: «ὅτι κρεῖσσον τὸ ἐλεός σου ὑπὲρ ζωάς» (Ψαλμ. ξβ’ 4). Σὲ ποθῶ δηλαδή, Κύριε, καὶ θέλω νὰ εἶμαι κοντά Σου, ἐπειδὴ τὸ ἔλεός Σου εἶναι ἀνώτερο καὶ καλύτερο ἀπό πολλὲς ζωές. Ἡ εὐσπλαγχνία Σου, ἕνεκα τῆς ὁποίας συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μὲ ἀγαπᾶς καὶ μὲ προστατεύεις, εἶναι προτιμότερη κι ἀπὸ τὴν πιὸ πλούσια ζωή.
    Ὅταν ζοῦσε καὶ ἔλεγε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Δαβίδ, ἡ μακροζωῒα ἐθεωρεῖτο ξεχωριστὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὸ νὰ ζῆς πολλὰ χρόνια καὶ ν’ ἀπολαμβάνης ἄφθονα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς ἦταν ἰδιαίτερη εὐλογία. Καὶ ὅλοι ζήλευαν καὶ καλοτύχιζαν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν πολύχρονος  καὶ  περνοῦσε   τὴν  ζωὴ   του μέσα σὲ ἀνέσεις καὶ χωρὶς στερήσεις καὶ ἀρρώστιες καὶ βάσανα. Κάτι ἀνάλογο ἄλλως τε συμβαίνει καὶ σήμερα. Ὅλοι ποθοῦμε νὰ ζοῦμε εὐτυχισμένοι ἀτέλειωτα, εἰ δυνατόν, χρόνια.
    Πιὸ πάνω λοιπὸν ἀπό τὸν ἔντονο αὐτὸ πόθο τῆς ζωῆς, πιὸ πάνω ἀπό πολλὲς εὐτυχισμένες ζωές, ἔβαλε ὁ θεοφώτιστος Δαβὶδ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἔλεγε ἔλεος Θεοῦ, ἐννοοῦσε τὴν εὐσπλαγχνία καὶ ἀγάπη Του ἀπέναντί μας. Τὴν συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὴν στοργὴ καὶ προστασία Του, πού μᾶς τὰ χαρίζει χωρὶς νὰ τὰ ἀξίζουμε.
    Λέγοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Δαβίδ μᾶς προτρέπει καὶ μᾶς διδάσκει κατὰ κάποιο τρόπο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς μαζί του τὴν σωστὴ ἀξιόλογησι καὶ ἱεράρχησι τῶν πραγμάτων. Νὰ νοιώσουμε βαθειὰ μέσα μας ὅτι πιὸ πάνω ἀπό κάθε τί, ποὺ θεωρεῖται σπουδαῖο στὸν κόσμο αὐτό, στέκεται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
    Ἂν ἔχης δηλαδὴ εὐνοικὸ ἀπέναντί σου τὸν Θεὸ ἂν εἶναι μαζί σου, βοηθὸς καὶ προστάτης σου Ἐκεῖνος, ποὺ ρυθμίζει τὰ πάντα, εἶσαι πιὸ πλούσιος κι ἀπό τὸν πλουσιώτερο ἄνθρωπο τοῦ κόσμου. Εἶσαι πιὸ εὐτυχισμένος κι ἀπ’ αὐτόν, ποὺ δὲν γνώρισε λύπη καὶ πόνο ποτέ.
    Ὅταν ξέρης ὅτι σὲ εὐσπλαγχνίζεται καὶ σὲ λυπᾶται καὶ σὲ ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή σου καὶ ἐδῶ καὶ στὴν αἰωνιότητα, δὲν ἀγωνιᾶς γιά τίποτε. Δὲν ἀνησυχεῖς μήπως ἐγκαταλειφθῆς ἀβοήθητος. Δὲν τρέμεις οὔτε κι ὅταν διαπιστώνης ὅτι ἔχεις πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀδυναμίες, γιατί ἔχεις τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ τὰ σβήση ὅλα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ συγχωρήση. Ὑπάρχει ἆραγε εὐτυχία ἀνώτερη ἀπό αὐτήν; Ὑπάρχει εὐφροσύνη μεγαλύτερη, ἀπό τοῦ νὰ εἶσαι ἤρεμος καὶ εἰρηνικός, χωρὶς κανένα φόβο καὶ καμμιὰ ἀνησυχία;
    Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια ἔκαμνε τὸν Δαβὶδ νὰ ἐκφράζεται μὲ τέτοιο τρόπο. Καὶ γι’ αὐτὴν ἐπίσης τὴν ἀλήθεια ζοῦσαν καὶ πέθαιναν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοί τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μάλιστα οἱ «καλλίνικοι Μάρτυρες». Αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουν ὅλες τὶς χαρὲς τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους γιὰ τὸν Κύριο. Καὶ ὡς «οὐδὲν ἡγοῦντο τοῦ παρόντος βίου τὴν ζωήν», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Ἐξήγ. εἰς ξβ’ Ψαλμ.).
    Τί ἦταν πραγματικὰ ἐκεῖνο ποὺ παρακινοῦσε μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ παρακινεῖ καὶ σήμερα τοὺς Ἀσκητάς τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐγκαταλείπουν καὶ πλούτη καὶ ἀξιώματα καὶ ζωὴ ἀνέσεων καὶ νὰ ἀφιερώνωνται στὸν Θεό; Τί ἄλλο ἐπίσης ἔκαμνε καὶ κάμνει τόσους ἄλλους ν’ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὶς νόμιμες χαρὲς τῆς ζωῆς καὶ νὰ τρέχουν στὰ πέρατα τοῦ κόσμου γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δόξα Του;
     Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία Του, ἀδελφέ μου, εἶναι πάνω ἀπό ὅλα. Κι ἂν ἑλκυσθῆ ἀπ’ αὐτὸ ἡ καρδιά μας, δὲν μᾶς κάμνει ἐντύπωσι τίποτε ἀπό ὅσα ἑλκύουν συνήθως τοὺς ἀνθρώπους σ’ αὐτὴ τὴν ζωή.
     Φροντίδα μας λοιπὸν καὶ πόθος καὶ ἀγῶνας μας ἂς εἶναι τὸ πῶς νὰ ἐξασφαλίσουμε καὶ γιὰ μᾶς τὸ ἔλεος αὐτό, ποὺ τὸ χαρίζει ὁ Κύριος σ’ ὅσους τὸ ζητοῦν μὲ ταπείνωσι. Κι ἂν τὸ ἐξασφαλίσουμε, δὲν θὰ μᾶς λείπη ἀπολύτως τίποτε. Θὰ τὰ ἔχουμε ὅλα καὶ «μὲ τὸ παραπάνω». Γιατί θὰ εἶναι μαζί μας «ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ἐκεῖνος ποὺ χαρίζει σὲ ὅλα καὶ «πνοὴν καὶ ζωὴν καὶ τὰ πάντα» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τόμος 1985, σ.197).