Ψαλμ. νβ’ 6

Πέμπτη 17  Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Ἀλλά δι’ αὐτό κυριευθέντες ἀπό διεσιδαιμονίας κατεπτοήθησαν ἀπό ἀνύπαρκτα φαντάσματα καί κατελήφθησαν ἀπό φόβον ἐκεῖ, ὅπου δέν ὐπῆρχε κανείς λόγος νά φοβηθοῦν. Καί συνετρίβησαν, διότι ὁ Θεός διεσκόρπισε τά ὀστᾶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νά ἀρέσουν εἰς ἀνθρώπους καί ὄχι εἰς αὐτόν. Κατεντροπιάσθησαν καί καταισχύνη κατεκάλυψεν αὐτούς, διότι ὁ Θεός τούς ἐξεμηδένισε» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἑπτὰ φορὲς μέσα στοὺς ἑπτὰ στίχους τοῦ πεντηκοστοῦ δευτέρου Ψαλμοῦ ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ποὺ σκύβει καί βλέπει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν ἀχρειότητα καὶ διαφθορὰ τῶν ἀνθρώπων.
    Βλέπει καὶ παρακολουθεῖ τὶς ἀνομίες τοῦ κόσμου μὲ μακροθυμία βεβαίως καί μὲ ὑπομονή, ἀλλά καί μὲ τὴν σοβαρότητα τῆς δικαιοσύνης Του. Τῆς θείας δικαιοσύνης, ποὺ σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ἐπεμβαίνει καί τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τὴν ἁμαρτία καί παρανομία.
    Μιὰ τέτοια ἀκριβῶς τιμωρία φέρνει ἐμπρός μας ὁ ἕκτος στίχος τοῦ Ψαλμοῦ, ὅπου ὁ θεόπνευστος προφήτης Δαβίδ λέει «ὅτι ὁ Θεὸς διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. νβ’ 6). Διεσκόρπισε δηλαδὴ τὰ κόκκαλα ἐκείνων, ποὺ ἤθελαν ν’ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους καί ὄχι στὸν Θεό.
    Τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνουν πόσον ἀποστρέφεται τὴν ἀνθρωπαρέσκεια ὁ Θεὸς καί πόσον παραδειγματικὴ εἶναι ἡ τιμωρία της.
    Στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραὴλ ὑπῆρξαν περιπτώσεις, ποὺ εἴτε ἄτομα μεμονωμένα εἴτε ἀκόμη καί οἱ ἄρχοντές  του καί μαζί τους καὶ ὅλος ὁ λαὸς συνεμάχησαν μὲ λαοὺς εἰδωλολατρικούς, παρὰ τὶς ἀπαγορευτικὲς   ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καί παρεσύρθησαν στὴν ἀσέβεια. Αὐτὸ ἦταν πρόκλησι καί προσβολὴ πρὸς Ἐκεῖνον καὶ ἐτιμωρεῖτο δεόντως.
    Ἐκτός τούτου ὅμως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐφαρμόζει τὰ λόγια αὐτὰ καὶ στὰ περιστατικὰ τῆς σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἀπό ἀνθρωπαρέσκειαν γὰρ οἱ Ἰουδαῖοι κινούμενοι», σημειώνει, «ἒλεγον εἰς τὸν Πιλᾶτον, ἐάν τοῦτον ἀπόλυσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος» (Ἰωάν. ιθ’ 12). Ὅταν λοιπὸν κατενικήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα περὶ τὸ ἐτος 70 μ.Χ., «διεσπαράχθησαν τὰ νεκρά σώματα καὶ κόκκαλα αὐτῶν ἀπό τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς καὶ ἀπό τούς γύπας καὶ τὰ σαρκοβόρα πετεινά τοῦ οὐρανοῦ» (Ἑρμ. εἰς νβ’ Ψαλμ.)
    Γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνθρωπαρέσκεια πρόκειται. Γιὰ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια ποὺ φθάνει στὴν ἂρνησι καὶ ἐγκατάλειψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν προδοσία τῆς Πίστεως καὶ σὲ κάνει νὰ προτιμᾶς τὴν φιλία τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου ἀντὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
    Δὲν εἶναι δὲ λίγοι καί στὶς μέρες μας οἱ ἀνθρωπάρεσκοι. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν ἀβαρίες στὴν Πίστι τους καὶ προτιμοῦν νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους παρὰ μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖνοι ποὺ φθάνουν  στὸ   σημεῖο   νὰ  δυσαρεστοῦν ἐν ψυχρῷ τὸν Θεὸ γιὰ χάρι κάποιου προϊσταμένου, ἤ ἑνὸς προσώπου τοῦ ἄλλου φύλου, ἡ γιά τὴν φιλία κάποιου ἰσχυροῦ, ποὺ θὰ τοὺς βοηθήση στὴν κατάκτησι μιᾶς χρυσοφόρου θέσεως καί τὴν ἀπόκτησι ἀξιωμάτων.
    Βασικὴ αἰτία τῆς ἀνθρωπαρέσκειας εἶναι ὁ ἐγωϊσμός, ἡ φιλαυτία καὶ τὸ κακῶς ἐννοούμενο συμφέρον. Ποτὲ ἕνας ἀληθινὰ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν γίνεται ἀνθρωπάρεσκος. Ὁ ἐγωιστὴς ὅμως, γιὰ νὰ ἱκανοποίηση τὸ πάθος του, γίνεται καί ἀνθρωπάρεσκος καί ἀρνητής τῆς Πίστεως καὶ ἄθεος καὶ ὑβριστής τοῦ Θεοῦ.
    Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος τὸ εἶπε ὅτι ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ἐμποδίζει τὴν πίστι καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀπιστία: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι δόξαν παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες;» εἶπε στοὺς Ἑβραίους (Ἰωάν. ε’ 44). Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πιστεύσετε, τὴν στιγμὴν ποῦ ἐπιδιώκετε πῶς νὰ ἀρέσετε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον καί νὰ ἐγκωμιάζεσθε μεταξύ σας;
    Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ξεκάθαρα ὅτι αὐτὸς ποὺ προτιμᾶ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους, παύει νὰ εἶναι «δοῦλος Χριστοῦ» (Γαλάτ. α’ 10). Ξεκόβει καὶ ἀποχωρίζεται ἀπό τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
    Ὅσο κι ἀν μᾶς φαίνεται κάπως μακρυὰ ἀπό μᾶς κάτι τέτοιο, ἀδελφέ μου, δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι μεγάλος. Γιατί ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἐπηρεάση καὶ νὰ μολύνη ἀκόμη καί τὶς πιὸ ἱερὲς καὶ θεάρεστες πράξεις μας. Μπορεῖ νὰ κάνης δηλαδὴ ἐλεημοσύνη καὶ νὰ κινῆσαι ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια. Μπορεῖ νὰ ἐκκλησιάζεσαι καὶ νὰ συμμετέχης σὲ χριστιανικὲς προσπάθειες καὶ νὰ εἶσαι δεμένος μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Εἰσχωρεῖ παντοῦ σὰν μικρόβιο καί φθάνει νὰ γίνη ὄγκος κακοήθης.
    Γι’  αὐτὸ καί εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ πολεμηθῆ ἐξ ἀρχῆς τὸ κακό. Νὰ κτυπηθῆ στὴν ρίζα του. Πρὶν προλάβη νὰ μεγαλώση καὶ νὰ γίνη θηρίο, ὁπότε θὰ εἶναι ἴσως πολὺ ἀργά.
    Ἂν ἑπομένως βλέπουμε νὰ φυτρώνουν μέσα μας τάσεις ἀνθρωπαρέσκειας, πού μᾶς ὠθοῦν νὰ παραβοῦμε θεῖες ἐντολές, γιά νὰ ἀρέσουμε σὲ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀνησυχήσουμε ἀμέσως. Ἂν ἐπὶ παραδείγματι ντρεπώμαστε νὰ φανοῦμε Χριστιανοὶ ἀληθινοί, ἢ νὰ νηστεύσουμε, γιὰ τὸ τί θὰ πῆ ὁ κόσμος καί γιὰ νὰ μή μᾶς θεωρήσουν καθυστερημένους καὶ ὀπισθοδρομικούς, εἶναι δεῖγμα ὅτι ἔχομε προσβληθῆ ἀπό τὸ μικρόβιο καὶ χρειάζεται νὰ λάβουμε ἔγκαιρα τὰ μέτρα μας. Νὰ καταφύγουμε δηλαδὴ στὸν ἐξομολόγο μας, τὸν ἰατρὸ τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νά ἀρχίση ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας.
    Καὶ ἂν κάνουμε ταπεινὰ καὶ δραστήρια, ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ἐναντίον τῆς ἀνθρωπαρέσκειας, δὲν θὰ ἐπιτρέψη ποτὲ ὁ Θεὸς νὰ καταντήσουμε προδόται τῆς Πίστεως καὶ ἐχθροί Του, ἀλλά θὰ μένουμε πάντα φίλοι Του» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.621).