Ψαλμ. οα’ 6

Δευτέρα 21  Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον καὶ ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τὴν γῆν»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Θά καταβῇ ἐπί τῆς γῆς ἐμποτίζων αὐτήν μέ τήν γλυκεῖαν καί ἐπιθυμητήν δρόσον τῶν εὐλογιῶν, ὅπως ἡ βροχή ἐπί τοῦ μαλλίου πού πρό ὀλίγου ἐκουρεύθη καί ἐτυλίχθη εἰς ποκάριον, τό ὁποῖον εὐθύς ἀπορροφᾷ πᾶσαν ὑγρασίαν, καί ὅπως ἡ σταγών πού πίπτει μία μία ἐπέι τῆς γῆς καί αὐτοστογμεί ἀπορροφᾶται ὑπ’ αὐτῆς» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Μέσα στοὺς Ψαλμούς, ποὺ ἀναφέρονται στὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἑβδομηκοστὸς πρῶτος. Διαβάζεται μάλιστα καὶ στὴν Ἀκολουθία τῶν «Μεγάλων καὶ Βασιλικῶν Ὡρῶν», ὅπως ὀνομάζονται οἱ Ὧρες τῶν Χριστουγέννων.
    «Ὁ προικισμένος μὲ προφητικὸ χάρισμα Ψαλμωδὸς κάμνει λόγο γιὰ τὴν ἔλευσι τοῦ Μεσαίου στὴν γῆ, γιὰ τὴν δρᾶσι του, γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ λόγου του στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὴν ἐγκατάστασὶ τῆς αἰωνίου βασιλείας του.
    «Ἀπό ὅσα θαυμαστὰ ἀναφέρει γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Μεσαίου στὸν κόσμο, ξεχωρίζουμε τὴν φράσι: «Καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπί πόκον καὶ ὡσεί σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπί τὴν γῆν» (Ψαλμ. οα’ 6). Θὰ κατεβῆ δηλαδὴ στὴν γῆ σὰν τὴν βροχὴ ποὺ πέφτει καὶ ποτίζει ἕνα ποκάρι μαλλιοῦ καὶ σὰν τὴν σταγόνα τῆς ποτιστικῆς βροχῆς, ποὺ ὑγραίνει ἁπαλὰ τὸ χῶμα.
    Ἡ ὡραία αὐτὴ διπλὴ εἰκόνα φανερώνει, ὅπως σημειώνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ἱεροὶ Ἑρμηνευταί, τὴν ἀθόρυβη ἔλευσι καὶ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. «διατὶ καὶ ἡ βροχὴ καταβαίνει εἰς τὸ ποκάρι τῶν μαλλιῶν χωρὶς κανένα κτύπον καὶ αἴσθησιν ἀκοῆς, ὁμοίως καὶ ἡ σταγὼν πίπτει εἰς τὴν γῆν ἀνεπαισθήτως» (Ἁγ. Νικόδημου, Ἑρμηνεία εἰς οα’ Ψαλμὸν). Ἦλθε στὴν γῆ μας «ἀψοφητί» καὶ «λαθραίως», ὅπως χαρακτηριστικα γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Ἐξηγ. εἰς οα’ Ψαλμ.). Ἀθόρυβα. Χωρὶς νὰ τοῦ στηθοῦν ἁψίδες καὶ νὰ γίνουν τυμπανοκρουσίες καὶ ζωηρὲς ἐκδηλώσεις. Χωρὶς νὰ τὸν περιμένουν παρατεταγμένοι οἱ ἄνθρωποι. Χωρὶς νὰ πάρουν κἄν εἴδησι τοῦ ἐρχομοῦ του.
    Μᾶς τὸ λένε πολὺ παραστατικὰ οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελισταί, ποὺ περιγράφουν τὰ γεγονότα τῆς Γεννήσεως. Ὀλίγοι βοσκοὶ τῆς Βηθλεὲμ ἦσαν οἱ μόνοι, ποὺ ἔτρεξαν παρακινημένοι ἀπό τὸν Ἄγγελο ν’ ἀντικρύσουν τὸν Μεγάλο Ἀναμενόμενο τῶν αἰώνων. Οἱ ἄλλοι, οἱ χιλιάδες ἄλλοι, οἱ Γραμματεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Σαδδουκαῖοι, ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ὁ ἐκλεκτός, ποὺ ζοῦσε μέρα νύχτα μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Μεσσίου, ἦσαν ὅλοι τους παραδομένοι στὰ φτερὰ τοῦ ὕπνου. Καὶ αὐτὸς ὁ πανοῦργος βασιλιὰς Ἡρώδης «καὶ πᾶσα Ἰεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ» (Ματθ. β’ 3) ἔμαθαν τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ «βασιλέως τῶν Ἰουδαίων» ἀρκετοὺς μῆνες ἀργότερα καὶ μάλιστα ἀπό ἀλλογενεῖς ἐπισκέπτας, ἀπὸ τοὺς Μάγους τῆς Ἀνατολῆς.
    Ἔτσι ἦλθε στὸν κόσμο «ὁ τῶν ὅλων Κοσμήτωρ». Ἁπλᾶ. Ταπεινά. Ἀθόρυβα. Καὶ ἔτσι ἔζησε καὶ ἔδρασε ἀνάμεσά μας. Ἀπέφευγε συστηματικὰ τὸν θόρυβο καὶ τὴν διαφήμισι. Ἐμπόδιζε νὰ μιλοῦν γι’ Αὐτὸν καί νὰ Τὸν ἐκθειάζουν. Ἔκαμνε τὸ ἔργο Του σὰν τὴν σιγανὴ καί ἀθόρυβη βροχή, ποὺ διαποτίζει ὅμως πολὺ καλὰ τὴν γῆ καί τὴν κάμνει κατάλληλη γιὰ καρποφορία. Σὰν τὴν σταγόνα ποὺ πέφτει καί νοτίζει τὸ ἔδαφος καί τὸ διατηρεῖ πάντα δροσερὸ καί εὔφορο.
    Ἔτσι ἐπίσης ἐγκατέστησε στὴν γῆ καί τὴν βασιλεία Του, τὴν ἅγια δηλαδὴ Ἐκκλησία Του, ποὺ συνεχίζει τὸ σωτήριο ἔργο Του. Ἀθόρυβα καί ὄχι «μετὰ παρατηρήσεως», ὅπως εἶπε ἀργότερα ὁ Ἴδιος στοὺς Φαρισαίους (Ἀουκ. ιζ’ 20). Χωρὶς πομπὴ δηλαδὴ καί ἐξωτερικὴ λαμπρότητα, γιὰ νὰ προσελκύη τὴν παρατήρησι καί τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων. Τῆς χάρισε ὅμως τὴν δυνατότητα νὰ ἐπιδρᾶ σταθερὰ καί νὰ ἐπηρεάζη σταδιακὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὴν λύτρωσι.
    Τὴν ίδια τακτικὴ ἀκολουθεῖ, ἀδελφέ μου, καί σήμερα ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι «χθὲς καί σήμερον ὁ αὐτὸς καί εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ’ 8). Ἔρχεται καὶ τώρα ἀθόρυβα. Ὅταν φθάση γιὰ τὸν καθένα ἡ ὥρα τῆς Χάριτος, ἐγκαθίσταται στὰ μυστικὰ βάθη του καὶ φωτίζει καὶ θερμαίνει τὶς ἀπόκρυφες πτυχὲς τῆς καρδιᾶς του. Καὶ ἐνῶ ἠμπορεῖ νὰ μὴ γίνεται ἴσως ἀντιληπτὸ αὐτὸ ἀπό ἄλλους, ὅμως ὁ Σωτὴρ καί Λυτρωτὴς κάμνει τὸ ἔργο Του. Δροσίζει καί ποτίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν Χάρι Του. Τὴν καλλιεργεῖ μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ τὴν βοηθεῖ νὰ δέση καί νὰ δώση καρποὺς ἀρετῆς καί ἁγιασμοῦ.
    Ἄς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν Θεάνθρωπο, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, νὰ ἔλθη καί στὴν δική μας καρδιὰ ὅπως καί τότε στὴν Βηθλεέμ. Ἄς Τὸν ἱκετεύουμε μάλιστα νὰ ἔρχεται συχνά. Νὰ ἔρχεται μέσα ἀπό τὶς ἱερὲς σελίδες τοῦ λόγου Του καί ἀπό τούς κρουνοὺς τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Του. Νὰ ἔρχεται, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ ποτίζη τὴν ψυχή μας, ποὺ κινδυνεύει ἀπό τὴν πνευματικὴ ξηρασία, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ τὰ πάντα. Νὰ ἔρχεται ἁπλᾶ καὶ ἀθόρυβα, γιὰ νὰ νοιώθουμε διαρκῶς τὴν εὐχάριστη, γλυκειά καὶ ζωογόνο δροσιά τῆς εὐλογημένης παρουσίας Του» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.710).