Τρίτη 22 Ἰουνίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐξεγέρθητι, ἡ δόξα μου· ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα· ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Σήκω ἐπάνω ἄγρυπνος καί πρόθυμος, ὦ ψυχή μου· παύσατε νά σιγᾶτε καί σεῖς, ὦ ὄργανά μου· τό ψαλτήριον καί ἡ κιθάρα μου. Θά σηκωθῶ πολύ πρωῒ, προτοῦ ὁ ἥλιος ἀνατείλῃ» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ζωὴ γεμάτη περιπέτειες ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ Δαβίδ. Μιὰ ζωὴ στὴν ὁποία ἐκδηλωνόταν ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν του, ἀλλά καὶ ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ του.
Μιὰ τέτοια περιπέτεια ἔδωσε καὶ τὴν ἀφορμὴ νὰ γραφῆ ὁ πεντηκοστὸς ἕκτος Ψαλμός. Ἦταν τότε ποὺ καὶ ὁ Σαοὺλ καὶ ὁ Δαβίδ κοιμήθηκαν, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξουν, στὴν ἴδια σπηλιά, στὴν περιοχὴ Ἐγγαδί.
Εὐγνωμονῶντας λοιπὸν ὁ θεὸπνευστος Ψαλμωδὸς τὸν Κύριο, ποὺ τὸν σκέπασε, ὅπως λέει, στὴν «σκιὰ τῶν πτερύγων» Του, ἔγραψε κατόπιν τὸν Ψαλμὸ αὐτό, στὸν ὁποῖο ὑπάρχει καὶ ἡ ἑξῆς φράσι: «Ἐξεγέρθητι, ἡ δόξα μου ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου» (Ψαλμ. νστ’ 9). Ξύπνα δηλαδὴ καὶ σήκω ἐπάνω πρόθυμα, ψυχή μου. Σηκωθῆτε καὶ σεῖς, ψαλτήριο καὶ κιθάρα μου, γιὰ νὰ μὲ συνοδεύσετε στοὺς ὕμνούς μου. Θὰ ξυπνήσω ἀπό τὰ χαράματα, γιὰ νὰ δοξολογήσω τὸν Θεό μου.
Ἡ δοξολογητικὴ αὐτὴ διάθεσι τοῦ Ψαλμωδοῦ, ποὺ τὸν κάνει νὰ στρέφεται καὶ νὰ παρακινῆ ἀκόμη καὶ τὰ μουσικὰ τοῦ ὄργανα νὰ ξυπνήσουν κι ἐκεῖνα γιὰ νὰ ψάλουν μαζὶ ὕμνους στὸν Εὐεργέτη του, εἶναι τὸ ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του. Φανερώνει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ μακάριος Δαβίδ τὸν πόθο, ποὺ ἔκαιγε τὴν ψυχή του καὶ τὸν ὠθοῦσε νὰ συνομιλήση μὲ τὸν Κύριό του.
Τὸ παράδειγμά του λέει πολλὰ στὸν καθένα μας. Ἔχουμε ἀσφαλῶς κι ἐμεῖς στὴν ζωή μας περιστάσεις, στὶς ὁποῖες εἴδαμε τὸ προστατευτικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ ἁπλώνεται ἐπάνω μας. Ἔχουμε περιπτώσεις στὴν ἀτομική, ἢ οἰκογενειακή, ἤ ἐπαγγελματική μας ζωή, πού μᾶς βοήθησε καὶ μᾶς γλύτωσε ἡ Πρόνοιά Του ἀπό ἀνθρώπους πονηρούς, ἤ ἀπό τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, πού μᾶς ἀπειλοῦσαν. Ἔχουμε πολλὲς καὶ ἀναρίθμητες ἐπεμβάσεις τῆς εὐεργετικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή μας,
Θά πρέπει λοιπὸν νὰ γίνεται καὶ μέ μᾶς σύμφωνα μὲ τὸ θαυμαστὸ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ. Δὲν πρέπει νὰ σκιρτᾶ ἡ καρδιά μας καὶ διαλύοντας κάθε σύννεφο ὑπνηλίας καὶ ραθυμίας νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀρχίζουμε τὴν κάθε μέρα τῆς ζωῆς μας μὲ ὁλόψυχη τὴν εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς τὸν Κύριό μας; Αὐτὸ τὸ νοιώθουν σὰν χρέος τους πολλοὶ πιστοί, γι’ αὐτὸ καὶ μιμοῦνται τὸν Δαβίδ. Ξυπνοῦν «ταχέως καὶ χωρὶς ἀναβολὴν καιροῦ» (Ἅγιος Νικόδημος) καὶ προσεύχονται μὲ καθαρὸ καί ξεκούραστο τὸ μυαλό τους, μέσα στὴν ἠρεμία τοῦ πρωινοῦ.
Δὲν πρόκειται δὲ μόνο γιὰ τοὺς ἀξιέπαινους Μοναχούς, ποὺ ξυπνοῦν ἀπὸ τὴ νύχτα καὶ δοξολογοῦν μὲ τὴν καρδιὰ τοὺς τὸν Τριαδικὸ Θεό μας τελῶντας τὶς Ἀκολουθίες τοῦ Μεσονυκτικοῦ καί τοῦ Ὄρθρου. Πρόκειται καὶ γιὰ ἕνα πλῆθος εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ποὺ ζοῦν καὶ ἐργάζονται στὴν κοινωνία καὶ παρὰ τὶς διάφορες ἀπασχολήσεις καὶ ὑποχρεώσεις τους ξυπνοῦν νωρὶς νωρὶς μὲ τὴν σκέψι καὶ τὴν καρδιὰ στὸν Θεό.
Ὑπάρχουν βέβαια, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, καὶ οἱ εἰδικὲς συνθῆκες ἐργασίας καὶ ζωῆς τοῦ καθενός, ποὺ ὁπωσδήποτε δὲν εὐκολύνουν πάντοτε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνήθεια.
Πρέπει ὅμως νὰ τονισθῆ ἀπαραιτήτως ὅτι ἡ ὀρθρινὴ αὐτὴ προσευχὴ ἔχει μεγάλη ἐπίδρασι στὴν ψυχική μας ζωή. Σὰν ἄλλη εἰσπνοὴ ζωτικοῦ ὀξυγόνου δίνει ζωντάνια καὶ δύναμι στὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάμνει ἱκανὴ νὰ ἀντιμετώπιση τὶς ὁποιεσδήποτε καταστάσεις τῆς ἡμέρας. Εἶναι δὲ παρατηρημένο ὅτι, ὅταν ἡ ἡμέρα μας ἀρχίση μὲ καλή προσευχή, ὅλα πηγαίνουν κατόπιν καλὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ μας.
Κι ἂν ὑπάρχουν τόσοι καὶ τόσοι, ποὺ ξυπνοῦν πρὶν καλὰ καλά χαράξη καὶ τρέχουν στοὺς δρόμους γιὰ τὸ ἀσταμάτητο κυνηγητὸ τῆς βιοπάλης, γιατί νὰ μᾶς νικᾶ ἡ νωθρότης, ὅταν πρόκειται γιὰ ἔργο ἅγιο καὶ ἱερό; Τὸ ξύπνημα βέβαια καὶ τὸ πέταγμα αὐτὸ τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται μὲ συνταγὲς καὶ προτροπὲς τῶν ἄλλων. Εἶναι ξέσπασμα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο τοῦ δεσμοῦ καὶ τῆς σχέσεώς μας μὲ Ἐκεῖνον.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι, ποὺ πρέπει νὰ δοθῆ μεγαλύτερη προσοχή. Ὅσο περισσότερο ἀγαποῦμε τὸν Κύριο δσὸ βαθύτερα συνδεόμαστε μαζί Του δσο καθαρώτερα βλέπουμε τὸ χέρι Τοῦ τὸ ἅγιο στὴν ζωή μας, τόσο προθυμότερα θὰ θέλουμε ν’ ἀρχίζουμε τὴν κάθε μας μέρα μὲ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν λατρευτό της καρδιᾶς μας, τὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν, ἀδελφέ μου, τὸν Κύριο ν’ ἀνοίξη πιὸ πολὺ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν παρουσία Του στὴν ζωή μας καὶ νὰ γεμίση τὴν καρδιά μας ἀπό ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον. Τότε νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι θὰ ξυπνοῦμε χωρὶς κόπο γιὰ τὴν πρωινὴ δοξολογία τοῦ Ὄνοματός Του. Γιὰ τὴν δοξολογία ποὺ ἑλκύει, σὰν ἄλλος μαγνήτης, τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ στὴν ψυχή μας, ἀλλά καὶ σὲ καθένα ἀπό τὰ ἔργα μας» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1985, σ.38).