«Ἡ Μετάνοια» Δ΄

Τρίτη 15  Ἰουνίου 2010

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ  «Ἀσκητικές ἐμπειρίες Α’»

«Ἡ Μετάνοια»  Δ΄

     «Γιατί θέλετε νὰ πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;. Γιατί καταστρέφεστε, χριστιανοί μου, ἀπό τὶς ἁμαρτίες σας μὲ τὸν αἰώνιο θάνατο; Γιατί γεμίζει ἀπό σας, τοὺς χριστιανούς, ὁ ἅδης, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ παντοδύναμη μετάνοια; Αὐτὸ τὸ δῶρο, αὐτὸ τὸ δίχως ὅρια ἀγαθὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στοὺς χριστιανούς, σὲ κάθε στιγμὴ  τῆς ζωῆς τους καὶ γιὰ κάθε ἁμάρτημά τους ἐνεργεῖ μὲ τὴν ἴδια δύναμη. Καθαρίζει κάθε ψυχικὸ ρύπο καὶ σώζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπικαλεῖται τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου ἔστω καὶ στὶς τελευταῖες στιγμές του, λίγο πρὶν ἀπό τὸν σωματικό του θάνατο.
     Γιατί θέλετε νὰ πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;. Γι’ αὐτὸ χάνονται ὁριστικὰ οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸν αἰώνιο θάνατο, ἐπειδὴ σ’ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωὴ τους ἀθετοῦν τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσαν στὸ Βάπτισμά τους καὶ δουλεύουν στὴν ἁμαρτία. Χάνονται, γιατί δὲν δίνουν τὴν παραμικρὴ προσοχὴ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς καλεῖ σὲ μετάνοια. Μήτε λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπό τὸν θάνατό τους δὲν κατορθώνουν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς μετάνοιας! Κι αὐτὸ γιατί εἴτε δὲν ἀπέκτησαν καμιὰ γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ εἴτε τὸν γνώρισαν σφαλερά, ἔτσι ποὺ θὰ ἦταν καλύτερα νὰ μὴν τὸν εἶχαν γνωρίσει. Βεβαιώνω ἐγώ, λέει ὁ Κύριος -γιὰ νὰ ἐνισχύσει, θαρρεῖς, τὴν πίστη τῶν ὀλιγόπιστων καὶ νὰ προκαλέσει τὴν προσοχὴ τῶν ἀπρόσεκτων-, Βεβαιώνω ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἀσεβοῦς, ἀλλά θέλω νὰ ἐπιστρέψει ἀπό τὸν ἁμαρτωλό του δρόμο καὶ νὰ ζήσει. Ἐπιστρέψτε, ἐπιστρέψτε ἀπό τὸν κακό σας δρόμο! Γιατί θέλετε νὰ πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;
     Γνώριζε ὁ Θεὸς τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, γνώριζε ὅτι καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμά τους θὰ ἔπεφταν σὲ ἁμαρτίες. Γι’ αὐτὸ θέσπισε τὸ Μυστήριο τῆς Μετάνοιας ἤ Ἐξομολογήσεως στὴν Ἐκκλησία Του, Μυστήριο μὲ τὸ ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ καθαρίζονται ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἡ μετάνοια, βέβαια, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπό τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀλλά καὶ νὰ προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὸ Βάπτισμα, πάλι, ἡ μετάνοια διορθώνει τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ καὶ Βαπτίστηκε στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
     Ὅταν πολλοὶ Ἰσραηλίτες ἀπό τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἰουδαία πήγαιναν στὸν Ἰωάννη, τὸν κήρυκα τῆς μετάνοιας, γιὰ νὰ Βαπτιστοῦν ἀπ’ αὐτὸν στὸν Ἰορδάνη, ἐξομολογοῦνταν πρῶτα τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅπως σημειώνει ἕνας ἱερός συγγραφέας, ὁ Τίμιος Πρόδρομος τοὺς ζητοῦσε νὰ ἐξομολογηθοῦν πρὶν ἀπό τὸ Βάπτισμα, ὄχι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος χρειαζόταν τὴν ἐξομολόγησή τους, μὰ ἐπειδὴ ἐπιζητοῦσε τὴ σωτηρία τους, ἐπειδή, μ’ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴ σταθερότητα τῆς μετάνοιάς τους, ἦταν ἀναγκαῖο νὰ συνενώσουν τὴν ὁμολογία τῶν παραπτωμάτων τους μὲ τὸ αἴσθημα τῆς λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά τους. Τὴν ψυχὴ ποὺ συνηθίζει νὰ ἐξομολογεῖται, λέει ὁ ἴδιος Ὅσιος, ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τὴ συγκρατεῖ σὰν χαλινάρι καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἁμαρτήσει. Ἀντίθετα, τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν σκέφτεται κανεὶς νὰ τὶς ἐξομολογηθεῖ, τὶς διαπράττει ἄφοβα συνεχῶς σὰν σὲ σκοτάδι.
     Μὲ τὴν Ἐξομολόγηση διαλύεται ἡ φιλία μὲ τὶς ἁμαρτίες. Ἡ ἀπέχθεια πρὸς τὶς ἁμαρτίες εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς γνήσιας μετάνοιας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς σταθερῆς ἀποφάσεώς της νὰ ζήσει ἐνάρετα».