Ψαλμ. 95, 12-13

Πέμπτη 1 Ἰουλίου 2010 ΚΕΙΜΕΝΟ "Χαρήσεται τά πεδία καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς· τότε ἀγαλλιάσονται πάντα τά ξύλα τοῦ δρυμοῦ ἀπό προσώπου τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔρχεται, ὅτι ἔρχεται κρῖναι τὴν γῆν. κρινεῖ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ αὐτοῦ" ΕΡΜΗΝΕΙΑ    "Τότε θά σκιρτήσουν ἀπό ἀγαλλίασιν ὅλα τά δένδρα τοῦ πυκνοῦ δάσους, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι ἔρχεται, ἔρχεται διά νά κρίνῃ τήν γῆν καί νά βασιλεύσῃ ἐπ’ αὐτῆς. Θά κρίνῃ τήν οἰκουμένην μέ δικαιοσύνην καί τούς λαούς μέ τήν φιλαλήθειάν του καί τήν πιστήν τήρησιν τῶν ὑποσχέσεων καί ἀπειλῶν του" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")ΣΧΟΛΙΟ (α) Ἄψυχα καί ἔμψυχα, ἄνθρωποι καί φυσική δημιουργία, γῆ καί οὐρανός καλοῦνται μέ ἐνθουσιασμό ἀπό τόν ἐμπνευσμένο ποιητή τοῦ ἐνενηκοστοῦ πέμπτου Ψαλμοῦ νά ὑμνήσουν τόν Κύριο. Νά ψάλλουν ὕμνους στήν μεγαλωσύνη Ἐκείνου, πού εἶναι «αἰνετός σφόδρα».Ἀφορμή γιά νά συντεθῆ τό λυρικό αὐτό ᾆσμα ἦταν ἡ ἀνοικοδόμησι τοῦ οἴκου τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Ξεκινῶντας ὅμως ἀπό αὐτό τό γεγονός ὁ Ψαλμῳδός ἀνοίγει τούς ὁρίζοντες τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας καί στρέφοντας τά βλέμματά μας πρός τό μέλλον τονίζει ὅτι ὁ Κύριος, πού «ἐποίησε τούς οὐρανούς» καί πού ἐμπρός Του «σαλεύεται πᾶσα ἡ γῆ», θά ἔλθη νά κρίνη κάποτε ὅλους τούς «λαούς ἐν εὐθύτητι».  Καί ψάλλει μέ σοβαρότητα: «ὅτι ἔρχεται, ὅτι ἔρχεται κρῖναι τήν γῆν. κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ καί λαούς ἐν τή ἀλήθεια αὐτοῦ» (Ψαλμ. 95,  13). Ὅπως βλέπουμε, ὁ θεόπνευστος Ψαλμῳδός χρησιμοποιεῖ δύο φορές τό ρῆμα «ἔρχεται». Καί γιά νά τονισθῆ βέβαια καλύτερα τό γεγονός αὐτό, ἀλλά καί γιά νά διακριθῆ, ὅπως σημειώνει κάποιος Ἑρμηνευτής, ἡ πρώτη ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἀπό τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Του.Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι δέν λέει ὁ Ψαλμῳδός «ἐλεύσεται», ἀλλά «ἔρχεται». Δέν βάζει δηλαδή τό ρῆμα σέ χρόνο μέλλοντα, ἀλλά σέ χρόνο ἐνεστῶτα. Αὐτό φανερώνει τήν ἀπόλυτη βεβαιότητά του γιά τό γεγονός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι τόσο βέβαιο ὅτι θά ἔλθη, ὥστε εἶναι σάν νά ἦλθε ἤδη.Ἡ προσδοκία καί ἡ βεβαιότης αὐτή ἔτρεφε ἐπί ἑκατοντάδες χρόνια πρό Χριστοῦ τήν εὐσέβεια τῶν Ἑβραίων καί τούς ἔδινε ἀντοχή καί κουράγιο, γιά νά συνεχίζουν νά μένουν πιστοί στόν Θεό τῶν πατέρων τους. Ὅμως ὅπως ἀναφέρουν καί οἱ εἰδικοί Θρησκειολόγοι, ἡ προσδοκία αὐτή, ὄχι βέβαια τόσο εὐδιάκριτη καί συγκεκριμένη ὅσο στόν λαό τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε τόν Νόμο καί τούς Προφήτας, ὑπῆρχε σ’ ὅλους σχεδόν τούς λαούς τῆς γῆς. Ὅλοι περίμεναν κάποιον, πού θά ἐρχόταν καί  θά τούς ἔσῳζε.Ἡ προσδοκία αὐτή εἶχε φυτρώσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά λόγια του Δημιουργοῦ στήν Εὔα μέσα στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὅτι κάποιος ἀπόγονός της θά συνέτριβε τήν «κεφαλήν τοῦ ὄφεως» (Γεν. γ- 14-15).Καί ἤδη ἐδῶ καί δύο χιλιάδες περίπου χρόνια ἡ προσδοκία αὐτή ἔγινε πραγματικότης. Ἀπό τότε πού ἦλθε ὁ Ἀναμενόμενος στή γῆ μας καί χώρισε τήν Ἱστορία σέ πρό καί μετά Χριστόν, τό πρῶτο «ἔρχεται» ἀνήκει πιά στό παρελθόν." (Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 294) (ἡ συνέχεια αὔριο)