Σάββατο 17 Ἰουλίου 2010
ΚΕΙΜΕΝΟ
"Καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
"Καθώς εὐσπλαγχνίζεται καί συγχωρεῖ ὁ πατήρ τούς υἱούς του, οὕτω καί ὀ Κύριος, ὡς πατήρ φιλόστοργος εὐσπλαγχνίζεται ἀνέκαθεν ἐκείνους πού τόν εὐλαβοῦνται καί μέ φόβον ζητοῦν παρ’ αὐτοῦ συγχώρησιν" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")
ΣΧΟΛΙΟ (α)
"Ἕνας ὑπέροχος ὕμνος στό ἔλεος καί τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἑκατοστός δεύτερος Ψαλμός. Καθώς τόν ἀκοῦμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν διαβάζεται ὁ Ἑξάψαλμος, ἤ τόν μελετοῦμε μόνοι μας στήν ἡσυχία τοῦ σπιτιοῦ μας, νοιώθουμε νά μᾶς συνεπαίρνη μέ τόν ἐνθουσιασμό του ὁ Δαβίδ καί νά κινῆ καί τά δικά μας χείλη πρός δοξολογίαν τοῦ Κυρίου.
Ἀπό τίς θαυμάσιες εἰκόνες καί μεταφορές, πού χρησιμοποιεῖ ὁ εὐλογημένος Ψαλμῳδός, γιά νά ἀνυμνήση τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ, ξεχωρίζουμε ἐκείνην μέ τόν πατέρα, πού εὐσπλαγχνίζεται τά παιδιά του. «Καθώς οἰκτίρει πατήρ υἱούς, ὠκτείρησε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν», ψάλλει καί δονεῖται ὅλη του ἡ ὕπαρξι ἀπό ἐνθουσιασμό καί συγκίνησι (Ψαλμ. ρβ’ 13).
«Καθώς ὁ φυσικός πατήρ οἰκτίρει καί σπλαγχνίζεται τούς υἱούς του», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἅγιορείτης, «ἔτζι καί ἀσυγκρίτως περισσότερον ὁ Θεός οἰκτίρει καί σπλαγχνίζεται ἐκείνους ὅπου τόν φοβοῦνται καί φυλάττουν τάς ἐντολάς του» (Ἑρμ. εἰς ρβ’ Ψαλμ.).
Μέ τά λόγια του αὐτά ὁ πολύπαθος καί πολύπειρος Δαβίδ φέρνει στόν νοῦ μας τήν ὡραιότατη ἐκείνη παραβολή τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, ὅπου λάμπει καί ἀστράφτει καί ἀκτινοβολεῖ σ’ ὅλο της τό μεγαλεῖο ἡ πατρική εὐσπλαγχνία (Λουκ. ιε’ 11-24).
Καί ἐνῷ ζοῦσε ἑκατοντάδες χρόνια πρό Χριστοῦ ὁ μακάριος Δαβίδ καί δέν ἦταν τότε καί τόσο συνηθισμένο νά θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σάν πατέρα, ἀλλά Τόν ἔβλεπαν σάν κάτι τό ἀπρόσιτο καί τρομερό, ἐν τούτοις ἐκφράζεται μέ γλῶσσα καινοδιαθηκική. Γίνεται ἔτσι φανερό ὅτι μιλάει φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του καί τήν προσωπική του πεῖρα. Τήν πεῖρα του καί σάν παιδί τοῦ Θεοῦ καί σάν πατέρας μέ παιδιά πολλά.
Καί εἶχε πράγματι ἡ πεῖρα του πολλά δείγματα τῆς πατρικῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε πρό πάντων τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, πού ἦταν ἄξιος θανατικῆς τιμωρίας μετά τό διπλό του ἁμάρτημα καί ὅμως ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δέν τοῦ «ἀνταπέδωκε κατά τάς ἁμαρτίας» του. Ἀντιθέτως ἀπεμάκρυνε ἀπό πάνω του τίς ἁμαρτίες του «καθ’ ὅσον ἀπέχουαιν ἀνατολαί ἀπό δυσμῶν». Καί αὐτό ἦταν ἐκεῖνο, πού τόν ἔκαμνε νά εὐλογῆ καί νά δοξολογῆ συνεχῶς τόν Κύριο καί νά ψάλλη διαρκῶς: «οίκτίρμων καί ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος».
Θυμόταν ὅμως καί τό πώς εἶχε διατεθῆ καί ὁ ἴδιος σάν πατέρας ἀπέναντι στά παιδιά του. Ἐνῷ δηλαδή ὡρισμένα ἀπό αὐτά εἶχαν διαπράξει σοβαρώτατα ἁμαρτήματα καί εἶχαν προσβάλει τήν οἰκογενειακή του τιμή καί ἦσαν ἄξια θανάτου, δέν προχωροῦσε στό νά τά τιμωρήση. Δέν ἤθελε τόν θάνατό τους. Ἔστεκε ἀπέναντί τους γεμᾶτος συμπόνια περιμένοντας τήν διόρθωσι καί σωτηρία τους (Β’ Βασ. ιγ’ ιη’). (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 533) (ἡ συνέχεια αὔριο)