Ψαλμ. 103, 24

Τρίτη 20 Ἰουλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

 "Πόσον μεγάλα καί θαυμαστά εἶναι τά ἔργα σου, Κύριε·  ὅλα καί τά μικρά καί τά μεγάλα καί τά ἄγρια καί τά ἥμερα, καί τά ὄρη καί τάς πεδιάδας, ὅλα ἀνεξαιρέτως μέ σοφίαν τά ἐδημιούργησας· ἐγέμισεν ἡ γῆ ἀπό τά κτίσματά σου"  (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    "Τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅσο προσεγμένα καί ἐπιμελημένα κι ἄν εἶναι, παρουσιάζονται κάποτε ἐλαττωματικά. Τά ἔργα ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλεια. Φτιαγμένα μέ τήν δική Του ἀλάνθαστη σοφία καί φροντισμένα ἀπό τήν ἄγρυπνη Πρόνοιά Του. Ἀνοίγει Ἐκεῖνος τό χέρι Του, δηλαδή «τήν χορηγόν καί ἀφθονοπάροχον δύναμίν Του» (Ἅγιος Νικόδημος), καί συγκρατεῖ καί συντηρεῖ καί κατευθύνει τά πάντα, ὥστε νά ἐκπληροῦν τόν σκοπό, γιά τόν ὁποῖο τά ἐδημιούργησε.
    Θά πρέπη νά κρατῆ κανείς πεισματικά καί ἐγωϊστικά καί παράλογα κλειστά τά αὐτιά καί τά μάτια του, γιά νά μή ἀκούη τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἀντηχεῖ ἀπό τά κτίσματά του, καί νά μή ἀντικρύζη τίς χρυσές ἀκτῖνες τοῦ μεγαλείου Του, πού ἀντανακλοῦν στά ἔργα Του.
    Βρέθηκαν βέβαια ἐπιστήμονες καί ἀστροναῦται, πού, ὑποτιμῶντας τήν ἴδια τήν νοημοσύνη τους, διεκήρυξαν ὅτι δέν εἶδαν πουθενά τόν Θεό στά πειράματα καί στά διαστημικά τους ταξίδια, προκαλῶντας ὅμως τό γέλιο καί τόν οἶκτο μέ τίς δηλώσεις τους αὐτές. Βρέθηκαν ὅμως καί ἄλλοι ὅμοιοί τους στήν γνῶσι, ἀλλά μέ σύνεσι καί φρόνησι, πού ὡμολόγησαν ἔκθαμβοι ὅτι ἀντίκρυσαν τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ καί στό ἄπειρο σύμπαν καί στό ἀπειροελάχιστο ἄτομο τῆς ὕλης.
     Τό θέμα ἑπομένως, ἀδελφέ μου, εἶναι ἡ διάθεσι, μέ τήν ὁποία βλέπει καθένας τό κάθε τί γύρω του. Ἄν δέν ἔχουμε προκαταλήψεις γιά τόν ἄλφα ἡ βῆτα λόγο, κι ἄν ἡ ζωή μας καί οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς μας δέν ἐμποδίζουν τό λογικό μας νά λειτουργῆ φυσιολογικά καί κανονικά, θά μποροῦμε νά διακρίνουμε πίσω ἀπό ὅλα τά κτίσματα Του τόν Δημιουργό.
     Ἐκεῖνος πάντως μέ τόν ἀπέραντο γαλανό οὐρανό, μέ τήν ἑφτάδιπλη καί εὐρύχωρη θάλασσα, μέ τό ἀσημένιο φεγγάρι, μέ τό πέταγμα τῶν πουλιῶν καί μέ τό κρυστάλλινο κελάρυσμα τῶν πηγῶν ἔγραψε τό Ὄνομά Του στήν πλάσι. Δέν μποροῦν βέβαια νά τό διακρίνουν ὅλοι. Χρειάζεται ἀπαραιτήτως κάποια προϋπόθεσις, γιά νά τό ἀποκρυπτογραφήσουμε. Καί ἡ προϋπόθεσις αὐτή εἶναι ἡ εἰλικρινής διάθεσις καί ἡ ἁπλή πίστις. Τό νά ἀναζητήσουμε δηλαδή τόν Θεόν καί νά Τόν ἀγαπήσουμε σάν Πατέρα καί νά Τόν παραδεχθοῦμε σάν Κύριο καί Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.
     Τότε θά μπορῆ νά ἐπαναλαμβάνη καί ὁ καθένας μας μαζί μέ τόν Ψαλμῳδό: «Ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ  μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω. Εὐλογεῖ, ἡ ψυχή μου, τόν Κύριον». (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 549).