Ψαλμ. 106, 25, 29

Κυριακή 25 Ἰουλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Εἶπε, καὶ ἔστη πνεῦμα καταιγίδος, καὶ ὑψώθη τὰ κύματα αὐτῆς… καὶ ἐπέταξε τῇ καταιγίδι, καὶ ἔστη εἰς αὔραν, καὶ ἐσίγησαν τὰ κύματα αὐτῆς"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Διέταξεν αὐτός· καί ἐσηκώθη ἀσυγκράτητος ἄνεμος σφοδρός ἀγρίας καταιγίδος καί ὑψώθησαν τεράστια τά κύματα τῆς θαλάσσης… Καί διέταξε τήν καταιγίδα νά καταπαύσῃ καί αὐτή μετεστράφη εἰς αὔραν καί εἰς ἄνεμον ἥσυχον καί δροσιστικόν  καί κατεσιγάσθησαν  τά κύματά της" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Ἕνα θαυμάσιο ἀλληλουάριο εἶναι ὁ ἑκατοστός ἕκτος Ψαλμός. Μία ὑπέροχη ποιητική σύνθεσι, ὅπου ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής ξεσπᾶ σέ δοξολογίες καί ὕμνους πρός τόν Κύριο. Πρός Ἐκεῖνον πού ἐπενέβαινε κάθε τόσο στήν ἱστορία τοῦ λαοῦ Του σάν ἰατρός στίς ἀρρώστιες του καί σάν ἐλευθερωτής στήν σκλαβιά του.
    Ἡ συχνή μάλιστα ἐπανάληψις τῶν φράσεων «καί ἐκέκραξαν πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαι αὐτούς, καί ἐκ τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν ἐρρύσατο αὐτούς… ἐξομολογησάσθωσαν τῷ Κυρίῳ τά ἐλέη αὐτοῦ…» δίνει ἀκόμη μεγαλύτερη δραματικότητα στό ὅλο ποίημα.
   Ἀπό τίς ἐξαίρετες εἰκόνες, πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἐφευρηματικός νοῦς τοῦ Ψαλμῳδοῦ, ὁ φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ξεχωρίζουμε ἐκείνην μέ τήν φουρτουνιασμένη θάλασσα. «Εἶπε καί ἔστη πνεῦμα καταιγίδος, καί ὑψώθη τά κύματα αὐτῆς… καί ἐπέταξε τῇ καταιγίδι καί ἔστη εἰς αὔραν, καί ἐσίγησαν τά κύματα αὐτῆς» (Ψαλμ. ρστ’ 25, 29). Ἔδωσε δηλαδή Ἐκεῖνος, ὁ παντοδύναμος Κύριος τοῦ σύμπαντος, ἐντολή καί ἔπνευσε ἄνεμος πού φέρνει καταιγίδα καί ὑψώθηκαν πελώρια κύματα. Ξανάδωσε ὅμως διαταγή κι ἔπνευσε τώρα αὔρα ἁπαλή καί ἔπαυσαν νά βουίζουν καί νά μουγκρίζουν τά ἀφρισμένα κύματα.
     Τί ὑπέροχη πράγματι θαλασσογραφία! Θυμίζει ζωγραφικό πίνακα μεγάλης ἀξίας, μπρός στόν ὁποῖο στέκονται μέ θαυμασμό καί τόν παρατηροῦν προσεκτικά μέχρι λεπτομερειῶν ὅσοι συγκινοῦνται ἀπό τήν τέχνη. Ἀπό τήν μιά ἡ μανιασμένη θάλασσα, πού λές καί βρυχᾶται καί ἀπειλεῖ νά καταβροχθίση τά πάντα. Κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἤρεμη θάλασσα, πού χαιδεύει ἁπαλά τήν ἀμμουδιά καί γλυκαίνει τά βλέμματα, πού πέφτουν ἐπάνω της.
     Καταιγίδα καί αὔρα. Φουρτούνα καί γαλήνη. Θαλασσοταραχή    καί   ἁπαλός φλοῖσβος. Μία κτυπητή ἀντίθεσι πολύ συχνή στήν φύσι. Δύο καταστάσεις πολύ συνηθισμένες στούς ἀνθρώπους, πού ζοῦν στήν θάλασσα καί ζυμώνονται μέ τήν ἁλμύρα της. Δύο πόλοι, γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται καθημερινά ἡ ζωή τῶν ναυτικῶν.
     Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι καί στήν περίπτωσι τῆς θαλασσοταραχῆς καί σ’ ἐκείνην τῆς γαλήνης, ὅπως παρουσιάζονται στούς στίχους αὐτοῦ τοῦ Ψαλμοῦ, αἰτία εἶναι ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος «ὁ θαλάσσης καί ἀνέμων Κύριος», ὅπως Τόν ἀποκαλεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 4, 286), «εἶπε» καί ξεσηκώθηκαν κι ἄρχισαν νά φωνάζουν τά κύματα. Ἐκεῖνος καί πάλι «ἐπέταξε», διέταξε δηλαδή κι ἔκλεισαν ἀμέσως φοβισμένα τό στόμα τους.
    Ποιός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Δημιουργό, ρωτάει μέ θαυμασμό ὁ ἄλλος ἐκεῖνος μεγαλοφυής ποιητής καί δεινός θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἠμπορεῖ νά διατάζη τήν θάλασσα νά «ἐπαίρεται», νά φουσκώνη, καί νά «’ἵσταται», νά στέκεται καί νά κατακάθεται, σάν νά ντρέπεται τήν ξηρά; (ΕΠΕ 4, 88). (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 669) (ἡ συνέχεια αὔριο)