Ψαλμ. 99,3

Παρασκευή 9  Ἰουλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ"
ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἐνθυμούμενοι ὅσα ὑπέρ ἡμῶν ἐποίησε, μάθετε ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ Κύριος, ὁ δεσπότης καί Δημιουργός τοῦ παντός, εἶναι ὁ θεός μας· αὐτός μᾶς ἐδημιούργησε καί μᾶς ἀνέδειξε γένος ἐκλεκτόν καί ὄχι ἠμεῖς. Ἡμεῖς δέ εἴμεθα λαός του, καί πρόβατα τά ὁποῖα μέ ἐπιμέλειαν καί στοργήν βόσκει καί διατρέφει καί τά ὁποῖα ἀνήκομεν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν καί ὀφείλομεν τά πάντα εἰς αὐτόν" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Ὁ θεόπνευστος Ψαλμῳδός τοῦ ἐνενηκοστοῦ ἔνατου Ψαλμοῦ καλεῖ τούς πιστούς νά ὑμνολογήσουν τόν Κύριο μέ ἀλαλαγμούς καί ἐνθουσιαστικά ᾄσματα. Νά δοξολογήσουν Ἐκεῖνον, πού ποιμαίνει σάν πρόβατά Του τούς ἀνθρώπους καί τούς γεμίζει μέ τίς εὐεργεσίες Του.
     Προσκαλῶντας ὅμως ὁ εὐλογημένος ποιητής καί μᾶς μέσα ἀπό τους αἰῶνες στό ὑψηλό καί ἱερό αὐτό ἔργο τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, μᾶς ὑπενθυμίζει καί τήν σπουδαιότατη ἀλήθεια ὅτι Ἐκεῖνος πού ὑμνολογοῦμε δέν εἶναι ὁ ὁποιοσδήποτε. Εἶναι Αὐτός πού μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι. «Γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεός ἡμῶν, αὐτός ἐποίησεν ἡμᾶς καί οὐχ ἡμεῖς», ψάλλει μέ ἐνθουσιασμό (Ψαλμ. 99, 3). Μάθετε ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός μᾶς εἶναι Ἐκεῖνος πού μᾶς δημιούργησε καί σάν ἄτομα καί σάν λαό. Δέν εἴμαστε αὐτοδημιούργητοι. Δέν φυτρώσαμε μόνοι μας. Δέν ὀφείλουμε τήν ὑπαρξί μας στίς δικές μας δυνάμεις. Ἄν δέν μᾶς χάριζε ὁ Θεός τήν ζωή, θά βρισκόμαστε τώρα στήν ἀνυπαρξία.
    Τά λόγια αὐτά ἀποτελοῦν θεμελιακή δογματική διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας, πού τήν διακηρύσσουμε ὅλοι μας, ὅταν ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω» ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι «ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων».
    Τίποτε στόν κόσμο δέν ἔγινε μόνο του. Κάθε σπίτι, γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, κατασκευάζεται ἀπό κάποιον. «Ὁ δέ τά πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. γ’ 4). Ἐκεῖνος πού κατεσκεύασε τά πάντα, ἔμψυχα καί ἄψυχα καί ὅλο τό σύμπαν, εἶναι ὁ Θεός.
    Μερικοί βέβαια ἄνθρωποι, γιά λόγους πού μόνο ἡ καρδιά καί τό μυαλό τους γνωρίζουν, δέν θέλουν νά παραδεχθοῦν αὐτή τήν τόσο λογική καί ἁπλή καί αὐταπόδεικτη ἀλήθεια. Καί δέν θεωροῦν ὑποτιμητικό γιά τήν διάνοιά τους νά πιστεύουν καί νά γράφουν καί νά διαλαλοῦν ὅτι ὅλα στόν κόσμο ἔγιναν αὐτομάτως, τυχαῖα καί συμπτωματικά. Μερικοί μάλιστα εὐχαριστοῦνται νά θεωροῦν σάν πρόγονο καί γενάρχη τους τόν πίθηκο καί τόν χιμπατζῆ.
     Δέν χρειάζεται ὅμως νά ἀσχοληθοῦμε πιό πολύ μ’ αὐτή τήν ἀρνητική ἄποψι, γιατί ἔτσι εἶναι σά νά δίνουμε περισσότερη ἄξια σ’ αὐτούς πού ὑποτιμοῦν μόνοι τους τόν ἑαυτό τους, μέ τό νά τόν θεωροῦν κάτι τυχαῖο στόν κόσμο. Ἄλλως τε καί τά μικρά ἀκόμη παιδιά τό ξέρουν πολύ καλά ὅτι κι αὐτά τά παιχνίδια, πού κρατοῦν στά χέρια τους, ἔχουν τόν ἔμπειρο κι ἐπιδέξιο τεχνίτη καί κατασκευαστή τους καί δέν ἦλθαν τυχαῖα στό σπίτι τους." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 306) (ἡ συνέχεια αὔριο)