Ψαλμ. 99,3

Σάββατο 10 Ἰουλίου

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἐνθυμούμενοι ὅσα ὑπέρ ἡμῶν ἐποίησε, μάθετε ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ Κύριος, ὁ δεσπότης καί Δημιουργός τοῦ παντός, εἶναι ὁ θεός μας· αὐτός μᾶς ἐδημιούργησε καί μᾶς ἀνέδειξε γένος ἐκλεκτόν καί ὄχι ἠμεῖς. Ἡμεῖς δέ εἴμεθα λαός του, καί πρόβατα τά ὁποῖα μέ ἐπιμέλειαν καί στοργήν βόσκει καί διατρέφει καί τά ὁποῖα ἀνήκομεν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν καί ὀφείλομεν τά πάντα εἰς αὐτόν" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (β)

    "Χρειάζεται καθαρή, παιδική καρδιά καί φρόνημα ταπεινό, γιά νά παραδεχθῆς καί νά πιστεύσης σέ Θεό Δημιουργό. Χρειάζεται ἁπλότης καί καθαρότης διανοίας, γιά νά ἀναγνωρίσης ὅτι ὁ Κύριος εἶναι «τοῦ ἡμετέρου ποιήματος δημιουργός», ὅπως ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. «Οὐ γάρ αὐτομάτως συνέστημεν, ἀλλά τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἔργον ἐσμεν» (Ἐξήγ. εἰς ρθ΄ Ψαλμ.). Δέν ἐγίναμε στήν τύχη. Εἴμαστε ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ. «Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καί ἔπλασαν με», ἀναφέρει ἄλλος Ψαλμός, πού τόν ἀκοῦμε συχνότατα στήν Ἐκκλησία μας (Ψαλμ. ριη’ 73).
     Πολύ ὡραῖα τονίζει τήν ἴδια ἀλήθεια καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μέ τά ἑξῆς: «Ἀνίσως, λέγει, καί φαίνωνται οἱ γονεῖς πώς κάμνουν, ἤτοι γεννοῦν τά τέκνα των, ὅμως ὁ Θεός εἶναι ὁπού ταῦτα ποιεῖ, αὐτός μέν ὡς αἴτιος, οἱ δέ γονεῖς ὡς συναίτιοι, καθό δηλονότι ὑπηρετοῦσι εἰς τήν ἐξ ἀρχῆς προσταγήν τοῦ Θεοῦ, διά τοῦτο πολλοί γονεῖς πολλάκις θέλοντες νά κάμουν τέκνα δέν δύνανται» (Ἑρμ. εἰς ρθ’ Ψαλμ.).
     Γι’ αὐτό καί πολλοί εὐσεβεῖς γονεῖς, ὅταν τούς ἐρωτᾶς «πόσα παιδιά ἔχετε;», ἀπαντοῦν: «Τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι» ἀναλόγως καί προσθέτουν: «τοῦ Θεοῦ». Ὁ Κύριος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Καί «Αὐτός μᾶς δίνει τή ζωή, Αὐτός μᾶς δίνει τήν μητέρα», ὅπως ἀναφέρει καί κάποιο παλαιό ᾆσμα τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων.
     Αὐτό βέβαια πού ἰσχύει γιά τά ἄτομα, ἰσχύει καί γιά τούς λαούς καί τά ἔθνη, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἄθροισμα καί ἁρμονική κοινωνία ἀτόμων μέ τά ἴδια ἤθη καί ἔθιμα, τήν ἴδια ἱστορία καί γλῶσσα καί τίς ἴδιες ἐπιδιώξεις. Εἴτε τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ μελετήσουμε, εἴτε τόν παλμό τοῦ δικοῦ μας Γένους ἀφουγκρασθοῦμε, τήν ἴδια ἀπάντησι θά ἔχουμε. Ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μᾶς ἦταν Ἐκεῖνος πού διετήρησε καί ἀνέδειξε καί τόν Ἰσραήλ μετά τήν φοβερή σκλαβιά τῶν Αἰγυπτίων καί τήν Ἑλλάδα μας μετά τήν φρικτή Τουρκοκρατία.
      Κάθε ἄνθρωπος, πού κάνει σωστή χρῆσι τοῦ λογικοῦ του, τό καταλαβαίνει καί τό νοιώθει, ὅτι δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρξη κάτι στόν κόσμο μόνο του. Ὅλα ἔχουν τήν αἰτία τους. «Οὐδέν ἀναίτιον, οὐδέν ἀπό ταὐτομάτου», ἔλεγε κι ὁ Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ 4, 202).
     Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού θά παραδεχθοῦμε αὐτή τήν ἀλήθεια, καταλαβαίνουμε συγχρόνως καί ὅτι δέν εἴμαστε ἀνεξάρτητοι καί ἀσύδοτοι. Αἰσθανόμαστε ὅτι ἔχουμε κάποιον κύριο. Αὐτόν πού μᾶς δημιούργησε καί ἔχει ἑπομένως φυσική κυριότητα ἐπάνω μας.
     Αὐτό δέ ἀκριβῶς εἶναι πού δέν θέλουν ὡρισμένοι, ἀδελφέ μου. Καί γι’ αὐτό προτιμοῦν νά πιστεύουν ὅτι βρέθηκαν τυχαῖα στόν κόσμο, ἤ ὅτι προῆλθαν ἀπό κάποιο ζῷο. Γιατί ἔτσι νομίζουν ὅτι δέν θά τούς ζητήση κανείς λόγο γιά τό πώς ἔζησαν στήν ζωή.
     Ἄν ὅμως θέλουμε νά βρισκώμαστε στήν ἀλήθεια καί νά μή ξεγελοῦμε καί τόν ἑαυτό μας, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι δέν εἴμαστε αὐτοδημιούργητοι, ἀλλά πλάσματα καί ἀναστήματα τοῦ Θεοῦ μας, πού μᾶς χάρισε τά πάντα.
     Ἡ σκέψι αὐτή θά μᾶς τονώνη στίς δυσκολίες καί θά μᾶς συγκρατῆ ἀπό τυχόν παρανομίες. Θά συντελῆ δέ συγχρόνως γιά τήν εἰρηνική μας ζωή κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ Δημιουργοῦ μας καί γιά τήν εὐτυχία μας μέσα στούς κόλπους Του." (Ἀπό Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ" τόμος 1986, σ. 306).