Ψαλμ. 115, 3

Παρασκευή 6 Αὐγούσυτου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Εἰς τόν Θεόν προσέφυγα καί ἐπροστατεύθην. Τί νά ἀνταποδώσω εἰς τόν Κύριον δι’ ὅλα τά ἀγαθά καί τάς προστασίας, τάς ὀποίας ὡς νά μοῦ τάς ἐχρεώστει πλουσίως ἔδωκεν εἰς ἐμέ;" (Ἀπό τήν "ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας", τ. 10ος, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ (α)

    "Μελετῶντας προσεκτικά τόν ἑκατοστό δέκατο πέμπτο Ψαλμό νοιώθουμε νά μεταγγίζεται μέσα μᾶς κάτι ἀπό τά «αἰσθήματα γλυκείας ἀγάπης καί μεγαλοστόμου πίστεως» (Κ. Καλλίνικος), πού πλημμύριζαν τήν καρδιά τοῦ Ψαλμῳδοῦ.
    Παίρνοντας δέ ἀφορμή νά σκεφθοῦμε τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, γιά τίς ὁποῖες μᾶς μιλάει στόν τρίτο στίχο τοῦ Ψαλμοῦ του, τόν συνοδεύουμε κι ἐμεῖς στήν ἀπορία του: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;»
    Κι ἐπειδή μάλιστα στόν προηγούμενο στίχο του μᾶς εἶπε ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, ἄστατος καί τιποτένιος, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἀπορία του, καί ἀπορία μας, γίνεται ἀκόμη πιό δικαιολογημένη, γιατί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ παρουσιάζονται πολύ πιό μεγάλες «ἀπό τοῦ εἰς τοιοῦτον γεγενῆσθαι» (Χρυσόστομος ΕΠΕ 6, 554). Δέν εἶναι δηλαδή μεγάλες, μόνον ἐπειδή προέρχονται ἀπό τόν ἄπειρο καί μεγαλόδωρο Θεό, πού χαρίζει μεγάλα καί σπουδαία ἀγαθά, ἀλλά καί διότι προσφέρονται εἰς «τόν ἄνθρωπον, τόν ὄντα διάψευσμα, τόν οὐδαμινόν, τόν εὐτελῆ» (Χρυσόστομος ἔ.ἀ.). Προσφέρονται δηλαδή στόν ἀνάξιο καί ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, πού δέν ἄξιζε νά εὐεργετηθῆ. Ὅταν στρέφουμε ἀλήθεια τό βλέμμα μας πρός τό παρελθόν καί ἀναπολοῦμε τά περασμένα, διαπιστώνουμε ἀπό πόσους καί πόσους κινδύνους μᾶς ἔσωσε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τί ἔκανε πρός χάριν μας, γιά νά σταθοῦμε ὡς τώρα ὄρθιοι στήν ζωή.
    Ἀλλά καί καθώς βλέπουμε καί μελετοῦμε σωστά τό παρόν, τό σήμερα πού τό ζοῦμε καί τό ἔχουμε στά χέρια μας, ἀναγνωρίζουμε καί ὁμολογοῦμε καί πάλι ὅτι πλέουμε μέσα στήν θάλασσα τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ καί ὅτι χωρίς Ἐκεῖνον δέν μποροῦμε νά κάνουμε οὔτε βῆμα στήν ζωή.
    Καί ὅταν ρίχνουμε ἐπίσης τούς προβολεῖς τῆς ψυχῆς μας στό μακρυνό μέλλον καί ἀτενίζουμε μέ τά μάτια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ καί γιά μᾶς, κυριευόμαστε ἀπό ἴλιγγο ἐμπρός στήν ἄπειρη εὐσπλαγχνία καί ἀγάπη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
     Καί εἶναι φυσικό νά νοιώθουμε στίς ὧρες αὐτές κι ἐμεῖς, ὅπως καί ὁ Ψαλμῳδός, δυσκολία καί νά μή ξέρουμε τί νά κάνουμε, γιά νά ξεπληρώσουμε κατά κάποιο τρόπο τήν ὑποχρέωσί μας ἀπέναντι στόν μεγάλο Εὐεργέτη μας.
    Βλέποντας μάλιστα ὅτι δέν ἔχουμε τίποτε ἀντάξιο τῶν πολλῶν εὐεργεσιῶν καί τῆς μεγάλης ἀξίας τοῦ Ὑψηλοῦ Εὐεργέτου, θυμόμαστε τά λόγια, πού ἔλεγε ὁ ἄλλος ἐκεῖνος ἐμπνευσμένος ποιητής, ὁ χαρισματοῦχος ὑμνῳδός τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου: «Ἰσαρίθμους γάρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς ἄν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν». Ἀκόμη κι ἄν ἦσαν οἱ ὕμνοι καί τά δοξαστικά μας τόσα πολλά σάν τούς κόκκους τῆς ἄμμου, καί πάλι θά ἦσαν πολύ λίγα καί φτωχά, γιά νά ἰσοφαρίσουν τίς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου.
    Στήν ἴδια δυσκολία φαίνεται νά βρίσκεται καί ὁ ἄλλος ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας μας στό γνωστό κυριακάτικο τροπάριό του, πού ἀρχίζει μέ τό « τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί τελειώνει μέ τό «πρός ὅν βοήσωμεν ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι». Δέν ἔχουμε δηλαδή τίποτε ἄλλο νά προσφέρουμε παρά μόνον τήν δοξολογία μας.
    Ποιά προσφορά πράγματι καί ποιό «εὐχαριστῶ», ἤ ποιά ἔργα μᾶς μποροῦν νά ἀντισταθμίσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως μάλιστα φάνηκε αὐτή στόν Γολγοθᾶ μέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του γιά τήν αἰώνια σωτηρία ὅλων μας; Τί νά ποῦμε ἔπειτα καί γιά τίς ἄλλες εὐεργεσίες Του, τίς ὑλικές καί πνευματικές, τίς γνωστές καί ἄγνωστες, τίς φανερές καί ἀφανεῖς;" ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»  τόμος 1987 σ. 43) (ἡ συνέχεια αὔριο)